Οι συζητήσεις στην Ελλάδα και όχι μόνο εστίασαν το ενδιαφέρον στην αλλαγή προέδρου ή πριν τις εκλογές στο ενδεχόμενο μη αλλαγής του. Οι εναλλαγές προέδρων στις ΗΠΑ έχουν κάποια σημασία αλλά λόγω λειτουργιών του Αμερικανικού πολιτικού συστήματος και ύπαρξης κρατικών επιτελείων, ποτέ κατακλυσμιαία. Επιπλέον, περί του αντιθέτου θεωρήσεις παρακάμπτουν διαχρονικές σταθερές τόσο της Αμερικανικής στρατηγικής όσο και των υπόλοιπων ηγεμονικών δυνάμεων. Στο επίπεδο των μεγάλων δυνάμεων η αλλαγή στην κορυφή της εξουσίας ενδέχεται να προκαλέσει διαφοροποιήσεις ύφους, στιλ, ή και να υπάρξουν γεγονότα δεύτερης τάξης που αφορούν προσωπικά τον ηγέτη, τα συμφέροντά του και πιθανές εμμονές για το πώς προσεγγίζει τα πράγματα, όχι όμως αλλαγή των στρατηγικών προσανατολισμών. Για όλες τις ηγεμονικές δυνάμεις πάγια κριτήρια και παράγοντες που ορίζουν τον προσανατολισμό της στρατηγικής τους. Εντός αυτού του προσανατολισμού διαμορφώνονται προϋποθέσεις που συνήθως αξίζει να μελετώνται, να σταθμίζονται και να διατυπώνονται εκτιμήσεις για το πώς εξελίσσονται τα μείζονα και καθοριστικά ζητήματα. Επίσης, πως διαμορφώνονται τα εναλλακτικά σχέδια αποφάσεων από τις μεγάλες δυνάμεις και ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ.
Ο προσανατολισμός της εθνικής στρατηγικής των ΗΠΑ, πιο συγκεκριμένα, ορίζεται από συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά του πλανητικού στρατηγικού περιβάλλοντος. Μεταξύ άλλων είναι η ανά πάσα στιγμή κατανομή ισχύος πλανητικά, περιφερειακά, τοπικά και η στάθμιση και εκτίμηση ως προς το ποια βραχυχρόνια απόφαση θα εξυπηρετήσει τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα στην λογική των οποίων και υπακούνε οι καθημερινές αποφάσεις. Ενίοτε μάλιστα μια απόφαση τακτικού χαρακτήρα αν δεν γνωρίζεις τους κεντρικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς φαντάζει περίεργη και ανεξήγητη ενώ δεν είναι. Για παράδειγμα πρόσφατες αποφάσεις των ΗΠΑ στο Κουρδικό ζήτημα, την Λιβύη αλλά και την Τουρκία.
Οι ηγεμονικές δυνάμεις ούτε αγαπούν ούτε μισούν τους Τούρκους ή τους Έλληνες ή τα μέλη κάποιου άλλου έθνους
Η ανά πάσα στιγμή κατανομή ισχύος όπως είναι και όπως εξελίσσεται προσδιορίζει:
α) το κατά πόσο υπάρχει ισορροπία δυνάμεων που ευνοεί το statusquo (κύριο κριτήριο στον Ψυχρό Πόλεμο υπό το ευρύτερο πρίσμα ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης),
β) το κατά πόσο υπάρχουν κενά ισχύος που διανοίγουν ευκαιρίες διείσδυσης και αύξησης των ερεισμάτων (το τι γίνεται καταμαρτυρήθηκε από την δράση των ΗΠΑ όταν κατεδαφίστηκε η Σοβιετική Ένωση) και
γ) το κατά πόσο οι εκτιμήσεις της προβολής ισχύος άλλων μεγάλων δυνάμεων δημιουργούν δυνατότητες ανατροπής των δεδομένων μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (η περίπτωση της ανερχόμενης Κίνας που εν πολλοίς αλλάζει εκ βάθρων τα σκεπτικό των «αυριανών» συμμαχιών)
Έτσι κινούμενες και έτσι λειτουργώντας οι ηγεμονικές δυνάμεις ούτε αγαπούν ούτε μισούν τους Τούρκους ή τους Έλληνες ή τα μέλη κάποιου άλλου έθνους. Εξ και στο παρελθόν οι Έλληνες απογοητεύτηκαν όταν οι προσδοκίες προέδρων όπως του Κλίντον που οφείλονταν σε προεκλογικές δηλώσεις μετά την εκλογή του ματαιώθηκαν πλήρως. Παρόμοιες προσδοκίες αναπτύχθηκαν και με τον νέο πρόεδρο Μπάϊντεν που συμπεριλαμβάνουν υπερτιμημένες εκτιμήσεις για τον ρόλο της Ελληνικής διασποράς. Παρά το ότι σωστά οργανωμένη και με στενές και φανερές σχέσεις με την Αθήνα θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο –σε αντίθεση τις οργανώσεις της διασποράς κρατών όπως το Ισραήλ και την Τουρκία– η Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες δεν μερίμνησε για κάτι τέτοιο. Όσον αφορά δε το ζήτημα αυτό ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός Βαγγέλης Κουφουδάκης σε ένα πολύ γνωστό κείμενό του με τίτλο «Reversedinfluenced» κατέδειξε ότι συχνά ισχύει και το αντίθετο, δηλαδή αποθάρρυνση άσκησης πίεσης. Στις ΗΠΑ, χρήζει να γνωρίζουμε ότι, για ιστορικούς λόγους οι σχέσεις των μελών εθνικών ομάδων με τα κράτη καταγωγής τους δεν θεωρείται αθέμιτη πρακτική και είναι αποδεκτή από όλους.
Οι ελιγμοί της νέο-Οθωμανικής ηγεσίας αφενός δημιουργούν νέα δεδομένα και αφετέρου σταδιακά οδηγούν την πλειοψηφία των εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων προς σύγκλιση.
Όσον αφορά τις στρατηγικές των ηγεμονικών δυνάμεων γενικότερα, αυτό που πρωτίστως θα πρέπει να συνεκτιμάται είναι τι ισχύει στην περιφέρεια στην οποία ανήκει ένα κράτος και το πώς πιθανότατα μια μεγάλη δύναμη θα κινηθεί για να διατηρήσει ή να διασφαλίσει τα συμφέροντά της.
Για να εστιάσουμε παρενθετικά την προσοχή στην Τουρκία οι ελιγμοί της νέο-Οθωμανικής ηγεσίας αφενός δημιουργούν νέα δεδομένα και αφετέρου σταδιακά οδηγούν την πλειοψηφία των εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων προς σύγκλιση.Ποιο θα είναι λοιπόν το τίμημα για να κρατηθεί η Τουρκία στις Δυτικές συμμαχίες –όπως συχνά δηλώνουν επιτελείς του νέου Αμερικανού προέδρου– και ποιος θα πληρώσει το τίμημα. Ήδη στο παρελθόν –δεν εννοούμε μόνο τα τελευταία χρόνια αλλά Μεταψυχροπολεμικά ή και Μεταπολεμικά– κανείς εύκολα διαπιστώνει σε περιπτώσεις όπως η Λιβύη, το Ιράκ, η Συρία, ο Λίβανος, οι Κούρδοι και κάθε άλλο ζήτημα που εισέρχεται στις Συμπληγάδες περιφερειακών διενέξεων, ότι οι μεγάλες δυνάμεις εναλλάσσουν «φίλους» και «εχθρούς» και συμμάχους ή αντιπάλους όχι με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο παρά μόνο στην βάση εκτιμήσεων για τις ανακατανομές ισχύος, ελέγχου πλουτοπαραγωγικών πόρων και προεκτάσεων στις πλανητικές ισορροπίες.
Η εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας οδηγεί σε σταθερότητα στην περιφέρειά μας αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη το κριτήριο των στρατηγικών αποφάσεων των ηγεμονικών δυνάμεων για τις οποίες το μείζον είναι οι μελλοντικές κατανομές και ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων περιφερειακά και πλανητικά.
Για να εντάξουμε αυτό το σκεπτικό σε γνωστές εμπειρίες που αφορούν την Ελλάδα μπορούμε να ανατρέξουμε στην δεκαετία του 2000 και στα σχέδια που προτάθηκαν για το κυπριακό ζήτημα. Μεταγενέστερα έγινε γνωστό ότι οι ΗΠΑ για να εκπληρώσουν μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους σκοπούς που σχετίζονταν με την εισβολή στο Ιράκ το 2002-3, ευνόησαν το σχέδιο Αναν παρά το ότι παραβίαζε οτιδήποτε δήλωναν για το διεθνές δίκαιο. Προσδοκούσαν διευκολύνσεις και συνεργασία της Τουρκίας. Η πτώση του καθεστώτος του Ιράκ και οι νέες ισορροπίες ήταν πιο σημαντικά γεγονότα για την Ουάσιγκτον από ένα ανεξάρτητο και βιώσιμο κράτος. Από κάθε άποψη η εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας οδηγεί σε σταθερότητα στην περιφέρειά μας αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη το κριτήριο των στρατηγικών αποφάσεων των ηγεμονικών δυνάμεων για τις οποίες το μείζον είναι οι μελλοντικές κατανομές και ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων περιφερειακά και πλανητικά.
Αυτά επισημαίνοντας ούτε καν διατυπώνουμε αξιολογική κρίση για την στρατηγική των ΗΠΑ παρά μόνο επισημαίνουμε πως λειτουργούν και αποφασίζουν όλες οι ηγεμονικές δυνάμεις. Εάν κανείς δεν γνωρίζει βλάπτεται και υιοθετεί λανθασμένες στάσεις και αποφάσεις. Όπως και κάθε άλλη δύναμη κινήθηκε με όρους και κριτήρια που εκτιμούσε ότι εκπληρώνουν τα συμφέροντά της την Μεταψυχροπολεμική εποχή.
Η Τουρκία βέβαια η οποία παραδοσιακά συναλλάσσεται στην βάση αμοιβαίων συμφερόντων με τις μεγάλες δυνάμεις αν και προκαταρτικά πήρε αντάλλαγμα στην προαναφερθείσα περίπτωση το 2003 δεν έδωσε διευκολύνσεις. Τελικά, ενώ οι βάσεις της Σούδας στην Κρήτη και της Βρετανίας στην Κύπρο ήταν στρατηγικά πιο σημαντικές για την εκτέλεση των επιχειρήσεων κανείς διερωτάται τι συναλλαγές έκανε η Ελλάδα και τι ανταλλάγματα πήρε, για παράδειγμα απόσυρση του σχεδίου Αναν και κατάθεση ενός νέου συμβατού με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα. Πρέπει λοιπόν ένα κράτος να σταθμίζει και να εκτιμά σωστά τις εξελίξεις, να θέτει κόκκινες γραμμές εθνικών συμφερόντων που συνήθως γίνονται σεβαστές από τα ισχυρότερα κράτη και να συναλλάσσεται βασανιστικά για ανταλλάγματα. Όπως εξάλλου καταμαρτυρείται καθημερινά στον κρατοκεντρικό κόσμο ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, για να θυμηθούμε τον Θουκυδίδη η μεγαλύτερη γέφυρα μεταξύ κρατών είναι το συμφέρον και τα περιφερειακά κράτη δεν διασώζονται εάν δεν επιτυγχάνουν υψηλές επιδόσεις στα πεδία των συναλλαγών συμφερόντων. Πολλά επίκεινται στα πεδία των στρατηγικών παιγνίων και η επιβίωση ενός κράτους συναρτάται με την ορθή στάθμιση του πως εξελίσσεται η διεθνής πολιτική, οι στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων και στρατηγικές αναθεωρητικών περιφερειακών κρατών.