studiocasper via Getty Images

Δήλωση του Αμερικανού Πρέσβη στην Ελλάδα Τζέφρεϊ Πάϊατ:«Υποστηρίζουμε τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη και την προσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή στη διπλωματία. Δεν πιστεύω ότι άλλοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ είναι τόσο δεμένοι όσο η Ελλάδα και οι ΗΠΑ στην αρχή πως ό,τι και να γίνει πρέπει να κρατήσουμε την Τουρκία στη Δύση». Ευθύς αμέσως γεννώνται τα ερωτήματα:

  • Ποιος ορίζει «πως ό,τι και να γίνει πρέπει να κρατήσουμε την Τουρκία στη Δύση»;

  • Τι σημαίνει «Δύση»; Συνδέεται με κάποιο «αξιακό σύστημα» ή με τα συμφέροντα κάποιου συγκεκριμένου δρώντος; Και γιατί αυτά τα συμφέροντα να συνάδουν απαραιτήτως με τα συμφέροντα της Ελλάδας;

  • Εν τέλει, γιατί η Ελλάδα να είναι τόσο πρόθυμα πιστή στο ανωτέρω στρατηγικό στόχο;

  • Πόσα ακόμη να θυσιάσει η Ελλάδα στο όνομα ενός «συμφέροντος» άγνωστης προέλευσης;

Οι θυσίες μετρώνται ήδη από την περίοδο των Σεπτεμβριανών του 1955, όταν ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ J. F. Dulles δήλωνε «συγκαταβατικά»:«Η ενότητα της βορειοατλαντικής κοινότητας αποτελεί τη βάση της κοινής μας ασφάλειας. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μπροστά σε αυτό το κοινό επίτευγμα είναι δυνατόν κάποιο πρόβλημα να διαταράξει επί μακρόν την πορεία της ελληνοτουρκικής φιλίας». Ο J. F. Dulles «δεν μπορούσε να πιστέψει» ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να παραμερίσει τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα χάριν της ίδιας της ψυχής, του ελληνισμού της Πόλης ο οποίος εκτοπίστηκε μεθοδευμένα και συστηματικά από το τουρκικό κράτος και παρακράτος δίχως αντίδραση από τον εν Αθήναις «νατοϊκό πυλώνα της ασφάλειας και της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο».

Σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται: «Παραιτηθείτε από δικαιώματα σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, ενδεχομένως δεχθείτε και την παραχώρηση ορισμένων ενοχλητικών νησίδων-νησιών, αποχωρήστε από την Κύπρο και αποκόψτε τον ελληνισμό στα δύο, χάριν του «υπέρτερου» συμφέροντος», που δεν ξέρουμε ποιον τελικά συμφέρει.

Φταίει η υπερδύναμη; Προφανώς και όχι. Όπως επισημάνθηκε και σε προηγούμενο κείμενο, αυτή «τη δουλειά της κάνει». Φταίνε οι εν Ελλάδι «πρόθυμοι», καθώς είναι πολύ πιο εύκολο και βολικό για ένα μεταπρατικό πολιτικό σύστημα, στηριζόμενο σε εύλογα αντίστοιχα μεταπρατικό κεφάλαιο, να χαράζει στρατηγική με ορίζοντα τις εκλογές, παρά με γνώμονα το ελληνικό εθνικό συμφέρον. Ποιος να τρέχει να δημιουργήσει θεσμούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς της εξουσίας… Γιατί να προσθέτουμε προβλήματα στο κεφάλι μας…

Το αστείο είναι ότι, στο τέλος της ημέρας, η υπερδύναμη σέβεται πολύ περισσότερο τον κάθε Ερντογάν, που την κοιτάει στα μάτια ζητώντας τα μέγιστα δυνατά ανταλλάγματα για τη χώρα του, ακόμη και όταν το κάνει «άτεχνα» όπως ο συγκεκριμένος. Όταν το αντιληφθεί αυτό η ελληνική πολιτική τάξη, θα θυμηθεί και τη ματαιότητα των υποχωρήσεών της.

Κακώς συμμαχούμε με τις ΗΠΑ; Αντιθέτως! Εξάλλου, η προηγηθείσα κριτική αφορά το ελληνικό σύστημα λήψης αποφάσεων και την εκ μέρους του «διαχείριση» των σχέσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις συνολικά. Λόγω γεωγραφίας και ιδιοσυστασίας του εθνικού χώρου, τα ελληνικά συμφέροντα κατά τεκμήριο ταυτίζονται με εκείνα της παγκοσμίως κυρίαρχης ναυτικής δύναμης. Ωστόσο, πως προσερχόμαστε σε αυτή τη διελκυστίνδα της διεθνούς πολιτικής; Τι κομίζουμε και τι αποζητούμε ως αντάλλαγμα; Η συμπόρευσή μας με τον τάδε ή το δείνα «σύμμαχο» είναι νομοτελειακή; Ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές» μας στο πλαίσιο της προσπάθειας συγκράτησης του εξ ανατολών «εταίρου» μας στην Ατλαντική Συμμαχία;

Η αναγκαιότητα να καταστούμε πολύτιμοι και να συνδιαλλαγούμε ισότιμα δε σημαίνει αντιαμερικανισμό ή κάθε άλλου είδους «αντί-». Η γραμμή μεταξύ εξαρτησιακής λογικής στη χάραξη της στρατηγικής και ορθολογικά αναπτυσσόμενων πελατειακών σχέσεων είναι διακριτή ή μάλλον θα έπρεπε να είναι για έναν κρατικό μηχανισμό, ο οποίος πλησιάζει πλέον τους δύο αιώνες ύπαρξης.





ΠΗΓΗ