Μία συνθήκη για να είναι σε ισχύ, στην περίπτωση που εξετάζουμε η Συνθήκη της Λωζάνης, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πρέπει να είναι αποδεκτή αν όχι από όλα τα μέρη των πολιτικών δυνάμεων, τουλάχιστον από την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου και των δύο χωρών, και αυτή να εφαρμόζεται σε έναν ικανοποιητικό βαθμό. 

Σήμερα ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα δέχεται την Συνθήκη της Λωζάνης. Την εγκαλεί μάλιστα για να υπερασπιστεί μέσα στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου την εξωτερική της πολιτική –χωρίς αυτό να σημαίνει πως την εφαρμόζει κατά γράμμα. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει με την τουρκική ηγεσία που την αμφισβητεί κάθετα. 

Συνεχώς αυτοί που δέχονται την Συνθήκη της Λωζάνης βλέπουν τα εκλογικά τους ποσοστά να καταποντίζονται –με εξαίρεση την εκλογή του χαρισματικού δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου–. Τους ψηφοφόρους κερδίζουν τα νέα κόμματα που έρχονται στην επιφάνεια. 

Αυτά τα κόμματα προέρχονται από δυσαρεστημένους εσωκομματικούς αντιπάλους του προέδρου Ερντογάν. Προερχόμενοι από τα σπλάχνα του AKP, αυτοί οι πολιτικοί έχουν την ίδια αναθεωρητική εξωτερική πολιτική με τον Ερντογάν και το κόμμα των Γκρίζων Λύκων. 

Τι πρέπει να κάνει λοιπόν η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία για να αναχαιτίσουν την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, που ανοίγει σαν βεντάλια από την δυτική Θράκη, το Αιγαίο, έως και την ανατολική Μεσόγειο; 

Σχετικά με την δυτική Θράκη, αν η Συνθήκη της Λωζάνης απορριφθεί πλήρως από την τουρκική πολιτική σκηνή, πρέπει να λάβουμε μία σειρά μέτρων, για να μην τουρκοποιηθεί πλήρως η μουσουλμανική μειονότητα της περιοχής, διασπώντας την εθνοφυλετικά και θρησκευτικά. 

Βασικά θα αναγνωρίσουμε, όπως αυτό υφίσταται, πως μόνο ένα μικρό τμήμα της μουσουλμανικής μειονότητας έχει τουρκική καταγωγή. Τα κύρια μας όπλα για να αναχαιτίσουμε την τουρκοποίηση της περιοχής θα είναι η πομακική γραμματική και το πομακικό συντακτικό, που θα γεμίσουν τα σχολεία των μικρών Πομάκων μαθητών της δυτικής Θράκης. 

Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η Βουλγαρία θεωρούνταν μεγαλύτερος εχθρός από την Τουρκία, το εν λόγω γεγονός μας ανάγκασε να προσπαθήσουμε να τουρκοποιήσουμε τους σλάβους μουσουλμάνους, δηλαδή τους Πομάκους, οι οποίοι δεν θέλουν η Τουρκία να αποτελεί τον προστάτη τους και αποτελούν το μεγαλύτερο πληθυσμιακό κομμάτι από την μουσουλμανική μειονότητα της δυτικής Θράκης. 

Επίσης το ίδιο θα κάνουμε και με τους τσιγγάνους μουσουλμάνους της δυτικής Θράκης και αυτοί φυλετικά δεν θέλουν να αυτοχαρακτηρίζονται ως Τούρκοι και μάλιστα κρατούν, όπως και οι Πομάκοι, αποστάσεις από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής. 

Ένα άλλο μικρό εθνοφυλετικό στοιχείο της δυτικής Θράκης, που αριθμεί χίλια περίπου άτομα, είναι οιγηγενείς μουσουλμάνοι, μαύροι Έλληνες, που φυσικά δεν είναι Τούρκοι και νοιώθουν ως πατρίδα τους την Ελλάδα. 

Τέλος σε ότι έχει να κάνει με την δυτική Θράκη, πρέπει να αναγνωριστούν πλήρως τα δικαιώματαμίας θρησκευτικής μειονότητας μέσα στην μειονότητα. Αυτά είναι τα δικαιώματα των αλεβιτών μουσουλμάνων που διώκονται από το τουρκικό προξενείο. 

Αποτελούν τους πλέον προοδευτικούς μουσουλμάνους, καθώς επιτρέπεται να πίνουν αλκοόλ και στους ναούς τους προσεύχονται μαζί με τις γυναίκες, σε αντίθεση με τους σουνίτες μουσουλμάνους που το δόγμα τους δεν τους επιτρέπει το αλκοόλ και υποβιβάζει τον ρόλο των γυναικών στη δημόσια ζωή. 

Όσον αφορά το Αιγαίο η Ελλάδα πρέπει να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα για την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. 

Τούτο θα το δει η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση όταν κρίνει πως αυτό είναι προς το συμφέρον της χώρας, με τον ίδιο τρόπο που έδρασε και στο Ιόνιο πέλαγος η σημερινή κυβέρνηση και αναμένεται να πράξει επίσης και νοτίως της Κρήτης και της Γαύδου, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν. 

Επιπρόσθετα η Ελλάδα δεν πρέπει να ικανοποιείται μόνο με τις διπλωματικές και στρατιωτικές συμμαχίες που αναπτύσσει με τις ΗΠΑ και τις χώρες της περιοχής. Για αυτό είναι αναγκαίο η Ελλάδα αλλά και η Κυπριακή Δημοκρατία να συνεχίσουν να εξοπλίζονται. 

Πρέπει να ξέρουν οι ταγοί της χώρας μας πως σε μία πολεμική αναμέτρηση, ακόμη και αν η υπερδύναμη είναι ενάντια στην Τουρκία, όπως το 1974, όπου ο κεντροαριστερός Ετσεβίτ εισέβαλε στην Μεγαλόνησο, θα αντιμετωπίσει μόνη της την Τουρκία, για αυτό είναι προς το συμφέρον της να στρατιωτικοποιήσει ακόμη και την πιο μικρή νησίδα και βραχονησίδα που διεκδικεί απροκάλυπτα η εν λόγω χώρα. 

Παράλληλα πριν από μία πιθανή σύρραξη, η Ελλάδα θα ήταν σωστό να διεκδικήσει στην διεθνή διπλωματία ένα ακόμη πιο σκληρό εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, αλλά και την απομάκρυνση της στρατιάς του Αιγαίου, που μόνο επιθετικό χαρακτήρα έχει εναντίον μέρους της νησιωτικής μας χώρας, και σε καμία περίπτωση αποτρεπτικό από πλευράς της Τουρκίας. 

Επίσης σε σχέση με ότι έχει να κάνει με την Μεγαλόνησο, είναι επιτακτική ανάγκη να αποδεχτούμε την ήδη de facto ύπαρξη του “ψευδοκράτους” των Τ/Κ στο βόρειο μέρος της μεγαλονήσου, με απώτερο σκοπό η Τουρκία και οι Τ/Κ να αναγνωρίσουν την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΑΟΖ της, στο νότιο μέρος του νησιού. 

Αυτή η αναγνώριση θα δώσει την δυνατότητα για ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη της αναπτυγμένης κατά τα άλλα Κυπριακής Δημοκρατίας από την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων υδρογονανθράκων. 

Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και με την λογική της γεωγραφίας ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Άλλωστε αν οι Τ/Κ και η Τουρκία ανακάλυπταν υδρογονάνθρακες στην ΑΟΖ βόρεια της μεγαλονήσου, θα ήθελαν να τους μοιραστούν με τους Ε/Κ ή θα τους διεκδικούσαν όλους για εκμετάλλευση από τους Τ/Κ και τον λαό της χώρας τους; Δεν χρειάζεται να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα γιατί η απάντηση είναι προφανής. 

Θα ήθελα να τελειώσω αυτό το άρθρο αναφέροντας πως η Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα πάντα με το Διεθνές Δίκαιο –καθώς νόμιμα της ανήκει και τώρα– αν αποδεχόταν το ήδη de facto “ψευδοκράτος”, ομαλοποιώντας έτσι πλήρως τις σχέσεις της με αυτό, θα επανακτούσε το 5% της Κύπρου που αντιστοιχεί στην Πράσινη Γραμμή. Σήμερα ελέγχεται από τον ΟΗΕ με σκοπό την αποφυγή των εντάσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων που μοιράζονται την μεγαλόνησο.





ΠΗΓΗ