Ι. Ενόψει της επικείμενης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα και την μεγάλη αισιοδοξία που προβάλλεται γι αυτήν από συγκεκριμένους κύκλους, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι μέσα στον ορμητικό ποταμό της «πανούργας» Ιστορίας δεν υπάρχουν «αιώνιες αλήθειες», όπως διακήρυττε ο Φρειδερίκος Χέγκελ, και πως «τα πάντα ρει» (Ηράκλειτος).
Γι αυτό άλλωστε οι ιδέες, οι ιδεολογικές μεταπτώσεις και τα γεγονότα πρέπει να κρίνονται μέσα από μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα – συγκυρία. Παραδοσιακά, ο ελληνικός λαός γέρνει όντως, τουλάχιστον συναισθηματικά, προς το ομόδοξο «ξανθόν γένος».
Όμως, μετά τον ατυχή Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), η Ρωσία, είτε τσαρική είτε μπολσεβίκικη είτε υπό τον Πούτιν, δεν θα ήταν ποτέ πια η Ρωσία των χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης και της προεπαναστατικής περιόδου. Κι έτσι πρέπει να την βλέπουμε σήμερα!
ΙΙ. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του στρατηγού Κόμη Νικολάι Παύλοβιτς Ιγνάτιεφ που το 1867, σε μια περίοδο έξαρσης του Πανσλαβισμού, διορίστηκε ως πρεσβευτής της τσαρικής Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη. Του μοιραίου αυτού ανθρώπου που δικαίως θεωρείται ο «νεκροθάφτης του Ελληνισμού εν Θράκη και Μακεδονία» και που όλες οι άλλες διπλωματικές αποστολές στην Πόλη τον αποκαλούσαν «πατέρα του ψεύδους» και «υποσουλτάνο» της Υψηλής Πύλης.
Ο ραδιούργος Ιγνάτιεφ (1832-1908), συνέδραμε όσο κανείς άλλος «αποκλειστικώς κατά της Ελληνικής Εκκλησίας και κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου», στοχεύοντας στην ίδρυση εθνικής Βουλγαρικής Εκκλησίας (Εξαρχία) υπό ρωσική αιγίδα. Για να δελεάσει μάλιστα τους Οθωμανούς ο Ιγνάτιεφ δημιούργησε εθελοντικό σώμα ατάκτων Βουλγάρων που τα διέθεσε στον Σουλτάνο για την καταστολή της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869).
Τελικά, τον Μάρτιο του 1870, ο Σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ υπέγραψε φιρμάνι για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που ουσιαστικά ήταν η βάση για τη δημιουργία της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης και την συγκρότηση των βουλγαρικών αυτονομιστικών κινημάτων εναντίον άλλων, ομόδοξων βαλκανικών λαών.
Στις άμεσες συνέπειες αυτής της κίνησης συγκαταλέγεται και η δημιουργία του Μακεδονικού Ζητήματος, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, παραμένει ακόμη ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» των Βαλκανίων – όσο και αν η πολλαπλώς εξαρτημένη πολιτική τάξη και οι ελίτ της Ελλάδας θεωρούν αβασάνιστα ότι «λύθηκε»» με την μειοδοτική «Συμφωνία των Πρεσπών».
Το 1878, ήταν πάλι ο δαιμόνιος Ιγνάτιεφ που επέβαλε, μετά από έναν ακόμη Ρωσοτουρκικό πόλεμο, με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τη «Μεγάλη Βουλγαρία», που, ευτυχώς για τον Ελληνισμό, ακυρώθηκε με τη Συνθήκη του Βερολίνου λίγους μήνες αργότερα.
Η ελληνική άποψη εκείνης της εποχής για το Βουλγαρικό Ζήτημα σε σχέση με το Κρητικό Ζήτημα ήταν πάντως ξεκάθαρη : «Προκειμένω περί των Βουλγάρων συνενούνται Παπισμός, Ευαγγελική Ένωσις και Ιερά Σύνοδος της Ρωσίας μετά των Ανακτοβουλίων Πετρουπόλεως, Παρισίων και Λονδίνου… Προκειμένου τουναντίον περί Κρήτης και των συμφερόντων του Ελληνισμού, παρατάσσονται πάραυτα τα βαρύτατα τηλεβόλα συμπάσης της διπλωματίας, όπισθεν δ΄ αυτών προβάλλουσιν αμέσως τα τηλεβόλα των θωρηκτών»!
Το σίγουρο είναι ότι οι δύο αυτές ρωσικές ενέργειες (Βουλγαρική Εξαρχία και Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου) «ἄφησαν πίσω τους ἕνα ἀσαφὲς τοπίον, ἀναφορικῶς μὲ τὴν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, κάτι ποὺ ἔγινε συχνὰ (και με ελληνική ευθύνη) ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως μέσα στὰ ἐπόμενα χρόνια, ἀπὸ τοὺς “συμμάχους” μας, μὲ τραγικὴ κατάληξιν τὴν Μικρασιατική Καταστροφή», όπου, μεταξύ άλλων, και οι Μπολσεβίκοι έπαιξαν βασικό ρόλο για το τραγικό τέλος του τρισχιλιετούς Ελληνισμού της Μικράς Ασίας .