Οι αναγκαίες πολιτικές;
Η Ελλάδα, σχεδόν στο μέσον του δεύτερου κύματος της πανδημίας, και πριν καν ολοκληρώσει τη συμφωνημένη πρώτη φάση εξόδου από τη 10ετή βαθιά οικονομική κρίση χρέους, έχει να αντιμετωπίσει μεγάλα και οξυμένα ζητήματα.
Η εικόνα των οικονομικών της στο τέλος του 2020 περιγράφει μια πολύ σκληρή, επώδυνη εξέλιξη, αν δεν σχεδιασθεί και δεν εφαρμοσθεί μια πολιτική ανάταξης-ανάκαμψης και ανάπτυξης. Αυτό προμηνύουν τα στοιχεία του τέλους του 2020:
– Δημόσιο χρέος, εκτινάχθηκε στα 338 δισ. δολάρια, δηλαδή στο 208% του ΑΕΠ (185 δισ. €).
– Ιδιωτικό χρέος, ξεπερνάει τα 240 δισ. € (148% του ΑΕΠ).
– Δανεισμός: 51 δισ. €.
– Έλλειμμα ξεπερνάει τα 18,3 δισ. €.
– Πρωτογενές έλλειμμα μεγαλύτερο από 14 δισ. €.
– Έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να ξεπεράσει τα 11 δισ. €.
Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ δείχνει και πάλι ότι η χώρα μπορεί ως πραγματικότητα και ως εικόνα να μετακυλήσει σε συνθήκες κρίσης χρέους (παρά την άρση λόγω πανδημίας των περιοριστικών κριτηρίων του Μάαστριχτ).
Ακόμη και με τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια, θα αυξηθεί ο κίνδυνος να προκαλέσει το υψηλό χρέος επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στο κόστος εξυπηρέτησής του ως ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού.
Με άλλα λόγια, έρχεται κρίση δημόσιου χρέους, και η χρονική στιγμή καθώς και το μέγεθος εκδήλωσής του θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την άσκηση πολιτικών ανάταξης -ανάκαμψης και τον ρυθμό εφαρμογής τους.
Στην Ε.Ε., υπαρκτή είναι η ανατροφοδότηση της διεύρυνση των αποκλίσεων Βορρά –Νότου, η διεύρυνση των ανισοτήτων του μητροπολιτικού πυρήνα της γερμανικής σφαίρας και της περιφέρειας.
Στον τομέα της απασχόλησης τα πράγματα θα οξυνθούν περαιτέρω. Οι χειρότερες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί. Ακόμα και στο καλύτερο σενάριο της οικονομικής ανάκαμψης, αυτή (η οικονομική ανάκαμψη) μπορεί να συμβεί με αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα αν δεν υπάρξει μια πολιτική με αυξημένο ενδιαφέρον για τη διατήρηση των θέσεων εργασία και τη σταδιακή ενεργή αύξηση της απασχόλησης. Στις περιπτώσεις της αύξησης της ανεργίας οι νέοι και οι γυναίκες υποφέρουν περισσότερο.
Η εξ ανατολών, συνεχής και κλιμακούμενη νεο-οθωμανική απειλή, αποτελεί ένα πολύ μεγάλο ανοιχτό μέτωπο, ιδιαίτερα κρίσιμο και σοβαρό, μετά μάλιστα και την ουσιαστική άρνηση λήψης αποφάσεων από την Ε.Ε για κυρώσεις σε βάρος της επιθετικής Τουρκίας.
Η κυβέρνηση, οι επιδιώξεις της ″Ν.Δ.″, οι πρόωρες εκλογές
Οι πιθανότητες επιτυχίας.
Η πιθανότητα των πρόωρων εκλογών κερδίζει έδαφος, από την στάθμιση όλων των σεναρίων των εξελίξεων, μετά την πανδημία. Η ακριβής ημερομηνία θα εξαρτηθεί από την πορεία κυρίως των οικονομικών επιπτώσεων και των προσδοκιών στην πλειοψηφία της κοινωνίας, ιδιαίτερα στα μεσαία στρώματα, ενώ, παράλληλα, οι δημοσκοπικές επιδόσεις θα αποτελέσουν καθοριστικό δείκτη.
Η απλή αναλογική με την οποία θα πραγματοποιηθούν οι επόμενες εκλογές αποτελεί έναν πρόσθετο λόγο να γίνουν πρόωρες εκλογές και μάλιστα να γίνουν σε τέτοια χρονική περίοδο ώστε η εκτιμώμενη επικράτηση της ″Ν.Δ.″ να είναι βέβαιη. Βέβαιη, σε τέτοιο βαθμό, ώστε αν χρειασθεί δεύτερος γύρος -με εκλογικό νόμο στο δεύτερο γύρο την ενισχυμένη αναλογική- να αποδώσει ισχυρή (μονοκομματική) κυβέρνηση της ″Ν.Δ.”.
Η στόχευση της ″Ν.Δ.″ σε μονοκομματική αυτοδυναμία σχετίζεται με την εκτίμησή της ότι κυρίως το πολιτικό, αλλά και το στελεχιακό ″άνοιγμα″ της προς τις κεντρώες – κεντροδημοκρατικές δυνάμεις του άλλοτε πλειοψηφικού ΠΑΣΟΚ έχουν αποφέρει σημαντικά και σταθερά αποτελέσματα.
Αποτελέσματα που της επιτρέπουν, από τη μια, να συνεχίσει την αφαίμαξη, και από την άλλη, να μεταβάλει το εναπομείναν σχήμα (το ΚΙΝΑΛ) σε αδύναμο, μη υπολογίσιμο παίκτη και, ταυτόχρονα, να αναπτύσσει μια προσέλκυση και προς τον κεντρώο-δημοκρατικό χώρο που κινήθηκε προς το ΣΥΡΙΖΑ!
Διαμορφώνεται έτσι, για την τρέχουσα περίοδο, από τη ″Ν.Δ.″ μια κυριαρχία στον ευρύτερο αυτό χώρο, ο οποίος διατηρεί σημαντικό βάρος -σε κάθε περίπτωση σημαντικά εκλογικό- για την πορεία των πραγμάτων.
Η εξέλιξη αυτή, καθώς και η συνεκτική δύναμη κυβερνητικής εξουσίας, παρέχουν στην ηγεσία της ″Ν.Δ.″, τη δυνατότητα να υποβαθμίζει τις ζυμώσεις και τις οργανωτικές συγκλίσεις στα δεξιά της (Μπαλτάκος, Τζήμερος, Φαήλος κλπ). Η δε κατάληξη του ″φαινομένου Καμένου″ στην αμφιλεγόμενη σχέση του με Τσίπρα -ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πάντα ένα μοχλό περιορισμού του κάθε πιθανού ακραιφνούς δεξιού μορφώματος στον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς.
Συνοπτικά, το σκηνικό λόγω και των σοβαρών αδυναμιών της αντιπολίτευσης, δείχνει μια συνέχιση της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, με τις προσδοκίες της αντιπολίτευσης για καλύτερες συνθήκες και θετικές επιδόσεις της να τοποθετούνται στο μέλλον, και μάλιστα μετά και την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
ΣΥΡΙΖΑ: δομική στασιμότητα, αδιεξόδα
Μέχρι τώρα, πάντως, ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του διατηρούν σταθερά ένα μεγάλο προβάδισμα. Με τη διαφορά της ″Ν.Δ.″ από το ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται σε ψηλό επίπεδο, σταθερά μεγαλύτερη του 15% (!), η κυβέρνηση διατηρεί σχετική άνεση στις κινήσεις της παρά το ρευστό, αβέβαιο, αρνητικό οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον και λόγω πανδημίας.
Με την πίεση και τα διλλήματα προοπτικής να βρίσκονται στην πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, εγείροντας όλο και συχνότερα πλέον ζητήματα αποτελεσματικής αντιπολίτευση, καθώς και ζητήματα ευρύτητας και μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Ζητήματα που υποτίθεται ότι αντιμετωπίσθηκαν μόλις πρόσφατα με το άνοιγμα και τη συνακόλουθη νέα ονομασία ″ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία″.
Μία ονομασία που δεν αποτυπώνει την πραγματική σχέση αυτού του σχήματος-κόμματος με την κοινωνική/εκλογική του βάση και με τις φιλόδοξες προσδοκώμενες προοπτικές του. Αφού, ενώ το συντριπτικό πλειοψηφικό μέρος του (το 27% των τελευταίων εκλογών) προέρχεται από τις μετακινήσεις του ΠΑΣΟΚ, στην τελική ονομασία κυριαρχεί ο τίτλος ΣΥΡΙΖΑ με συμπλήρωμα το ”Προοδευτική Συμμαχία″, χωρίς κανένα στοιχείο ένδειξης του ελληνικού δημοκρατικού-σοσιαλιστικού χώρου.
Η κυρίαρχη ανάγνωση είναι ότι πρόκειται για (φυσιο)λογική αυξητική εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως κραταιός πόλος εισπράττει και νέες δυνάμεις και γι αυτό προσθέτει στον τίτλο μια υπόμνηση (″Προοδευτική Συμμαχία″). Κατά το αλήστου μνήμης από το παρελθόν : ″άλλες δημοκρατικές δυνάμεις″ δίπλα στον τίτλο του ΠΑΣΟΚ (που τότε είχε καταγγελθεί για ηγεμονισμό), η σημερινή κατά ΣΥΡΙΖΑ εκδοχή είναι: ″ – προοδευτική συμμαχία″.
Πέρα απ΄ αυτά, η πτώση, πάντως, και η αγκύλωση του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή του 20% διαμορφώνει μια ασφυκτική συνθήκη για τις μελλοντικές του προοπτικές. Δεν αφορά σε συγκυριακές καταστάσεις, ούτε μπορεί να ξεπερασθεί με συνταγές και προτάσεις σαν αυτές που πληθωριστικά κατατίθενται τις τελευταίες ημέρες από σειρά νέων ή/και αναμορφωμένων τάσεων και κινήσεων.
Τα πράγματα για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι, όπως εκείνης της εποχής του 2015, ούτε και του 2012.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον πίσω του ένα βαρύ παρελθόν. Πολύ βαρύ για να υποδύεται τη νέα, άφθαρτη και ελπιδοφόρα δύναμη. Στα καθοριστικά μέτωπα, σ΄ εκείνα που οι αποφάσεις και οι συμφωνίες καθορίζουν την πορεία της Χώρας για δεκαετίες, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας και το σύνολο σχεδόν των στελεχών που εξακολουθούν κομματικά να πρωταγωνιστούν δέσμευσαν αρνητικά έως καταστροφικά τη Χώρα.
Τα 99 χρόνια του Υπερταμείου, το ″ΟΧΙ″ (61,31%) του δημοψηφίσματος που έγινε ″ΝΑΙ”, το Μακεδονικό, το 3ο Μνημόνιο, η αποδιάρθρωση της Παιδείας, η υποβάθμιση του Ασφαλιστικού, η στασιμότητα και των τριών τομέων της οικονομίας, η συνεργασία με τον Καμένο.
Πέραν όμως αυτών, η τωρινή φυσιογνωμία του, δεν εμφανίζει στοιχεία έλξης και γνήσιας αντιπροσώπευσης. Ιδεολογικά μετεωρίζεται, είναι Αριστερά αλλά και ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, κεντροαριστερά αλλά και εξωκοινοβουλευτικός ακτιβισμός, παπανδρεϊσμός αλλά και αντι-ΠΑΣΟΚ.
Πολιτικά αναζητεί εσωτερικά κοινό τόπο για να εκφραστεί εν συνεχεία αφού βρεθεί σημείο ισορροπίας ανεπαρκώς και πάντως χαμηλότερα από το αναγκαίο.
Σταεθνικά οι εσωτερικοί διχασμοί είναι αγεφύρωτοι σε ζωτικά ζητήματα (ζωής & θανάτου) για τη Χώρα.
Στην ανάπτυξη εξακολουθούν δέσμιοι παρωχημένων συνταγών και άτολμοι σε οραματικές προτάσεις υπέρ της κοινωνίας, της περιφέρειας, του κοινωνικού κράτους, της απασχόλησης.
Κοινωνικά οι δεσμοί με τα δυναμικά και τα πλατιά στρώματα είναι προβληματικοί, αδιαμόρφωτοι.
Στην ηγεσία, ο Τσίπρας έδειξε το πραγματικό του ανάστημα και η λάμψη ήταν ανταύγεια ψεύτικων ελπίδων.
Το στελεχιακό δυναμικό μετά και τις τελευταίες μετακινήσεις από το χώρο του ΠΑΣΟΚ και της κεντροαριστεράς προσφέρει την εικόνα ενός τοπίου κορυφών χωρίς ταυτότητα, με ρήγματα και αντινομίες, με χρωματισμούς παράφωνους, και όχι αυτό που διατείνονται, ενός πλουραλιστικού δυναμικού με κοινές ορίζουσες και κοινή στρατηγική.
Τα ουσιώδη πρέπει να λεχθούν με τ΄ όνομά τους.
Δεν είναι λοιπόν η αιτία το περιεχόμενο και το ύφος της ασκούμενης αντιπολίτευσης, η αιτία που δεν ανεβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι όλα αυτά που αναπτύχθηκαν και αποτελούν δομικά του προβλήματα και ανυπέρβλητα όρια ιστορικής προέλευσης.
ΚΙΝΑΛ: ανάγκη συνολικότερου επαναπροσδιορισμού και πρωτοβουλιών
Το ΚΙΝΑΛ μοιάζει να αυτοθαυμάζεται με αυτό που κατέληξε τελικά να είναι! Αυτοθαυμασμός που έχει εντονότερα τα χαρακτηριστικά του στην ηγεσία και στην αναπαραγόμενη κλειστή ηγετική γραφειοκρατία.
Αφού σπαταλήθηκε η μεγάλη ευκαιρία για την ανασύνταξη-αναγέννηση του ελληνικού δημοκρατικού σοσιαλιστικού κινήματος το Νοέμβριο-Δεκέμβριο 2017 με τη συμμετοχή των 212.000 πολιτών, η διαδρομή των συνεχών εσωτερικών, κλειστών διαδικασιών , ήταν χωρίς οραματικό και πραγματικό διακύβευμα, χωρίς βάση στήριξης, χωρίς κοινωνική απήχηση και δυναμική. Το νήμα εξόδου από τη συρρίκνωση και την αρτηριοσκλήρωση είχε χαθεί.
Η τωρινή, εσωτερική ανακύκλωση περί προεδρικών υποψηφιοτήτων είναι επίσης τοποθετημένη εκτός του πεδίου των πραγματικών αναγκών για μια νέα, μεγάλη, γνήσια πρωτοβουλία βάσης, όπου ακόμα και η τωρινή ηγεσία θα μπορούσε να έχει έναν ουσιώδη ρόλο και συμβολή.
Υπογραμμίζουμε ότι η υπόθεση ΠΑΣΟΚ στο σύνολό της και στην προοπτική της, κι όχι μόνο στην ιστορική διάσταση και στις καταχτήσεις των θητειών του, διατηρείται -και θα διατηρείται- ανοιχτή, παρά τις λαθροχειρίες να κλείσει αυθαίρετα, συνοπτικά και ενοχικά.
Το ανένταχτο δημοκρατικό δυναμικό
Ο υπαρκτός ανένταχτος, κομματικά αποδεσμευμένος δημοκρατικός-προοδευτικός χώρος παρουσιάζει σημαντικές εστίες υψηλής πολιτικής ωριμότητας και συνείδησης, καθώς και ορισμένες αξιόλογες θεματικές πρωτοβουλίες (εθνικά, οικονομικά, περιφερειακά, ενέργεια, περιβάλλον κλπ).
Εμφανίζει όμως και σοβαρά ελλείμματα στην αντίληψη των μεγάλων συνθέσεων και συμπορεύσεων χωρίς μικρο-ηγεμονισμούς. Ενώ και η οικονομική καχεξία δρα ανασχετικά για τη διάρκεια ζωής και για την ανάπτυξη νέων σχημάτων κινηματικού χαρακτήρα.
Στεκόμαστε στις παραπάνω πολιτικές δυνάμεις, καθ΄ ότι το ΚΚΕ εμφανίζει σταθερά μια αυτοεξαίρεση από τις μείζονες ανακατατάξεις της δημόσιας ζωής και του δημοκρατικού φάσματος.
Θεωρώντας τες ως αναδιάταξη σκηνικού που εξυπηρετεί σταθερά στόχους του καπιταλιστικού συστήματος, για την ανατροπή του οποίου ωστόσο οι συνθήκες δεν είναι στο υποκειμενικό τους μέρος ώριμες.
Επίσης, το ΜεΡΑ25, κυρίως με κοινοβουλευτική δράση του Γ. Βαρουφάκη, δεν έχει εκδηλώσει πρωτοβουλίες εμβέλειας και ιδιαίτερης σημασίας που να επηρεάζουν τα δρώμενα, με αποτέλεσμα και τη μείωση της απήχησής του όπως αυτή δημοσκοπικά καταγράφεται.
Η υποχώρηση του προοδευτισμού στην Ευρώπη
Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι την αναζωπύρωση ζυμώσεων και εξελίξεων στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο (την κεντροαριστερά) δεν ευνοεί και η κατάσταση του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού χώρου. Ιδιαίτερα των σοσιαλδημοκρατικών-σοσιαλιστικών-εργατικών κομμάτων χωρών, με μακρά πολιτική προοδευτική πορεία αγώνων και κατακτήσεων, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Σουηδία, η Αυστρία, η Δανία, η Ιταλία, η Ολλανδία.
Η κρίση, ή η σχεδόν φυτοζωία στην οποία έχουν υποχωρήσει τα κόμματα αυτά στην Ευρώπη δυσκολεύει συνολικότερα την υπόθεση των προοδευτικών δυνάμεων σε κάθε χώρα-μέλος της Ε.Ε., και αντιστρόφως δυσκολεύει και τις προοδευτικές εξελίξεις στην Ευρώπη.
Γεγονός, που, από την άλλη, αναδεικνύει τη ζωτική αναγκαιότητα ανάληψης συστηματικών, αλληλέγγυων, συνεργατικών, πολύμορφων πρωτοβουλιών για την αναγέννηση και προοδευτική ανασυγκρότηση αυτών των δυνάμεων στην Ε.Ε., καθώς και του οράματος της Κοινωνικής, Δημοκρατικής, Δίκαιας και Βιώσιμης Ευρώπης με πολιτικούς, προγραμματικούς και πραγματικούς όρους.