Διακόσια χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την ελληνική Επανάσταση και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μοιάζουν να διανύουν μια από τις χειρότερες στιγμές τους.

Οι διερευνητικές επαφές με τη γείτονα, αν και συνεχίζονται, υλοποιούνται σε ένα κλίμα βαρύ – αν όχι εύφλεκτο – λόγω των μαξιμαλιστικών, προκλητικών δηλώσεων του Ερντογάν, της πρόσφατης εξόδου του υδρογραφικού ερευνητικού «Τσεσμέ» στο Αιγαίο και των συνεχών τουρκικών υπερπτήσεων. 

Σε αυτές τις στιγμές, η αναψηλάφηση εκφάνσεων του απελευθερωτικού αγώνα φαίνεται να αποκτά ιδιαίτερο νόημα, καθώς η  ιστορία (δανείζομαι τη ρήση του Θερβάντες) δεν είναι μόνο  θεματοφύλακας μεγάλων πράξεων αλλά και «παράδειγμα και δάσκαλος για το παρόν και μεγάλος σύμβουλος για το μέλλον».

Πιο συγκεκριμένα, η μετά την Ελληνική Επανάσταση δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, συνδέεται άρρηκτα με μια αλυσίδα αλληλοεξαρτώμενων  διεθνών συνθηκών και κυρίως συμφερόντων μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Συμφερόντων που  παρουσιάζουν αρκετές αναλογίες, με τον ένα ή άλλον τρόπο,  προς τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων ακόμη και σήμερα. 

Τεκμήριο των τότε συμφερόντων συνιστά, άλλωστε, το γεγονός ότι με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 (και τη Συνθήκη του Λονδίνου της 7ης Μαΐου 1832), αφενός επιβεβαιώθηκε η ελληνική ανεξαρτησία, αφετέρου το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ετέθη υπό την «εγγύηση» των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.

Αναλυτικότερα, μετά την τελική ήττα του Ναπολέοντα το 1815, «σύννεφα» συντηρητισμού και επιστροφής στο «παλαιό καθεστώς» (τόσο στο εδαφικό όσο και στο πολιτικό, δηλαδή στη μοναρχία και στα προνόμια των ευγενών) είχαν σκεπάσει όλη την Ευρώπη.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μέσα από συμμαχίες, όπως η Ιερά Συμμαχία και η Ευρωπαϊκή Συμφωνία, είχαν ουσιαστικά στόχο την κατάπνιξη όλων των επαναστατικών κινημάτων.

Αυτά μπορούσαν να αποτελέσουν αρνητικό παράδειγμα προς μίμηση, προκαλώντας εξεγέρσεις στις αυτοκρατορίες τους που ήταν, κατά κύριο λόγο, πολυεθνικές (κυρίως δε η Αυστροουγγαρία και για αυτό, άλλωστε, ο αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ υπήρξε ορκισμένος εχθρός της ελληνικής επανάστασης). 

Συνομολόγησαν, λοιπόν, το πρώτο σύστημα συλλογικής ασφάλειας, το «Κονσέρτο της Ευρώπης», με στόχο τη συλλογική επέμβαση στην περίπτωση που «κινδύνευε» η διεθνής νομιμότητα.

Στο πλαίσιο αυτό, τόσο τα επαναστατικά κινήματα στην Ιταλία όσο και ο Ελληνικός Αγώνας για την απελευθέρωση αντιμετωπίστηκαν, κατά την έναρξή τους, εχθρικά από τις μεγάλες αυτοκρατορίες-δυνάμεις της εποχής.

Εντούτοις, σε λίγο καιρό οι συνθήκες άλλαξαν υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Οι λόγοι;

Οι μεγάλες νίκες των Ελλήνων, η ανάπτυξη φιλελληνικής Κοινής Γνώμης στην Ευρώπη και κυρίως η σύγκρουση των συμφερόντων των Δυνάμεων στη διαχρονικά μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας περιοχή των Βαλκανίων.

Η σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άφηνε πλέον «χώρο» στις Μεγάλες Δυνάμεις, που εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της και προκαλούσε παράλληλα έναν ολοένα και αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ τους (το ονομαζόμενο μετά από χρόνια «Ανατολικό Ζήτημα»).

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μετατραπεί σταδιακά στον «Μεγάλο Ασθενή» της Ευρώπης (the sick man of Europe), που όμως οι μεγάλες δυνάμεις αποφασίζουν να παρατείνουν τη ζωή του, κυρίως από φόβο μήπως κάποια από αυτές επωφεληθεί περισσότερο,  και σε βάρος των άλλων, από το θάνατό του.  

Όλες οι Δυνάμεις πλέον αναλογίζονται ποια θα προλάβει να ασκήσει (και να αυξήσει)  όσο το δυνατόν περισσότερο την επιρροή της στην περιοχή.

Αυτός ο ανταγωνισμός προλείανε σταδιακά το έδαφος,  ώστε ο ελληνικός αγώνας να τεθεί, εν τέλει, υπό την εγγύηση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (στη ουσία υπό την παρέμβαση – αν όχι και υπό την κηδεμονία τους-  για την εξυπηρέτηση των δικών τους πάντα εθνικών συμφερόντων).

Από την άλλη, οδήγησε στη συγκρότηση ενός πολύ περιορισμένου,  από απόψεως συνόρων, ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (που το 1832 περιλαμβάνει μόνο την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες, την Εύβοια και τις  Βόρειες Σποράδες με την Σκύρο).

Η δημιουργία μεγαλύτερου ελληνικού κράτους θα σήμαινε τον θανατηφόρο «ακρωτηριασμό»  της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που οι Αγγλογάλλοι φοβόντουσαν ότι θα ωφελούσε τη Ρωσία να επεκταθεί στη Βαλκανική και να βρει διέξοδο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, σε βάρος των δικών τους συμφερόντων.

Τα κίνητρα των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν, κατά συνέπεια, κυρίως γεωπολιτικά και αφορούσαν στην οριοθέτηση των σφαιρών επιρροής στη νοτιοανατολική Ευρώπη και την ανατολική Μεσόγειο στο πλαίσιο του «ανατολικού ζητήματος».

Η δημιουργία ενός μικρού χριστιανικού «προτεκτοράτου» στο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου εξυπηρετούσε τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα των εμπλεκόμενων δυνάμεων, καθώς μάλιστα παρέμενε ασαφές εκείνη την περίοδο ποια από αυτές θα καθιερωνόταν τελικά ως η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή. 

Σε αυτό το ζήτημα, τελικά, δόθηκε απάντηση με την ήττα της Ρωσίας στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), η οποία ανέδειξε τη Μεγάλη Βρετανία ως την κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, μια «ηγεμονία» που κατάφερε να διατηρήσει μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.

Παρεμπιπτόντως, αξίζει να αναφερθεί ότι για χάρη της γεωστρατηγικής σημασίας επιρροή στα Βαλκάνια, η Μεγάλη Βρετανία και η Σοβιετική Ένωση (ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν αντίστοιχα) μοίρασαν και μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου τις σφαίρες επιρροής τους στην περιοχή με μυστική συμφωνία,  στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα πέρασε ανεπιστρεπτί στη «δυτική» επιρροή.  

Έτσι η Ελληνική επανάσταση που ξεκινά το 1821, την ίδια χρονιά  που πέθανε ο Ναπολέοντας, θα εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο,  ώστε τελικά να αφορά όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής σηματοδοτώντας παράλληλα και την αρχή της αποσύνθεσης του «Κονσέρτου της Ευρώπης», τη θνησιμότητα του Μεγάλους Ασθενούς και της ισχύουσας μέχρι τότε κατανομής ισχύος.

Η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων τόσο στον  επαναστατικό αγώνα και στη διοίκηση της επαναστατημένης επικράτειας (μέσα και από το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό κόμμα)  όσο και στη Ναυμαχία στο Ναβαρίνο και στη συγκρότηση του ελληνικού κράτους – παρά τις αρχικές προθέσεις τους για την κατάπνιξη των όποιων επαναστάσεων –επιβεβαιώνει, εν τέλει, τη Ρεαλιστική προσέγγιση των Διεθνών Σχέσεων.

Σύμφωνα με τον Ρεαλισμό, το  κάθε κράτος αποβλέπει ορθολογικά στην εξυπηρέτηση των ίδιων, εθνικών του συμφερόντων, τηρώντας τις όποιες διακρατικές συμφωνίες (και συμμαχίες) μόνο στο βαθμό που αυτές δεν τα αντιστρατεύονται.

Οδεύοντας προς το τέλος αυτής της συλλογιστικής πορείας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ίδρυση του ελληνικού κράτους ήταν απόρροια και των στρατηγικών υπολογισμών των μεγάλων δυνάμεων. 

Οι αναλογίες δε του τότε με τις σημερινές  ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι δυνατόν να περάσουν απαρατήρητες.

Ο ανταγωνισμός των δυνάμεων στην περιοχή των Βαλκανίων και  της Ανατολικής μεσογείου παραμένει έντονος, έστω και αν την Μεγάλη Βρετανία αντικατέστησε ως υπερδύναμη η Αμερική. 

Η γεωπολιτική σημασία της περιοχής, που συνιστά σταυροδρόμι τριών ηπείρων και που τα τελευταία χρόνια αναδύεται ως ένας νέος θαλάσσιος «περσικός κόλπος», ένα νέο ενεργειακό «χρυσορυχείο» (με εκτιμώμενα κοιτάσματα ενεργειακών πόρων που μπορούν να δώσουν λύση στην ενεργειακή ένδεια της Ευρώπης) τρέφει συνεχώς τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων.

Αυτές διαγκωνίζονται έντονα, προκειμένου να  αυξήσουν την επιρροή και το ρόλο τους στην περιοχή, τηρώντας, ως επί το πλείστον,  μια παρελκυστική πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι στη χώρα μας και την Τουρκία, έως ότου γίνει σαφές ποια από τις δύο χώρες θα είναι καλύτερη «σύμμαχος» για τα συμφέροντά τους.

Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν αναλογιστούμε την πρόσφατη αναβλητικότητα της στη λήψη μέτρων κατά της προκλητικής γείτονος, ενδεχομένως μοιάζει να διολισθαίνει προς μια συμμαχία που κατευθύνεται εκ των έσω, από τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών μελών, άλλως μια συμμαχία ισχυρών συμφερόντων (όπως ακριβώς η  «Ευρωπαϊκή Συμφωνία» την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης).

Και ο «Μεγάλος Ασθενής»;

Αν και μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η «νέα» Τουρκία επιχείρησε, για πολλά χρόνια, να μπει σε μια  πορεία  ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων, τα τελευταία χρόνια μήπως μετατρέπεται ξανά  σε έναν νέο «sick man of Europe», έναν νέο «ασθενή» στις παρυφές της Ευρώπης; 

Η αναζωπύρωση του θρησκευτικού φανατισμού και του ισλαμισμού στην Τουρκία, η κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, η αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου και ο αναθεωρητισμός, η διαχείριση του προσφυγικού συχνά σε βάρος της Ευρώπης και η διαρκής  καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργούν ένα εκρηκτικό, «νοσηρό» κλίμα στην περιοχή, απειλώντας την ισχύουσα κατανομή ισχύος και το status quo.

Η διακοσαετής επέτειος της Ελληνικής επανάστασης έρχεται, κατ’ επέκταση, να μας θυμίσει την ανάγκη της ρεαλιστικής αποκρυπτογράφησης των εθνικών συμφερόντων που διακυβεύονται στη μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η ψύχραιμη, ορθολογιστική στάθμισή τους στο πλαίσιο της διαμορφούμενης κάθε φορά κατανομής ισχύος μπορεί να αποτελέσει το χρησιμότερο εργαλείο για την πρόβλεψη των όποιων εξελίξεων.





ΠΗΓΗ