Σε συζήτηση που είχε με τον πρόεδρο του ΣΕΒ, Δημήτρη Παπαλεξόπουλο, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στην κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και στις αναπτυξιακές της προοπτικές.

«Με ενδιαφέρει η σωστή χαρτογράφηση των προκλήσεων», σημείωσε ο πρωθυπουργός ενώ τόνισε την εμπιστοσύνη του στις ελληνικές επιχειρήσεις και λόγω των δυνατοτήτων που έχουν αλλά και γιατί επέδειξαν μεγάλη ανθεκτικότητα αλλά και προσαρμοστικότητα την περίοδο της οικονομικής κρίσης. «Ένας 12ετης κύκλος περιπέτειας για την Ελλάδα κλείνει», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία αλλάζουν πολλά και σε διάφορα επίπεδα ενώ τομή ήταν και η περίοδος της πανδημίας. «Ο πόλεμος πριν από έναν χρόνο φαινόταν αδιανόητος. Πέρα από την τραγικότητα της καταστροφής μιας χώρας, υπάρχουν τεράστιες επιπτώσεις στην αγορά ενέργειας αλλά και το φάσμα της επισιτιστικής κρίσης» σημείωσε ο πρωθυπουργός ενώ αναφερόμενος στις πληθωριστικές πιέσεις υπογράμμισε ότι τέτοιο πληθωρισμό δεν έχουμε ξαναζήσει εδώ και 40 χρόνια και εκτίμησε ότι θα βιώσουμε ένα περιβάλλον απότομα αυξημένων επιτοκίων για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός.

Πάντως, σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, παρά το μεγάλο εξωτερικό χρέος της χώρας η Ελλάδα είναι σε καλύτερο σημείο από άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης γιατί είναι χαμηλότερες οι ανάγκες αποπληρωμής χρέους, η εικόνα της χώρας έχει βελτιωθεί σημαντικά και έχει μειωθεί το ρίσκο «Ελλάδα», κάτι που επιτρέπει αισιοδοξία για το μέλλον.

Ο πρωθυπουργός μίλησε επίσης για τις πολιτικές της κυβέρνησης με στόχο την αντιμετώπιση των ανατιμήσεων στην ενέργεια και την στήριξη των πολιτών και υπογράμμισε ότι οι στοχευμένες παρεμβάσεις είναι επιβεβλημένες και κοινωνικά δίκαιες.

Στην συζήτηση που συντόνισε ο δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας, υπήρξε εκτενής αναφορά στο ενεργειακό κομμάτι και στην ανάγκη να αξιοποιηθούν οι ΑΠΕ, κάτι που αποτελεί και προτεραιότητα της κυβέρνησης όπως τόνισε και ο πρωθυπουργός. Από την πλευρά του ΣΕΒ ο κ. Παπαλεξόπουλος έθεσε θέματα όπως την επιδότηση του ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, καθώς και την ανάγκη για ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, κάτι που σχετίζεται άμεσα με το επενδυτικό κομμάτι, αλλά και την ενθάρρυνση από πλευράς κράτους για τη δημιουργία περισσότερων μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων.





ΠΗΓΗ