Ο Ερντογάν απέφυγε να πάει ο ίδιος στα Βαρώσια , αλλά δεν έκανε πίσω σ′ αυτό που είχε αναγγείλει, την αλλαγή δηλαδή του καθεστώτος της αιχμάλωτης πόλεως. Υπενθυμίζεται ότι η Αμμόχωστος δεν περιλαμβανόταν στα αρχικά σχέδια του Αττίλα 2.
Μέσα στο χάος που δημιουργήθηκε από την ανεμπόδιστη προέλαση των Τουρκικών αρμάτων και το φόβο που προκάλεσαν οι Τουρκικές ωμότητες, η πόλη εγκατελείφθη από τους κατοίκους της, εφόσον δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για στρατιωτική υπεράσπιση της πόλεως. Ο Ετσεβίτ, ο τότε Τούρκος Πρωθυπουργός, διέταξε τα Τουρκικά στρατεύματα να την καταλάβουν για να χρησιμοποιηθεί , υποτίθεται, ως διαπραγματευτικό χαρτί.
Με τα ψηφίσματα 550 του 1984 και 789 του 1992, το Συμβούλιο Ασφαλείας ζήτησε την επιστροφή της πόλεως στους νόμιμους κατοίκους της, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, πριν από την επίλυση του Κυπριακού.
Ο Ερντογάνθέλει τώρα,αγνοώντας τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας,να ενσωματώσει και την Αμμόχωστο στο ψευδοκράτος, αλλάζοντας το καθεστώς της, και ταυτόχρονα να τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό εκβιασμού της Ελληνικής πλευράς για την αποδοχή λύσεως δύο κρατών.
Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος προχωρά σε λύση χωριστού Τουρκοκυπριακού κράτους. Δεν εξαγγέλλει κανείς δημιουργία βάσεως μη επανδρωμένων αεροχημάτων και ναυτικής βάσεως στην κατεχόμενη Κύπρο, εάν επιδιώκει, πράγματι, λύση του Κυπριακού άλλη από το χωριστό κράτος.
Η νέα αυτή επέλαση του Αττίλα έρχεται ως συνέπεια μιας ανεδαφικής και αυτοκαταστροφικής πολιτικής, που ακολουθεί η Ελληνική πλευρά, με στόχο, υποτίθεται, να επιτύχει λύση ομοσπονδίας, που θα ”επανένωνε” την Κύπρο.
Η πολιτική αυτή οδήγησε, σταδιακά, σε απίστευτες Ελληνικές υποχωρήσεις, που, αν πάρουν τη μορφή ”λύσεως”, θα καταλήξουν σε κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι το μόνο όπλο της Ελληνικής πλευράς, και στην υποκατάσταση της από ένα παράλυτο ψευδοκράτος δυο ”ίσων” μερών, που θα ήταν υπό τον γεωπολιτικό έλεγχο της Αγκυρας.
Η ακραία πολιτική Ερντογάν, για την οποία ασκεί μεγάλη επιρροή το κόμμα του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, που είναι κυβερνητικός εταίρος, επιδιώκει μια ξεκάθαρη φόρμουλα δυο κρατών και συνομοσπονδία, γιατί δεν θέλει να παραιτηθεί από τον άμεσο έλεγχο των κατεχομένων. τον οποίο θεωρεί πολύ σημαντικό από στρατηγική άποψη για την πολιτική του στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν θέλει επίσης, πιεζόμενος από τον Μπαχτσελί, να επιστρέψει στην Ελληνική πλευρά οποιοδήποτε σημαντικό έδαφος, στο πλαίσιο μιας λύσεως.
Πώς έφτασε η Ελληνική πλευρά να υποστηρίζει σήμερα, ως δήθεν αποδεκτή ”λύση” τη λεγόμενη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα και να την έχει καταστήσει λάβαρο δήθεν αγώνα και βάση αναφοράς της επιδιωκόμενης διεθνούς αλληλεγγύης ;
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, υπό το βάρος των τετελεσμένων γεγονότων της Τουρκικής εισβολής, έκανε την οδυνηρή υποχώρηση, το 1977,να δεχθεί διπεριφερειακή ομοσπονδία, στο πλαίσιο της Συμφωνίας Κορυφής με τον Ντενκτάς, υπό τον όρο όμως των τριών ελευθερίων:
-
της ελεύθερης δηλαδή διακινήσεως
-
της ελεύθερης εγκαταστάσεως και
-
του δικαιώματος περιουσίας.
Ο Μακάριος απέρριψε την Τουρκική αξίωση για διζωνική ομοσπονδία. Ο λόγος είναι προφανής. Η έννοια της ζώνης παραπέμπει σε σύνορο και σε άλλη κυρίαρχη οντότητα. Με απλά λόγια, παραπέμπει σε δυο κράτη, που ήταν από την αρχή η Τουρκική επιδίωξη.
Αναιρεί επίσης εκ των πραγμάτων και αποκλείει την εφαρμογή των τριών ελευθεριών. Στην ίδια θέση έμεινε και ο διάδοχος του, ο Μακαρίου Σπύρος Κυπριανού.
Η ανατροπή της θέσεως αυτής έγινε επι Προεδρίας Γιώργου Βασιλείου. Ο τελευταίος δέχθηκε τη διζωνική ομοσπονδία και μαζί με το ΑΚΕΛ, που ήταν ο πολιτικός υποστηρικτής του, προσπάθησαν να χρεώσουν τη διζωνική ομοσπονδία στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Το ΑΚΕΛ είχε κάνει στροφή στην πολιτική του, ζώντος ήδη του Μακαρίου. Ασκούσε πιέσεις σ′ αυτόν για μεγαλύτερες υποχωρήσεις, έχοντας ευθυγραμμισθεί με την πολιτική του Προεδρεύοντος για ένα διάστημα, μέχρι την επιστροφή του Μακαρίου, Γλαύκου Κληρίδη. Το ΑΚΕΛ είχε κάθε λόγο να θέλει να χρεώσει τη διζωνική ομοσπονδία στον Μακάριο. Αφ ′ ενός, για να την καταστήσει πιο αποδεκτή στο λαό και να συγκαλύψει τη δική του στροφή και υποχώρηση. Αφ ′ ετέρου, για να εκμεταλλευθεί τον Μακάριο και την τεράστια πολιτική κληρονομιά του, παρουσιαζόμενο ως δήθεν συνεχιστής της πολιτικής του.
Ο Γιώργος Βασιλείου, που εξελέγη Πρόεδρος με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ, δέχθηκε, επιπλέον, η διζωνική ομοσπονδία να περιληφθεί σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας( ψήφισμα 649 )και να καταστεί διεθνής αναφορά, ως βάση για την επίλυση του Κυπριακου.
Τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, που είναι φίλοι της Κύπρου ( Ρωσία, Γαλλία, Κίνα), δεν αντέδρασαν, εφόσον το ψήφισμα ήταν αποδεκτό από την Κύπρο. Με την αποδοχή της διζωνικής ομοσπονδίας ως βάσεως των διαπραγματεύσεων για τη λύση του Κυπριακού, ουσιαστικά ανετράπη η Συμφωνία Κορυφής Μακαρίου – Ντενκτάς, αλλά και η ανάλογη Συμφωνία Κορυφής Κυπριανού – Ντενκτάς, που είχε υπογράφει το 1979.
Ανετράπησαν, προφανώς, σιωπηρά και οι τρεις ελευθερίες. Από τη στιγμή που συμφωνείται ως βάση λύσεως η διζωνική ομοσπονδία, η Τουρκική πλευρά μπορεί να επικαλείται την αρχή τη
ς διζωνικότητας για ν′ απορρίπτει την εφαρμογή των τριών ελευθερίων. Η αποδοχή, στη συνέχεια, από τον μοιραίο Γιώργο Βασιλείου και της λεγόμενης ”πολιτικής ισότητας” των δυο μερών, ολοκλήρωσε την Τουρκική μέγγενη σε βάρος της Ελληνικής πλευράς.
Έγιναν προσπάθειες, μέσω ΟΗΕ, για να διασκεδασθούν οι ανησυχίες της ελληνικής πλευράς για την πολιτική ισότητα. Εκπρόσωπος του Γ. Γραμματέα την ”ερμήνευσε” ότι δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα, αλλά αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην εξουσία.
Στις διαπραγματεύσεις όμως που ακολούθησαν, επί Βασιλείου, αλλά, στη συνέχεια, και επί Γλαύκου Κληρίδη του ΔΗΣΥ, η Τουρκική πλευρά απέσπασε, σταδιακά, απίστευτες υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς (εκ περιτροπής Προεδρία, βέτο σε όλα τα επίπεδα, όταν δεν υπάρχει αριθμητική ισότητα, αξιώσεις για κυριαρχική ισότητα και συνομοσπονδιακές εξουσίες, πρωτογενές δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που να εξαιρεί τους Έλληνες της Κύπρου από τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, που έχουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι).
Με τις υποχωρήσεις αυτές, δημιουργήθηκαν ουσιαστικά οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία , υπό το ψευδώνυμο της ομοσπονδίας, ενός πλασματικού κράτους δυο ισοκυριάρχων μερών ή συνιστώντων κρατών, δορυφορούμενου από την Άγκυρα.
Όλες οι υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς ενσωματώθηκαν στο περιβόητο σχέδιο Ανάν, η αποδοχή του οποίου συνεδέθη εκβιαστικά με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Το θέμα όμως της διευρύνσεως της ΕΕ, με δέκα νέα μέλη, ετέθη από τις ΗΠΑ σ′ ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο: της εντάξεως στην ΕΕ των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και των ΝΑ Βαλκανίων, που είχαν, προσφάτως, αποδεσμευτεί απο τη Ρωσική επιρροή, λόγω της καταρρεύσεως της Σοβιετικής Ενώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, είχαν γίνει συνεννοήσεις για ένταξη -πακέτο των δέκα νέων χωρών. Οι Αμερικανοί επίσης ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα τότε να προωθήσουν την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και άσκησαν πιέσεις για σύνδεση της εντάξεως της Κύπρου με την αναγνώριση της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας και παραχώρηση σ′ αυτήν ημερομηνίας για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, το 1999, είχε γίνει αποδεκτή, κατ′ αρχήν, η δυνατότητα εντάξεως της Κύπρου, χωρίς την επίλυση προηγουμένως του πολιτικού της προβλήματος, εάν αποδεικνυόταν ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις, υπό την αιγίδα του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, δεν θα έφερε η Ελληνική πλευρά την ευθύνη για τη μη επίλυση του Κυπριακου.
Η Τουρκική αδιαλλαξία βοήθησε την Ελληνική πλευρά να αποδείξει ότι, πράγματι, δεν έφερε η ίδια την ευθύνη για τη μη επίλυση του Κυπριακού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η Σύνοδος της Κοπεγχάγης, τον Δεκέμβριο του 2002, ν′ ανάψει το πράσινο φως για την ένταξη και της Κύπρου. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με τη Σύνοδο του Απριλίου του 2003, στην Αθήνα, επί Ελληνικής Προεδρίας, κατά την οποία έγινε επισήμως η ένταξη. Απέμενε μόνο η επικύρωση της εντάξεως από τα κράτη – μέλη, η οποία έπρεπε να είναι συλλογική και ταυτόχρονη για όλα τα δέκα νέα μέλη και θα έπρεπε να συμπληρωθεί πριν την 1η Μαΐου 2004.
Με παρεμβολή των Αμερικανών, έγινε μια νέα προσπάθεια για διαπραγματεύσεις με την Τουρκική πλευρά, με στόχο μια συμφωνία για ”λύση” του Κυπριακού, πριν την 1η Μαΐου του 2004. Η Ελληνική πλευρά αποδέχθηκε, κακώς, τις Αμερικανικές συστάσεις. Αποδέχθηκε επίσης, κακώς, επιδιαιτησία του Κόφι Ανάν.
Οι Αμερικανοί, που προετοίμαζαν τότε την επέμβαση στο Ιράκ και ήθελαν την Τουρκική συνεργασία για το άνοιγμα του Βορείου Μετώπου, διαπραγματεύθηκαν παρασκηνιακά με τους Τούρκους ανταλλάγματα στο Κυπριακό για την Τουρκική συνεργασία στο Ιράκ. Συγκεκριμένα, αποδέχθηκαν τις αλλαγές που ήθελαν οι Τούρκοι στο σχέδιο Ανάν, ώστε να μπορούν να το αποδεχθούν. Οι Τούρκοι έδωσαν στους Αμερικανούς το λεγόμενο ”Μνημόνιο Ζιγιάλ” , το οποίο περιελάμβανε 11, συνολικά, σημεία. Από τα 11, έγιναν αποδεκτά τα 10. Αξιοποιήθηκε, στη συνέχεια, η επιδιαιτησία Ανάν για να ικανοποιηθούν οι Τουρκικές απαιτήσεις και να δεχθούν το σχέδιο Ανάν.
Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν, το 2004, και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλο το νόμιμο έδαφός της, περιλαμβανομένου δηλαδή και του κατεχόμενου τμήματος του εδάφους της, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο.
Ηδιζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, όπως είχε διατυπωθεί, με συγκεκριμένο τρόπο, στο σχέδιο Ανάν, απερρίφθη από τον λαό, με συντριπτική πλειοψηφία. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε νέα διάσταση στη διεθνή υπόσταση της Κύπρου και την αναβάθμισε στρατηγικά.
Η νέα αυτή κατάσταση επέβαλλε επιτακτικά τη στρατηγική αναπροσαρμογή του Κυπριακού. Οποιαδήποτε συζήτηση για την εσωτερική πτυχή, έπρεπε εφεξής να έχει ως αναφορά το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Οποιαδήποτε συζήτηση για την εξωτερική πτυχή έπρεπε να έχει ως αναφορά την αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, που κατέχουν τώρα και Ευρωπαϊκό εδαφος.
Γιατί δεν το επραξε η Κύπρος;
Δυστυχώς, το εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου απεδείχθη ανίκανο, μετά τον Μακάριο, να χαράξει μια μακροπρόθεσμη και σταθερή στρατηγική, υπό τις νέες ελπιδοφόρες συνθήκες. Άφησε ουσιαστικά ανεκμετάλλευτο το στρατηγικό πλεονέκτημα της εντάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επανεγκλωβίσθηκε στην προηγούμενη πολιτική των διακοινοτικών συνομιλιών, πάνω στην απαράδεκτη βάση της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που απερρίφθη από τον λαό, με συντριπτική πλειοψηφία.
Στην εξέλιξη αυτή φέρει καταλυτικές ευθύνες το ΑΚΕΛ, που διέσπασε τη συμμαχία του ”Μακαριακού” μετώπου και πήρε από το ΔΗΣΥ τη σημαία του ενδοτισμού, ανταγωνιζόμενο το ΔΗΣΥ για την εύνοια του ξένου παράγοντα. Ο τελευταίος είδε στο ΑΚΕΛ τη δύναμη, που θα μπορούσε να διεμβολίσει το πατριωτικό μέτωπο του «ΟΧΙ» στο σχέδιο Ανάν, που είχε εκφράσει ο Τάσσος Παπαδόπουλος και ν′ ανοίξει το δρόμο για μια ”λύση” τύπου σχεδίου Ανάν. Αποτελεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι το ΑΚΕΛ, που υπήρξε, επί δεκαετίες, ο μπαμπούλας ότι , εάν αναγνωριζόταν πλήρως η κυριαρχία της Ελληνικής πλειοψηφίας στην Κύπρο, θα διέτρεχε αυτή τον κίνδυνο να γίνει Κούβα της Μεσογείου, εξαιτίας του ισχυρού Κομμουνιστικού κόμματος στους κόλπους της Ελληνικής πλευράς, αντιμετωπιζόταν τώρα, με ευμένεια, ως σύμμαχη και εποικοδομητική δύναμη και με προσδοκία να φέρει την επιδιωκόμενη ”λύση”, σε αγαστή σύμπραξη με το ΔΗΣΥ.
Οι προσδοκίες αυτές, δυστυχώς, δεν διαψεύσθηκαν. Λίγο μετά την εκλογή του , τον Φεβρουάριο του 2008, ο Δημήτρης Χριστόφιας συναντήθηκε με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ταλάτ και υπέγραψε, τον Μάιο του 2008, ένα κοινό ανακοινωθέν, που προσδιόριζε τη βάση για τη ”λύση” του Κυπριακού ως διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα και δυο ”ίσα” συνιστώντα κράτη.
Για να μη υπάρχει καμιά αμφιβολία ως προς το τι ακριβώς συμφωνήθηκε, ο Ταλάτ θεώρησε αναγκαίο, ένα χρόνο αργότερα, να διευκρινίσει στον Τουρκικό και στον Κυπριακό Τύπο, ότι αυτό που συμφώνησε με τον Δημήτρη Χριστόφια είναι τα δυο ίσα κράτη που παραπέμπουν σε συνομοσπονδία και όχι ομοσπονδία. Για λόγους όμως εποικοδομητικής ασάφειας, επειδή η Ελληνική πλευρά δεν δέχεται επισήμως τη συνομοσπονδία, αναφέρονται σε ομοσπονδία.
Το ΑΚΕΛ, για τη διαβουκόληση των οπαδών του και της κοινής γνώμης και για την επίδειξη διεθνιστικής δήθεν πολίτικης, προέβαλε θορυβωδώς την ”προσέγγιση” με τους Τουρκοκυπρίους, ως βάση για τη ”λύση” του Κυπριακού. Εφόσον όμως οι Τουρκοκυπριακές ηγεσίες, είτε γιατί δεν θέλουν, είτε γιατί δεν μπορούν να διαχωρίσουν τη θέση τους από την Αγκυρα, η πολιτική αυτή κατέληξε γρήγορα σε ”προσέγγιση” με τον Αττίλα. Του λόγου το αληθές φαίνεται από τις αδιανόητες παραχωρήσεις, που έγιναν προς την Τουρκική πλευρά και οι οποίες οδηγούν προς την αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων της Τουρκικής εισβολής.
Η πολιτική και οικονομική αποτυχία του ΑΚΕΛ στη διακυβέρνηση, επανέφερε στην εξουσία το απαξιωμένο από την πολιτική του στο σχέδιο Ανάν ΔΗΣΥ και τον Πρόεδρο του Νίκο Αναστασιάδη. Ο τελευταίος συνέχισε και επέτεινε, με τις Πενταμερείς Διασκέψεις, την ίδια πολιτική των υποχωρήσεων και των διολισθήσεων.
Φτάσαμε στο σημείο ο Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ και οι εκπρόσωποι του στο Κυπριακό, να θέτουν υπό αμφισβήτηση την Κυπριακή Δημοκρατία και ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο .Το πράττουν όμως , γιατί η ίδια η Ελληνική πλευρά έστρωσε το χαλί, με την αποδοχή της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα και των δυο ”ίσων” συνιστώντων κρατών, που παραπέμπουν σε συνομοσπονδία.
Η Ελληνική πλευρά έφτασε κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού, χειραγωγούμενη από τη Βρετανική διπλωματία, που ενεργεί με τους εγκαθέτους της στον ΟΗΕ και με την επονείδιστη επιρροή, που ασκεί πάνω στις ηγεσίες του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ. Αποτελεί εθνικό όνειδος η συνέχιση από την Κύπρο ακόμη και τώρα της αυτοκαταστροφικής αυτής πολιτικής, τη στιγμή που το στρατηγικό σκηνικό στην περιοχή και οι συσχετισμοί δυνάμεων έχουν αλλάξει άρδην και η Κύπρος έχει τώρα στο πλευρό της ισχυρούς στρατηγικούς συμμάχους.
Η Κύπρος μπορεί σήμερα να προτάξει μια άλλη πολιτική και στρατηγική. Για την πορεία αυτή, δεν είναι άμοιρη η Ελληνική Κυβέρνηση, που παραμένει απαθής και ουσιαστικά άπρακτη, όταν ο Ερντογάν επιχειρεί να θέσει υπό τον γεωπολιτικό του έλεγχο ολόκληρη την Κύπρο.
Περικλής Νεάρχου,
Πρέσβυς ε. τ.