Συνεχίζοντας την επίδειξη της πολιτικής γοήτρου/κύρους προς την Αθήνα, ευθύς αμέσως με την ολοκλήρωση της τουρκικής αεροναυτικής άσκησης «Γαλάζια Πατρίδα», ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζίπ Ταγίπ Ερντογάν, προδηλώνει τον αντικειμενικό πολιτικό στόχο του ομώνυμου στρατηγικού δόγματος, που είναι η απόκτηση θαλάσσιας κυριαρχίας μέσω της ναυτικής υπεροπλίας.

«Αυτός που ελέγχει τις θάλασσες μπορεί να ελέγχει τον κόσμο. Με αυτή την πίστη δίνουμε μεγάλη σημασία στην αύξηση της αποτρεπτικής ισχύος του ναυτικού μας. Τον Ιανουάριο πραγματοποιήσαμε την τελετή καθέλκυσης της φρεγάτας Istanbul, η οποία είναι η 5η φρεγάτα του Εθνικού πλοίου. Φέτος θα ενταχθούν στο ναυτικό μας το εκπαιδευτικό πλοίο Ufuk και το πλοίο αμφίβιων επιχειρήσεων Anadolu. Τoυ χρόνου σχεδιάζουμε να εντάξουμε στο στόλο μας το Piri Reis , το πρώτο από τα νέας τεχνολογίας υποβρύχιο μας».

Υιοθετώντας το διττό πολιτικό στόχο του δόγματος, «Γαλάζια Πατρίδα», από τον ονοματοδότη και δημιουργό του, τον ναύαρχο Τζεμ Γκουρντενίζ, επιχειρεί αφενός να υποδείξει τις «τουρκικές περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας υπό εθνική κυριαρχία, όπως τα χωρικά ύδατα, η υφαλοκρηπίδα, η ΑΟΖ» και αφετέρου «να δημιουργήσει μια θαλάσσια κοσμοθεωρία για την Τουρκία» επιζητώντας τη διασφάλιση της προστασίας ανακηρυγμένων ή μη περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας.

Ουσιαστικά το στρατηγικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν είναι τίποτα περισσότερο από την πραγματολογική εφαρμογή της πολιτικής του «Στρατηγικού Βάθους» στις κρίσιμες περιφέρειες του Αιγαίου-Ανατολικής Μεσογείου.

Θυμίζουμε ότι ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου σε συνέντευξή του, το 2011, προσδιόρισε ως αντικειμενικό πολιτικό στόχο την αναβίβαση της θέσης, του ρόλου και του γοήτρου της Τουρκίας σε περιφερειακό ηγεμόνα:

«Πρόκειται για μια προσπάθεια να παρουσιαστεί το στρατηγικό όραμα και ο ρόλος που πρέπει να επιδιώξει η Τουρκία, κηρύσσοντας μια νέα προσέγγιση που ονομάζεται ‘στρατηγικό βάθος’, με γνώμονα την ενσωμάτωση περιοχών γειτονικών με την Τουρκία, εφόσον όλοι οι λαοί που ζουν στην ευρεία αυτή περιοχή έχουν κοινά πεπρωμένα, βασισμένα στη μακρά κοινή τους ιστορία».
Αξονικό μέσο για την πραγμάτωση του «Στρατηγικού Βάθους» και συνεπαγόμενα της «Γαλάζιας Πατρίδας» αποτελεί η θαλάσσια ισχύς.

Μέσα από τη διαμόρφωση και άσκηση μιας λυσιτελούς ναυτικής στρατηγικής, η Τουρκία θα ανακτήσει-αποκτήσει την ικανή και αναγκαία θαλάσσια ισχύ που απαιτείται για την άσκηση περιφερειακής ηγεμονίας.

Ακολουθώντας τη διττή οριοθέτηση της θαλάσσιας ισχύος από τον Αμερικανό ναύαρχο και ιστορικό, Alfred Mahan, δηλαδή την κυριαρχία στη θάλασσα μέσω ναυτικής υπεροπλίας συνδυαστικά με την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου και την προνομιακή πρόσβαση σε ξένες αγορές, η Τουρκία θα αναδειχθεί σε περιφερειακό ηγεμόνα σε πολλαπλά υποσυστήματα –από την Χερσόνησο του Αίμου μέχρι την Κεντρική Ασία και από τη βόρειο Αφρική μέχρι το Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειο.

Γενικότερα μιλώντας, η Τουρκία αναγνωρίζει την υψηλή γεωστρατηγική, γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία του Αιγαίου Πελάγους και συναφώς τον ρόλο της Ελλάδας ως γεωπολιτικού άξονα.

Κατά τούτο επιδιώκει να αφαιρέσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας, επικαλούμενη παράγοντες και κριτήρια που δεν συνάδουν με τους κανόνες της διεθνούς τάξης και νομιμότητας.

Ως απόρροια της εξέλιξης αυτής, η άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα θαλάσσια καθεστώτα του Αιγαίου –υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα, ΑΟΖ –δημιουργεί ένα μείζον δίλημμα ασφαλείας για την Τουρκία, παρεπόμενο της επαύξησης της ελληνική εδαφικής επικράτειας με αντίστοιχη μείωση του ποσοστού της ανοικτής θάλασσας και των συμπαρομαρτούντων ελευθεριών της.

Άλλωστε η ιστορία καταδεικνύει ότι η έναρξη των τουρκικών διαμφισβητήσεων στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα εκκινά ευθύς με την ανεύρεση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων παρακείμενα της Θάσου το φθινόπωρο του 1973 και συγκεκριμένα την 1 Νοέμβριου του 1973, όταν κατά εντολή της Τουρκικής κυβέρνησης, η Τουρκική Κρατική Εταιρεία Πετρελαιών (Tyrkiye Petrolleri Anonim Ortakligi- TPAO) ανέλαβε τη διεξαγωγή ερευνών για εντοπισμό υδρογονανθράκων, εκτός των χωρικών υδάτων της Τουρκίας και δυτικά των νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Αγίου Ευστρατίου, Μυτιλήνης, Ψαρών, Χίου.

Υπό αυτό το πρίσμα το ερώτημα που θα κληθούν να απαντήσουν σύντομα οι διαμορφωτές της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι εάν και σε ποιο βαθμό η προδηλώμενη βούληση της Αθήνας να προχωρήσει σε ένα ευμέγεθες εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 2,5 δισ. ευρώ για το 2021, θα διαψεύσει την υπόθεση του Τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, ότι, «δεν είναι τίποτα άλλο παρά σπατάλη των χρημάτων του ελληνικού λαού» οδηγώντας σε μια άκαιρη κούρσα αεροναυτικών εξοπλισμών.

Χωρίς να παραγνωρίζουμε την αναγκαιότητα για την ενίσχυση της Ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας (18 Rafale, 4 φρεγάτες, κ.α.), οφείλουμε να προσημειώσουμε την ακαριαία απάντηση της Άγκυρας με την εξαγγελία ενός μεγαλεπήβολου εξοπλιστικού προγράμματος 50 δισ. δολ., ενώ είναι εναργής η ραγδαία αύξηση του ποσοστού της εγχώριας αμυντικής της βιομηχανίας «από 20% το 2002 έχει εκτοξευθεί στο 65% με αυξητικές τάσεις».

Ειδικότερα το ποσοστό για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού (με κύριο προμηθευτή τη Γερμανία) στον κρατικό προϋπολογισμό της Τουρκίας το 2019 ανέρχονταν στο 7,8% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

Ενώ το 2018 η «Τουρκία ξόδεψε 20,5 δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες, μία αύξηση αν του 50% από το 2015 και σχεδόν διπλάσια από ό,τι πριν από δέκα χρόνια».

Αντίστοιχα για την Ελλάδα οι αμυντικές δαπάνες για το 2019 «εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 2,3% του ελληνικού ΑΕΠ ή 4,9 δισ. δολάρια», και είναι η τρίτη χώρα μετά τις ΗΠΑ και τη Βουλγαρία που δαπανά πάνω από το 2% του ΑΕΠ για εξοπλισμούς.

Ως εκ τούτου το διακύβευμα για την Αθήνα είναι υψηλό και συνίσταται στο μέτρο ενίσχυσης της αποτρεπτικής της ικανότητας, υπό τη βάση εξωτερικής-εσωτερικής ποιοτικής στρατιωτικής εξισορρόπησης.

Επειδή η εναργής ποσοτική υπεροχή της Τουρκίας σε χερσαίες δυνάμεις δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί, αυτό που δύναται να πραγματοποιηθεί είναι η επένδυση σε ποιοτικά αμυντικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας, ώστε από τη μία πλευρά να αρνηθούμε την οποιαδήποτε στρατιωτική επιτυχία του αντιπάλου και από την άλλη πλευρά να τον τιμωρήσουμε με ένα μη αποδεκτό οικονομικοπολιτικό κόστος.

Θα μπορούσαμε να διδαχθούμε από το παράδειγμα του Ε. Βενιζέλου που στο απόγειο της Ελληνοτουρκικής συνεννόησης με την υπογραφή του συμφώνου Φιλίας, Ουδετερότητας και Διαιτησίας, το 1930, θα συμπεριλάβει και τη συνομολόγηση μίας ειδικής συμφωνίας ελέγχου των ναυτικών εξοπλισμών.

Με την εν λόγω πράξη, ο Έλληνας πρωθυπουργός αποσκοπούσε στον μετριασμό του συγκριτικού μειονεκτήματος της χώρας, των εκτεταμένων ακτογραμμών, σε μια περίοδο που η Τουρκία διέθετε υπεροχή θαλάσσιας ισχύος, μεταθέτοντας τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών από τη ναυτική στην αεροπορική στρατιωτική ισχύ, προσβλέποντας στην κατασκευή ελαφρού στόλου σε συνδυασμό με ισχυρή αεροπορία.

 

Πρώτη δημοσίευση στο https://www.imerazante.gr/





ΠΗΓΗ