Το τελευταίο δεκαήμερο οι παγωμένες μετά την ανάσχεση της προέλασης του Χαφτάρ προς την Τρίπολη, οι ελληνολιβυκές σχέσεις πήραν κυριολεκτικά φωτιά, υποχρεώνοντας και την Τουρκία να παρέμβει, φοβούμενη αρνητικές εξελίξεις για το Τουρκολιβυκό σύμφωνο – βασικό πυλώνα της πολιτικής της «γαλάζιας πατρίδας». Και ίσως μόνο αυτό θα αρκούσε για να καταδείξει τη σημασία των διπλωματικών κινήσεων της Ελλάδας. 

Πράγματι, σχετικά με την αναθέρμανση των ελληνολιβυκών σχέσεων, με την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Τρίπολη, εκείνη του Δένδια στη Βεγγάζη και ως επιστέγασμα την επίσκεψη του Λίβυου προέδρου στην Αθήνα, σε διάστημα μίας εβδομάδας υπάρχουν δύο οπτικές. 

Η πρώτη που εκφράζει τους ακραιφνείς πατριώτες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και πολλές πατριωτικές φωνές, ιστοσελίδες και εφημερίδες, υποστηρίζει πως η επίσκεψη Μητσοτάκη και όσα ακολούθησαν συνιστούν ένα «φιάσκο» μια και αυτή δεν κατόρθωσε να ακυρώσει την ισχύ του τουρκολιβυκού συμφώνου. 

Η δεύτερη εκφράζει την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και υποστηρίζει πως η ελληνική κινητικότητα ήταν επιβεβλημένη, ως συνέπεια τόσο των αλλαγών που έχουν επέλθει στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Λιβύης, όσο και  στο ευρύτερο γεωπολιτικό τοπίο στην περιοχή.  

Κατ’ αρχάς στην Λιβύη δεν υπάρχει πια η κυβέρνηση Σάραντζ, που είχε υπογράψει το Σύμφωνο, αλλά μία κυβέρνηση κοινής αποδοχής με μεταβατικό πρωθυπουργό και πρόεδρο μέχρι τις εκλογές του ερχόμενου Δεκεμβρίου και ο πρωθυπουργός Αμπντουλάχ Χαμίντ Ντμπέιμπα ανήκει στο φιλοτουρκικό στρατόπεδο, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει με τον πρόεδρο Μοχάμεντ αλ – Μενφί. 

Αν η επίσκεψη γινόταν επί Σάραντζ ίσως τότε θα μπορούσε να εκληφθεί ως αναγνώριση του Τουρκολιβυκού, αλλά εδώ πρόκειται για μεταβατική κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν τα δύο αντιμαχόμενα λιβυκά στρατόπεδα. Άλλωστε η Ελλάδα έχει ξεκαθαρίσει ότι το μνημόνιο είναι παράνομο και ότι η επίσκεψη δε συνιστά αλλαγή στάσης της.

Παράλληλα με τη νέα Αμερικανική διοίκηση και την αλλαγή πρωθυπουργού στην Ιταλία αλλάζουν και οι όροι του γεωπολιτικού παιγνιδιού σχετικά με τη Λιβύη.  

Ο Μάριο Ντράγκι φαίνεται να εγκαινιάζει μια νέα φάση της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας. Η δήλωση του «super Mario» ότι ο Ερντογάν είναι δικτάτορας, αμέσως μετά το ταξίδι του στη Λιβύη όπου τα ιταλικά συμφέροντα παραμένουν πανίσχυρα και τη συνάντηση με τον Μητσοτάκη, καθώς και οι δηλώσεις του για στενότερη συνεργασία Ελλάδας-Γαλλίας-Ιταλίας στη Μεσόγειο, είναι μια σημαντική εξέλιξη.

Η παρέμβαση λοιπόν, του Ντράγκι συνδέεται αναμφισβήτητα και με τη νέα αμερικανική διοίκηση. Και ας μη ξεχνάμε ότι μέχρι πρόσφατα η Ιταλία συμπορευόταν με την Τουρκία στη Λιβύη και στα οικόπεδα της Κυπριακής ΑΟΖ.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαμε να προσάψουμε στην ελληνική κυβέρνηση μάλλον ότι άργησε να παρέμβει στα τεκταινόμενα της Λιβύης, μια και η νέα μεταβατική διοίκηση έχει πολλούς μήνες ζωής. 

Η παρέμβαση της Ελλάδος στην Λιβύη ήταν συναφώς συντονισμένη με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελούσε ένα πρώτο αναγκαίο βήμα, χωρίς βέβαια να τρέφουμε ψευδαισθήσεις ότι με μια πρώτη κίνηση θα λυνόταν όλο το πρόβλημα. Προέκυψαν όμως και κάποια απτά αποτελέσματα: 

– Η κύρωση του Τουρκολιβυικού Συμφώνου εκκρεμεί να ψηφιστεί στο λιβυκό κοινοβούλιο

– Πάρθηκε απόφαση για δημιουργία ελληνολιβυκής τεχνικής επιτροπής για τις θαλάσσιες ζώνες

– Ο ΥΠΕΞ Ν. Δένδιας πήγε εν συνεχεία στη Βεγγάζη για να εγκαινιάσει το προξενείο της Ελλάδας, σε μία περιοχή ελεγχόμενη από τον Χαφτάρ και έδρα του λιβυκού κοινοβουλίου. 

– Αμέσως μετά από την επίσκεψη Μητσοτάκη, ο Ερντογάν κάλεσε τον φιλότουρκο Λίβυο πρωθυπουργό στην Άγκυρα, όπου τον υποδέχθηκε μετά βαΐων και κλάδων.

Και παρότι ο σουλτάνος πρόσφερε οικονομικές συμφωνίες για την ανοικοδόμηση της Λιβύης και υποσχέθηκε ότι θα δωρίσει 150.000 δόσεις εμβολίων, ο «δικός» του Λίβυος πρωθυπουργός δήλωσε μπροστά στις κάμερες ότι όλες οι συμφωνίες πρέπει να παίρνουν υπόψη τους και τις άλλες εμπλεκόμενες χώρες.

Προφανώς, η κυβέρνηση της Λιβύης αντιλαμβανόμενη την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή, με την επιστροφή των ΗΠΑ, αλλά και την αλλαγή στάσης της Ιταλίας, αρχίζει να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και μάλλον έτσι πρέπει να εκλάβουμε και τη στάση του Λίβυου πρωθυπουργού στην Άγκυρα.

Τέλος, η επίσκεψη του Λίβυου Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου στην Αθήνα μια μέρα μετά το ταξίδι του Λίβυου πρωθυπουργού στην Άγκυρα, –ο οποίος πριν δεκαπέντε ημέρες ζήτησε από τον ίδιο τον Ερντογάν την απόσυρση των τουρκικών δυνάμεων από τη Λιβύη– επισφράγισε αυτές τις εξελίξεις μιας και συμφωνήθηκε η άμεση επανεκκίνηση των συνομιλιών για την Οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών υπό την ευθύνη των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών. 

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι αυτό το ταξίδι ήταν αναγκαίο απέναντι σε μια παγιωμένη αρνητική κατάσταση ώστε να εκμεταλλευτούμε την αρνητική για την Τουρκία συγκυρία στην περιοχή.

Θα ήταν αστείο να αναμένουμε ότι η επίσκεψη θα έφερνε το τέλος του Τουρκολιβυκού Συμφώνου, όπως ισχυρίζονται για να την απομειώσουν. Όμως μια πολιτική αποχής από τα τεκταινόμενα θα ήταν μια καταστροφική επιλογή, καθώς θα άφηνε την Ελλάδα εκτός παιχνιδιού. 

Χαμένοι από αυτές τις εξελίξεις είναι αφενός η Τουρκία και αφετέρου η Γερμανία.

Η Τουρκία είναι στριμωγμένη και ανοίγει διαρκώς νέα μέτωπα, τελευταίο παράδειγμα, το περίφημο sofagate, που προκάλεσε τόσες αντιδράσεις, με μοναδική εξαίρεση την Γερμανία. Την ώρα που ζητά χρήματα από την ΕΕ, ως πληγωμένος λύκος προσβάλλει μια Γερμανίδα πολιτικό, που έχει προταθεί από την ίδια την Μέρκελ.

Ενώ ο Μάνφρεντ Βέμπερ, που εκφράζει μια άλλη αντίληψη για την γερμανική πολιτική έναντι της Τουρκίας, προτείνει για πολλοστή φορά τον επίσημο ενταφιασμό των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ.

’Ένα σημαντικό μέρος του ευρωπαϊκού κατεστημένου, μέσω του Ντράγκι, έστειλε ένα μήνυμα ότι ο Ερντογάν δεν είναι πλέον ανεκτός. 

Η γερμανική σιωπή και αμηχανία αντανακλά την απομόνωσή της. Η επιστροφή της Αμερικής, η γαλλική κινητικότητα και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ντράγκι, που ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, βρισκόταν σταθερά απέναντι στη Γερμανία, αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού.

Η στάση των Γάλλων, των Αμερικανών και των Ιταλών πλέον δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο αντιπαράθεσης με την Τουρκία, που δυσκολεύει κατά πολύ τη Γερμανία.

Εν ολίγοις ο χαρακτηρισμός της επίσκεψης στην Λιβύη ως φιάσκου έχει μικροπολιτικά και «μαυρογιαλούρικα» ελατήρια. Άλλωστε εκείνος ο «πατριωτικός χώρος» που συνηγορώντας με τους Συριζαίους και τον Κοτζιά, κριτικάρισε τόσο έντονα αυτή την επίσκεψη, καθόλου τυχαία είχε σταθεί εξίσου αρνητικά και στη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο η οποία έκοψε στην μέση το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο, αποτέλεσμα δε εκείνης της κίνησης ήταν η εν μέρει αλλαγή στάσης της Λιβύης.

Η Ελλάδα αυτό που έχει ανάγκη, εκμεταλλευόμενη το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, είναι να κερδίσει χρόνο. Να προλάβει να εξοπλιστεί, να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση, να αναβαθμίσει τη διεθνή της παρουσία, κ.λπ. 

Όσο για την κριτική στην κυβέρνηση, όπως έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές πρέπει να γίνεται εκεί που πραγματικά σφάλει, και όχι στο «γάμο του καραγκιόζη». Και στα εθνικά θέματα σφάλει οικτρά και επικίνδυνα κατ’ εξοχήν στο μεταναστευτικό, όπου ακολουθεί την Γερμανία και δεν βλέπει τον κίνδυνο ισλαμοποίησης των νησιών του Αιγαίου αν δημιουργηθούν οι υπερδομές – πόλεις των δεκάδων χιλιάδων μεταναστών, ή στο κέντρο της Αθήνας με την μετατροπή της σε μεταναστευτικό γκέτο.

Σφάλει ως προς την απουσία πατριωτικής κινητοποίησης του ελληνικού λαού, όπως φάνηκε από τον υποτονικό τρόπο που διαχειρίστηκε την επέτειο των διακοσίων χρόνων από το ’21, προτάσσοντας την Γιάννα, τον Αριστείδη Χατζή ή τον Στάθη Καλύβα.

Τέλος, σφάλει τραγικά με την εγκατάλειψη της Κύπρου, μη αντιλαμβανόμενη την τεράστια γεωπολιτική αξία της μεγαλονήσου για τον Ελληνισμό. 

Δυστυχώς δεν αρκεί η παρανοϊκή επιθετικότητα του Ερντογάν, η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία και η στήριξη του ελληνικού λαού στην αντιπαράθεση με τον νεοθωμανισμό. Για να μπορεί όμως να έχει διάρκεια στην πολιτική της η κυβέρνηση θα έπρεπε να διαπνέεται ή έστω να αποκτήσει ένα εθνοκεντρικό ιδεολογικό όραμα και μια μακροπρόθεσμη στρατηγική αποτροπής της υπαρξιακού χαρακτήρα τουρκικής απειλής. 





ΠΗΓΗ