«Την Παρασκευή 19 Ιουλίου, στις 17:00 το απόγευμα, το τουρκικό ΓΕΣ, ανάβει το πράσινο φως για την εισβολή. Το σήμα με τη διαταγή για έναρξη της εισβολής, οι συνομιλίες των τούρκων αξιωματικών και η αναφορά τους για τη δύναμη του αποβατικού στόλου, υποκλέπτονται και προωθούνται αμέσως στους επιτελείς του ΓΕΣ στην Αθήνα. Όλοι ήταν ενήμεροι, για το τι επίκειται».

«Η ΚΥΠ γνώριζε τα πάντα για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, και αν ήθελε η ελληνική ηγεσία, οι Τούρκοι θα πάθαιναν πανωλεθρία».

Με αφορμή την ανωτέρω περιγραφή του επικεφαλής της ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) στην Κερύνεια το 1974, συνταγματάρχη Αλέξανδρου Σημαιοφορίδη, για τα πεπραγμένα της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, το ερώτημα περί της γενεσιουργού αιτία του Κυπριακού εξακολουθεί να παραμένει διαχρονικά επίκαιρο.

Είναι η λανθασμένη ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, απόρροια της πολιτικό-διπλωματικής αβελτηρίας της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να διαγνώσει τον αξονικό πολιτικό στόχο της Μεγάλης Βρετανίας, αποδεχομένη την πρόσκληση του βρετανού υπουργού εξωτερικών, ΜακΜίλαν, για συμμετοχή στη τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου, το 1955, που εγγράφεται ως αξονική αιτία της δημιουργίας του Κυπριακού ζητήματος.

Αυτό γιατί, αφενός, επέτρεψε την εφαρμογή της αρχής του διαίρει και βασίλευε στη Μεγαλόνησο από την αποικιακή μητρόπολη, ακυρώνοντας το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού. Αφετέρου, με την αποδοχή της Άγκυρας ως ισότιμου εταίρου στις διπλωματικές διαβουλεύσεις, όχι μόνο την εισήγαγε στο ζήτημα της Κύπρου, αλλά της αναγνώρισε και κυριαρχικά δικαιώματα, ως μία εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων, κατά το γράμμα των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου (1959).

Με διαφορετική διατύπωση, το Κυπριακό, αναδύθηκε ως ένα τεχνητό πολιτειακό ζήτημα από την ίδια την αποικιακή δύναμη ή οποία πέτυχε να δημιουργήσει και ν’ αναπτύξει τις ικανές-αναγκαίες συνθήκες, με τη συνεπικουρία της Αθήνας, για την διαίρεση του νησιού σε δύο αυτόνομες-διακριτές κοινότητες. Εξομοιώνοντας μια εθνοτική μειονότητα –Τουρκοκύπριοι– με το κυρίαρχο Ελληνοκυπριακό εθνικό στοιχείο. Χαρακτηριστικά ο Έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, λίγους μήνες πριν την υπογραφή των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, ανέφερε ότι «το Κυπριακό έχει μεταβληθεί σε εθνική γάγγραινα και αποτελεί εθνική περιπέτεια στην οποία σύρεται η Ελλάς και η μόνη λύση που απομένει είναι μια απ’ ευθείας συνεννόηση με τους Τούρκους» (Βουλή των Ελλήνων, 14.12.1958).

Συνεπακόλουθα, η έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα των Κυπρίων, από την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), την 1 Απριλίου του 1955, με το διττό σύνθημα αυτοδιάθεση-ένωση, θα επιταχύνει της εξελίξεις από το Λονδίνο. Έχοντας ήδη προδηλώσει, δια στόματος του υπουργού αποικιακών υποθέσεων, Χένρι Χόπκινσον, (Ιούλιος 1954), ότι η Κύπρος ανήκει στις αποικίες «που λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων τους δεν μπορούν να ελπίζουν ότι κάποτε θα ανεξαρτητοποιηθούν πλήρως», παραμένοντας «οχυρό της Κοινοπολιτείας», θα εκκινήσει τις διαδικασίες για τη συγκρότηση μιας συνταγματικής φόρμουλας επίλυσης του Κυπριακού.

Το σχέδιο παρουσιάστηκε από τον βρετανό πρωθυπουργό Χ. ΜακΜίλαν στο Βρετανικό κοινοβούλιο (Ιούνιος 1958) προβλέποντας την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος τριπλής συγκυριαρχίας –Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία – με ειδικές πρόνοιες για την τουρκοκυπριακή μειονότητα. Αν και το εν λόγω σχέδιο απορρίφθηκε, ομόφωνα από Ελλάδα και Κύπρο, θα αποτελέσει το θεμελιακό υπόβαθρο του συντάγματος της Κυπριακής δημοκρατίας μετά την υπογραφή των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, ικανοποιώντας πλήρως τα αμερικανοβρετανικά γεωστρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Επρόκειτο για τις τρεις συνθήκες – εγγυήσεως, συμμαχίας, εγκαθιδρύσεως – που ίδρυσαν την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, υπό το καθεστώς επικυριαρχίας των τριών εγγυητριών δυνάμεων –Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία. Οι εν λόγω δυνάμεις αναλάμβαναν τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρο 1, Συνθήκης Εγγυήσεως). Ενώ σε περίπτωση παραβίασης των όρων των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, (άρθρο 3) οι εγγυήτριες δυνάμεις αποκτούσαν το δικαίωμα επέμβασης, είτε συλλογικά είτε μονομερώς (σε περίπτωση που οι κοινές ή συντονισμένες ενέργειες αποδειχθούν αδύνατες) για την αποκατάσταση της προηγούμενης τάξης πραγμάτων. Η Τουρκία θα επικαλεσθεί το γράμμα του τρίτου άρθρου της Συνθήκης εγγυήσεως για τη νόθα «νομιμοποίηση» της εισβολή της, στην Κύπρο, μετά την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακάριου από τον «αόρατο δικτάτορα», Δ. Ιωαννίδη (15 Ιουλίου 1974).

Η ανορθολογική πολιτική πράξη του απριλιανού στρατιωτικού καθεστώτος, ήταν απότοκη της μη συμμόρφωσης του Μακάριου με την προκρινόμενη λύση της διπλής ένωσης. Ήδη από τις αρχές του 1972, η χούντα των συνταγμαατρχών θα επιχειρήσει να επιβάλει την πολιτική της βούληση στη Λευκωσία, συνεπικουρούμενη και από την παραστρατιωτική δράση της ΕΟΚΑ Β’ κατά του Μακάριου.

Συνακόλουθα, το καθεστώς Ιωαννίδη θα υποστηρίξει τη λύση της ένωσης, αναγνωρίζοντας δύο εναλλακτικές επιλογές⋅ είτε η Κύπρος θα μετατρέπονταν σε «Κούβα» της Μεσογείου, είτε η ελληνική πλειοψηφία του 80% θα επιτύγχανε την ένωση. Υπό αυτό το πρίσμα, η κατάλυση της κυπριακής κυβέρνησης και η αναστολή το κυπριακού πολιτικού συστήματος, προσέβλεπε στην αποφυγή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, στην απίσχνασή της σοβιετικής επιρροής και στην ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής και της επιχειρησιακής ικανότητας του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο.

Παρά ταύτα, το πραξικόπημα κατά του Μακάριου εκλήφθηκε από την τουρκική πολιτική ηγεσία ως μορφή κεκαλυμμένης ένωσης, με συνεπαγόμενο η απόφαση για στρατιωτική εισβολή να ληφθεί από τη νύχτα της 15ης Ιουλίου.

Ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος της Άγκυρας δεν ήταν τόσο η προστασία του ζωτικού συμφέροντος των Τουρκοκυπρίων, όσο η ανάσχεση της καθόδου της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο, εξέλιξη που θα καθιστούσε την Τουρκία περισσότερο ευάλωτη. Γιατί όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».

Παρεπόμενα, η πολιτική άρνηση της Ελλάδας στην ικανοποίηση των μείζονων τουρκικών αξιώσεων (τουρκική κατοχή του 34% του εδάφους, διζωνική ομοσπονδία, ειδικές πρόνοιες για τουρκοκυπριακή μειονότητα) που προοιώνιζαν τη διχοτόμηση του νησιού και η φαινομενική πολιτική ουδετερότητα του αμερικανικού παράγοντα, απέληξαν στην τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (20.7.1974).

Εν ολίγοις αν και το στρατιωτικό καθεστώς του Ιωαννίδη έδωσε την αφορμή για την πραγμάτωση του αντικειμενικού πολιτικού στόχου της Άγκυρας, το διπλωματικό ατόπημα της ελληνικής κυβέρνησης, την περίοδο 1955-1959, δημιούργησε τις προϋποτιθέμενες συνθήκες –αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο – για την εκδήλωση του τουρκικού αναθεωρητισμού στην Κύπρο.

Αυτό γιατί η μελέτη των ιστορικών αρχείων απεκάλυψε ότι η τουρκική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο είχε προγραμματιστεί για το 1964 και ανεστάλη μετά από διπλωματική παρέμβαση των ΗΠΑ, κάτι που δεν συνέβη δέκα χρόνια μετά αφού το τηλεγράφημα του Αμερικάνου προέδρου, Ρίτσαρντ Νίξον στις 19 Ιουλίου του 1974 δεν έφθασε ποτέ στον παραλήπτη του, τον τούρκο πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ.

Πρώτη δημοσίευση στο imerazante.gr





ΠΗΓΗ