Το κείμενο συνυπογράφουν ο Δασκαλάκης Ιπποκράτης, Αντγος εα, Δρ Διεθνών Σχέσεων, Διευθυντής Μελετών ΕΛΙΣΜΕ και η Αλεξάνδρα Τόμπρα, Δημοσιογράφος – Οικονομολόγος 

Η Τουρκία εδώ και μήνες βιώνει μια νομισματική κρίση με σημαντική επίδραση στην πραγματική οικονομία εξ αιτίας της επιμονής του Προέδρου σε μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων.

Η τουρκική λίρα είναι αντιμέτωπη με μια υποτίμηση 45% περίπου έναντι του USD από την αρχή του έτους με συνέπεια την εκτόξευση του πληθωρισμού στο 21% (επίσημα στοιχεία για το τέλος Οκτωβρίου) και τη συνεπακόλουθη πτώση της αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας. 

Η τουρκική κεντρική τράπεζα έχει καταναλώσει σημαντικό μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια στήριξης της τουρκικής λίρας με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ανησυχίες τόσο για τη δυνατότητα εξόφλησης των δανειακών υποχρεώσεων. Βέβαια παρά την εντυπωσιακή άνοδο του τουρκικού δημοσίου χρέους στα 200 δισ USD, το εξωτερικό χρέος παραμένει χαμηλά περίπου στο 60% του ΑΕΠ. 

Προφανώς ο Ερντογάν με την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων προσδοκά να κερδίσει άμεσα οφέλη από τις επενδύσεις, την κατανάλωση, τις εξαγωγές και τις τουριστικές ροές, ώστε με τον ορίζοντα των προεδρικών εκλογών του 2023, να ανακόψει την πτωτική πορεία του και να ενισχύσει τη θέση του προχωρώντας ακόμη και σε προεκλογικές παροχές. Θα λέγαμε ότι εφαρμόζει μια εσωτερική υποτίμηση και πιστωτική επέκταση επιχειρώντας να αντιστρέψει την πορεία του ΑΕΠ, το οποίο βρίσκεται σε σταθερά καθοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. 

Παρά τη συνεχή διολίσθηση της τουρκικής λίρας, την καρατόμηση κεντρικών τραπεζιτών αλλά και υπουργών οικονομικών, η τουρκική οικονομία δεν βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης για μια σειρά λόγων που έχουν να κάνουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ορισμένα θετικά μακροοικονομικά μεγέθη της.

Βεβαίως η αλληλοεπίδραση της νομισματικής κρίσης, με την πραγματική οικονομία, σε συνάρτηση με τις αντιδράσεις της τουρκικής κοινωνίας ενδεχομένως να δρομολογήσουν εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας ή σε μια μάλλον ακραία περίπτωση ακόμη και να την οδηγήσουν στο χείλος της κατάρρευσης.

Δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το σύνολο των δυτικών χωρών επιθυμεί την αντικατάσταση του Προέδρου Ερντογάν από ένα περισσότερο «συνεργάσιμο» και λιγότερο απρόβλεπτο πρόσωπο. Στην κατεύθυνση αυτή ορισμένες χώρες φαίνονται πρόθυμες να υποσκάψουν τον τούρκο πρόεδρο χωρίς να διακινδυνεύσουν όμως τη ρήξη με τη σημαντική σύμμαχο και εταίρο Τουρκία αλλά και τις πολύτιμες επενδύσεις και δάνεια που έχουν σε αυτήν. 

Η βασική όμως ανησυχία για εμάς στην Ελλάδα έγγυται στην πιθανότητα ανάληψης μιας τουρκικής προκλητικής ενέργειας με υψηλό ρίσκο στρατιωτικής σύγκρουσης για απόσπαση της προσοχής από την κακή πορεία της οικονομίας και εξασφάλιση της επανεκλογής του Ερντογάν μέσω μιας εξωτερικής επιτυχίας ή ακόμη και με την επίκληση εξωτερικών κινδύνων. Δεδομένης μάλιστα της άκρατης τάσης του Σουλτάνου για στρατιωτικές εμπλοκές σε όλη την περιοχή  είναι πιθανή η διακινδύνευση ενός ακόμη βήματος σε βάρος του Ελληνισμού. 

Μπορεί να φαίνεται ότι οι εμπλοκές σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη και Ναγκόρνο Καραμπάχ συνηγορούν σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η πολεμική αναμέτρησης με την Ελλάδα ενέχει πολύ σοβαρότερους κινδύνους για την Τουρκία αλλά και για το καθεστώς του ΑΚΡ. Παρά τα όποια τακτικά πλεονεκτήματα μπορεί να επιφέρει μια αιφνιδιαστική κίνηση της Άγκυρας -έχουσα την πρωτοβουλία των κινήσεων- η απάντηση της Αθήνας οφείλει να είναι δυναμική, μαζική και σε όλα τα μέτωπα.

Το ενδεχόμενο αυτό, αν συνοδεύεται από ικανά μέσα προβολής στρατιωτικής ισχύος, εκπαιδευμένο προσωπικό, βούληση κυβέρνησης και λαού και ορθή μεταφορά του μηνύματος στην άλλη πλευρά πιθανότητα θα δράσει παρεμποδιστικά στην ανάληψη ριψοκίνδυνων κινήσεων. Η αποτρεπτική αξιοπιστία θα ενισχυθεί αν συνοδεύεται και από αντίστοιχα προειδοποιητικά μηνύματα από μεγάλες και γειτονικές δυνάμεις.

Ενδεχομένως η Τουρκία να προχωρήσει σε προκλητική κίνηση υψηλού ρίσκου (πχ είσοδος γεωτρύπανου σε ελληνική υφαλοκρηπίδα) που θα αναγκάσει την Αθήνα σε δυναμική απάντηση με διαδοχική αμοιβαία κλιμάκωση.

Και σε αυτήν την περίπτωση η Άγκυρα πρέπει να διακατέχεται από την ανησυχία της πιθανότητας ότι η ελληνική ανταπάντηση στην προκλητική ενέργεια θα είναι μη συμμετρική και θα συνοδεύεται και από προληπτικό πλήγμα μεγάλης έντασης.  Αν ο Ερντογάν αντιλήφθη ότι ανάλογη ελληνική αντίδραση είναι προαποφασισμένη αλλά και αναπόφευκτος μονόδρομος για οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, θα χρειαστεί να ζυγίσει πολύ την διακινδύνευση υπέρβασης ορισμένων ορίων για εξυπηρέτηση των εκλογικών σκοπιμοτήτων του ή του οθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού του.

Λιγότερη ριψοκίνδυνη για την Άγκυρα, καίτοι επιβλαβής για τα ελληνικά συμφέροντα και κυρίως γόητρο, θα είναι η επανάληψη προκλητικών ενεργειών όπως έλαβαν χώρα το 2020 στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Συμπερασματικά, η διαφαινόμενη υστέρηση του ΑΚΡ λόγω και της οικονομικής κρίσεως σίγουρα βάζει σε πειρασμό τη διακινδύνευση μιας ακόμη εξωτερικής περιπέτειας. Η στόχευση όμως της Ελλάδος εμπεριέχει υψηλά κόστη που πιθανόν να μη θελήσει να αναλάβει ο Σουλτάνος επί του παρόντος καθόσον υπάρχουν ευκολότερα εσωτερικά και εξωτερικά «θύματα». Για την απόφαση μιας πιθανής εξωτερικής εξαγωγής της κρίσεως σίγουρα θα λάβει υπόψη του και τις διεθνείς εξελίξεις και ισορροπίες με την κατάσταση στην γειτονική Ουκρανία να προκαλεί εύλογες ανησυχίες αναθέρμανσης του ψυχρού πολέμου. 

Θα πρέπει όμως να αναμένουμε μια δραματική αύξηση της ψυχολογικής πίεσης και της στρατηγικής του πειθαναγκασμού σε βάρος μας που δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει σε οποιαδήποτε υποχώρηση χωρίς όμως να παρασυρθούμε σε απερίσκεπτες κινήσεις.

Οποιαδήποτε απόφαση για στρατιωτική σύγκρουση ληφθεί από την πλευρά μας, θα πρέπει να εξασφαλίζει τις μέγιστες πιθανότητες συντριπτικής επικράτησης μας και όχι να αποτελέσει μια κίνηση απελπισίας ή αντίδραση του (δικαιολογημένου) θυμικού μας και πληγωμένου γοήτρου μας που θα υπακούει σε παρορμητικές φωνές. Όμως για αυτό το συντριπτικό πλήγμα πρέπει διαρκώς να ετοιμαζόμαστε σε όλα τα επίπεδα, με την ελπίδα να μη χρειαστεί.





ΠΗΓΗ