Στις 8 Μαΐου του 1945 ο στρατάρχης Βίχλελμ Κάιτελ έφτασε στο Κάρλσχορστ του Βερολίνου. Ήταν περίπου 11 η ώρα το πρωί όταν ο ψηλόσωμος Πρώσσος στρατιωτικός – βαρύς, σκυθρωπός και ψυχολογικά καταρρακωμένος, κράτησε για τελευταία φορά στα χέρια του τη στραταρχική του ράβδο ως ο εν ενεργεία αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων και υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας στους Συμμάχους, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Ηνωμένο Βασίλειο, παρουσία εκπροσώπου της Γαλλίας.
Επρόκειτο για την τελευταία σελίδα στο μεγάλο βιβλίο πόνου και αίματος που γράφτηκε στα πεδία των μαχών της δεύτερης μεγάλης παγκόσμιας σύρραξης του 20ού αιώνα.
Ακολούθησε, πέντε χρόνια αργότερα, η Διακήρυξη του Υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, Ρομπέρ Σουμάν, για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα.
Η ΕΚΑΧ, της οποίας ιδρυτικά μέλη ήταν η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, ήταν ο πρώτος από μια σειρά υπερεθνικών ευρωπαϊκών θεσμών που τελικά μετεξελίχθηκαν στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το 1950, τα κράτη της Ευρώπης προσπαθούσαν ακόμη να επουλώσουν τις πληγές τους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο οποίος είχε λήξει πέντε χρόνια πριν.
Αποφασισμένες να αποτρέψουν την επανάληψη ενός τέτοιου φρικτού πολέμου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατέληξαν στο ότι η από κοινού διαχείριση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα θα καθιστούσε στο μέλλον έναν πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας – όπως επί λέξει αναφέρεται στη διακήρυξη – «όχι μόνον αδιανόητο, αλλά και υλικά αδύνατο».
Επικράτησε ο συλλογισμός ότι η συγχώνευση οικονομικών συμφερόντων θα συνέβαλλε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και θα αποτελούσε το πρώτο βήμα για την ενοποίηση της Ευρώπης. Η προσχώρηση στην ΕΚΑΧ ήταν ανοικτή και σε άλλες χώρες.
Η 9η Μαΐου έχει καθιερωθεί να εορτάζεται ως «Ημέρα της Ευρώπης» για τη Δυτική Ευρώπη και ως «Ημέρα της Νίκης» για τη Ρωσία.
Πρόκειται για την πρώτη μέρα ειρήνης στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέρα νίκης των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα.
Η συμπλήρωση, φέτος, 76 ετών από τη λήξη του πολέμου και η συμπλήρωση 71 ετών από τη διακήρυξη του Ρομπέρ Σουμάν δεν θα μπορούσαν να έλθουν σε πιο κρίσιμη συγκυρία για τη Γηραιά Ήπειρο.
Στη δεύτερη δεκαετία του 21ού αιώνα η Ευρώπη αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις, ενώ τα τελευταία δύο έτη έχουν αναδείξει με τρόπο αδήριτο τα προβληματικά σημεία του κοινού εγχειρήματος.
Σήμερα, 71 χρόνια από εκείνη την εμβληματική στιγμή της ευρωπαϊκής ιστορίας, τα φαντάσματα του παρελθόντος και οι προκλήσεις του παρόντος δεν αφήνουν την Ευρώπη να προχωρήσει μπροστά με τον τρόπο που της αξίζει.
Ορθότερα, την κρατούν δέσμια εθνικών εγωισμών και οικονομικών υπολογισμών, που – δυστυχώς – δεν υποχωρούν παρά αργά ή λίγο μπροστά στα τεράστια προβλήματα της εποχής μας.
Από την ήττα στην κορυφή
Η Γερμανία υπήρξε η μεγάλη ηττημένη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα όμως έχει τεθεί προ πολλού στη θέση του οδηγού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Λόγω μεγέθους και παγκόσμιας στήριξης, η συγκεκριμένη χώρα βρέθηκε να κατέχει δεσπόζουσα θέση στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και πλέον παίζει κεντρικό ρόλο, μεταξύ άλλων , και στη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο εντός της ζώνης του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ.
Πολιτικά όμως, ο οικονομικός αυτός γίγαντας εξακολουθεί μέχρι σήμερα να συμπεριφέρεται ως εμμονικός νάνος. Κινούμενη ευρωπαϊκά στο βαθμό που μπορεί και εθνικά στο βαθμό που τη συμφέρει, δεν είναι λίγες οι φορές που δρα ως τροχοπέδη του ενοποιητικού εγχειρήματος, στραγγαλίζοντας προσπάθειες περαιτέρω εμβάθυνσης της Ένωσης.
Η δημοσιονομική κρίση του 2010 κατέδειξε την ανετοιμότητα της Ευρώπης για μια τέτοια έκτακτη και σφοδρή πρόκληση. Γερμανία, Γαλλία και άλλα σημαντικά κράτη μέλη έσπευσαν αρχικά να «περιορίσουν» το πρόβλημα στα «κακά παιδιά» του οργανισμού, τους Έλληνες, τους Πορτογάλους και δευτερευόντως τους Ισπανούς, τους Ιρλανδούς και τους Ιταλούς.
Σύντομα κατέστη σαφές σε όλους ότι επρόκειτο για συστημική κρίση που απειλούσε το ευρώ και την ίδια την ύπαρξη της Ένωσης ως κοινότητας ελεύθερης κυκλοφορίας συντελεστών παραγωγής και ενιαίου δημοσιονομικού οργανισμού με κοινό νόμισμα.
Εν τέλει, με καθυστέρηση, ελήφθησαν αποφάσεις σύστασης ευρωπαϊκών οργανισμών διαχείρισης οικονομικών κρίσεων (βλ. Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και αργότερα Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σταθερότητας).
Ακολούθησε η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση του 2015.
Η Ευρώπη πάλι ολιγώρησε, αφήνοντας την «καυτή πατάτα» στις πρώτες χώρες εισόδου των προσφύγων και των παράνομων μεταναστών, την Ελλάδα και την Ιταλία.
Έως ότου να υπάρξει αντίδραση από τα ευρωπαϊκά όργανα, με φύλαξη των συνόρων και με σχετικά ορθολογική διαχείριση, η ευρωπαϊκή βοήθεια περιορίστηκε σε χρηματοδοτήσεις και κυρίως, στην εξαγορά της συνεργασίας της Τουρκίας του Ερντογάν, η οποία με τη σειρά της εργαλειοποίησε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, χρησιμοποιώντας τους ως μέσο εκβιασμού προς την Ευρώπη με αντάλλαγμα οικονομικά, εμπορικά και γεωπολιτικά οφέλη πάσης φύσεως.
Φτάσαμε στο 2020 και το 2021. Η πανδημία του κορωνοϊού, που ξέσπασε στην Κίνα στα τέλη του 2019 και έχει κάνει όλη την υφήλιο να υποφέρει, χτύπησε και την πόρτα της Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ορθότατα, έσπευσε από νωρίς να συνάψει συμφωνίες με εταιρείες παραγωγής εμβολίων, μόλις αυτά θα γίνονταν διαθέσιμα.
Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση ο ρυθμός εκτέλεσης των συμφωνιών ήταν αργός σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Εν τέλει όμως, τώρα, την άνοιξη του 2021, αρχίζει πια να διαφαίνεται ένας ξεκάθαρος ορίζοντας, με μεγάλες ποσότητες εμβολίων να γίνονται σταδιακά διαθέσιμες για τους Ευρωπαίους πολίτες.
Οι αδυναμίες της Ε.Ε.
Πέρα από τις τομεακές πολιτικές, στην εξωτερική πολιτική πρέπει να εντοπιστούν οι μεγάλες αδυναμίες της Ένωσης.
Μία Ένωση που δεν έχει αρμοδιότητες άσκησης κοινής εξωτερικής πολιτικής εκ των Συνθηκών της είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ενεργοποιήσει μορφές «σκληρής» εξωτερικής δράσης.
Το γεγονός αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί σε καμία περίπτωση δικαιολογία για… αφωνία.
Αφωνία απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν και διγλωσσία μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας.
Αφωνία απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν επί μακρό χρονικό διάστημα και καθυστερημένες αντιδράσεις.
Αδυναμία διατύπωσης ξεκάθαρων θέσεων απέναντι στον κινεζικό οικονομικό επεκτατισμό.
Πρέπει δε να σημειωθεί εδώ ότι ως εξωτερική δράση δεν μπορεί να νοείται μόνον η αμιγώς διπλωματική και στρατιωτική δραστηριότητα.
Η εξωτερική πολιτική και η διεθνής ακτινοβολία ενός τεράστιου οικονομικο-πολιτικού οργανισμού όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί και πρέπει να εκδηλώνονται με πολλούς και πολυεπίπεδους τρόπους.
Η πρόσφατη ευρωπαϊκή διχογνωμία σχετικά με τη διαχείριση των πατεντών για τα εμβόλια κατά της νόσου COVID-19 είναι χαρακτηριστική.
Η πρωτοβουλία του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν να αρθεί προσωρινά η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας γύρω από τα εμβόλια προκειμένου οι σχετικές πατέντες να δοθούν σε οποιονδήποτε φορέα στον κόσμο έχει τη δυνατότητα να τα παραγάγει, με σκοπό να σωθούν ζωές κυρίως σε χώρες όπως η Ινδία, που μαστίζονται κυριολεκτικά από τον θανατηφόρο ιό, βρήκε συμμάχους στην Ευρώπη.
Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία τάχθηκαν αρχικά υπέρ της άρσης της πνευματικής ιδιοκτησίας, σημειώνοντας παράλληλα τις πρακτικές δυσκολίες των επόμενων σταδίων του εγχειρήματος.
Η Γερμανία, από την άλλη μεριά, να τηρεί επιφυλακτική έως αρνητική στάση και να περιπλέκει τις προσπάθειες λήψης μιας γρήγορης απόφασης, στο πρότυπο της Αμερικής. Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές η στάση των «θετικών» χωρών μεταβλήθηκε επί τα χείρω, προσεγγίζοντας τις θέσεις της Γερμανίας.
Μία εξέλιξη που μαρτυρά του λόγου το αληθές σχετικά με την ευρωπαϊκή διστακτικότητα και ατολμία.
Η «ναυμαχία» της Μάγχης
Τελευταίο επεισόδιο μίας ευρύτερης ευρωπαϊκής παλινωδίας, η «ναυμαχία» της Μάγχης που έλαβε χώρα τις τελευταίες ημέρες μεταξύ βρετανικών πολεμικών πλοίων και γαλλικών αλιευτικών σκαφών στα στενά της Μάγχης.
Η σύρραξη προέκυψε λόγω διαφωνίας επί των αλιευτικών δικαιωμάτων στην περιοχή μετά από τη συμφωνία για το Brexit.
Οι Γάλλοι ψαράδες θεώρησαν ότι είχαν το δικαίωμα να ψαρεύουν στη συγκεκριμένη περιοχή ακόμη και μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ οι Βρετανοί κινήθηκαν «κατασταλτικά» για να τους αποτρέψουν.
Το συγκεκριμένο σκηνικό αποτελεί μια μικρή τραγική ειρωνεία λίγες ημέρες πριν από τη συμπλήρωση των 76 ετών από τη μεγάλη συμμαχική νίκη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την οποία Βρετανοί και Γάλλοι πολέμησαν πλευρό με πλευρό απέναντι στη ναζιστική Γερμανία και τους συμμάχους της.
Σήμερα δε, ακόμη και μετά το Brexit, οι δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις εξακολουθούν να αποτελούν καίριους μοχλούς στην αμυντική θωράκιση της Ευρώπης έναντι τρίτων απειλών και φυσικά στον κοινό πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Συμπερασματικά, η διπλή αυτή επέτειος βρίσκει την Ευρώπη πολλαπλά προβληματισμένη.
Οι δεκαετίες που προηγήθηκαν φανέρωσαν τα μεγάλα οφέλη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Πρωτίστως την ειρήνη και την οικονομική ευημερία.
Επτά δεκαετίες χωρίς πόλεμο σε μία ήπειρο που μέχρι τότε πρωταγωνιστούσε στις παγκόσμιες αιματοχυσίες συνιστά ένα άνευ προηγουμένου επίτευγμα.
Η ειρηνική συνύπαρξη και η κατακόρυφη πρόοδος του βιοτικού επιπέδου σε συνδυασμό με την πλήρη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την πρωταρχία του κράτους δικαίου, αποτελούν μέχρι σήμερα τα σπουδαιότερα πολιτικά «τέκνα» της Ενωμένης Ευρώπης.
Στον αντίποδα, η Ένωση με την παρούσα μορφή της έχει αποδείξει ότι αποτελεί έναν εξαιρετικά δυσκίνητο οργανισμό που πραγματικά αδυνατεί να παίξει έναν έστω κρίσιμο και παρεμβατικό ρόλο στον εξωτερικό της περίγυρο, αλλάζοντας τις ισορροπίες και επηρεάζοντας καθοριστικά τις εξελίξεις.
Είναι πλέον περισσότερο από προφανές ότι το «σημείο χωρίς επιστροφή», όπως έχει πολλές φορές ονομαστεί το υφιστάμενο στάδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, χρειάζεται νέα πνοή.
Ευρώπη των δύο ταχυτήτων;
Η μόνη βιώσιμη συνέχεια μοιάζει να μπορεί να εξευρεθεί στο μοντέλο της «Ευρώπης των δύο ταχυτήτων», όπως έχει αποκληθεί από τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ.
Στην «πρώτη ταχύτητα» θα τεθούν όσα κράτη μέλη επιθυμούν μία νέα, ενισχυμένη και σε βάθος συνεργασία σε πραγματικά ομογενοποιημένο πλαίσιο δράσης, με πολλές κοινές πολιτικές και κοινή «φωνή» προς τα έξω.
Στη «δεύτερη ταχύτητα» θα τεθούν όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη, εκείνα δηλαδή που επιθυμούν μία πιο χαλαρή δεσμευτικότητα έναντι των υπερεθνικών θεσμών.
Για την επιβίωση και μελλοντική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος επιβάλλεται να τεθούν στην πρώτη θέση της… «πρώτης ταχύτητας» δυνάμεις και πολιτικές προσωπικότητες με πραγματικά ευρωπαϊκή προοπτική για τα πράγματα και με αποκρυσταλλωμένες απόψεις για τον ρόλο της Ευρώπης στο διεθνές σύστημα.
Σε αντίθετη περίπτωση, η Διακήρυξη του Ρομπέρ Σουμάν κινδυνεύει να «πνιγεί» οριστικά στα νερά της… πολιτικής «Μάγχης», που ήδη έχει αρχίσει να εμφανίζεται μέσα από τις ευρωπαϊκές κάλπες.