Η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ελλάδα, ολοκληρώθηκε χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. 

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, στην «τουρκική μειονότητα» κατά την επίσκεψη του στην Θράκη, όχι χωρίς απάντηση από το ελληνικό ΥΠΕΞ.

Η κυβέρνηση έδειξε να κατανοεί το γεγονός ότι αυτές οι δηλώσεις Τσαβούσογλου θα ήταν για το εσωτερικό ακροατήριο της Τουρκίας, για να ξεπεραστεί ο αιφνιδιασμός που δημιουργήθηκε από την επίσκεψη Δένδια στην Άγκυρα, τον Απρίλιο και την στάση που κράτησε απέναντι στον Τούρκο υπουργό. 

Παράλληλα, οι οργανώσεις των Πομάκων ανέλαβαν ένα σημαντικό μέρος της αντιπαράθεσης με τον κ. Τσαβούσογλου και περιόρισαν την απήχηση των δηλώσεων του. 

Στην Αθήνα, ο κ. Τσαβούσογλου ήταν ακόμα πιο προσεκτικός στις αναφορές του στην μειονότητα, αφού ο στόχος ήταν η διασφάλιση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν.

Η κυβερνητική γραμμή στο θέμα αυτό είναι εμφανής.

Η κυβέρνηση θεωρεί ότι η επίσκεψη Τσαβούσογλου επιβεβαίωσε τις προσδοκίες ότι παρά τα προβλήματα, οι δύο χώρες θα μπορέσουν να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση της ομαλοποίησης των σχέσεων. 

Η κυβέρνηση πιστεύει ότι η τουρκική πλευρά πιέζεται για αυτή την ομαλοποίηση γιατί έχει ανοικτά πολλά μέτωπα και η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα, θα βοηθήσει στην βελτίωση των σχέσεων της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. 

Αυτή η κυβερνητική αντίληψη περί πιέσεως της Άγκυρας είναι σωστή, αλλά μόνο εν μέρει και όχι στην έκταση που φαντάζεται. 

Η κυβέρνηση εμφανίζει μία μηχανιστική λογική. Θα ομαλοποιηθούν οι εξωτερικές σχέσεις για να υπάρξει στην χώρα, μία απρόσκοπτη εσωτερική διαδικασία ανάπτυξης. Μόνο που στην Ελλάδα αυτές οι καταστάσεις αποτελούν την εξαίρεση. Η χώρα λειτουργεί σχεδόν συνεχώς, υπό καθεστώς εξωτερικής πίεσης. 

Το θέμα του ελέγχου 

Ο έλεγχος αφορά δύο θέματα, τις πρωτοβουλίες και τον χρόνο. 

Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Τουρκία είναι αυτή που αναπτύσσει τις πρωτοβουλίες και η Ελλάδα αντιδρά σε αυτές. 

Αυτό δεν γίνεται επειδή η Τουρκία είναι μία μεγάλη και ισχυρή χώρα, αλλά γιατί η ελληνική πολιτική τάξη αποδέχεται αυτόν τον τρόπο. Και δεν επιδιώκει να τον αλλάξει. 

Σε ότι αφορά τον έλεγχο του χρόνου, τα γεγονότα των τελευταίων μηνών δείχνουν ότι η Τουρκία τον επιδιώκει. 

Από τον Οκτώβριο 2020, για να αναφερθούμε στα τελευταία γεγονότα, η Τουρκία προσπαθεί να ελέγξει όχι μόνο τις βραχυπρόθεσμες, αλλά και τις μεσοπρόθεσμες εξελίξεις. 

Η Άγκυρα συμμορφώθηκε στις υποδείξεις των Ευρωπαίων φίλων της και έλεγξε, στον βαθμό που της αναλογούσε, τις εξελίξεις σε μία περίοδο που σηματοδοτήθηκε από τρεις Συνόδους Κορυφής, στις 1-2 Οκτωβρίου 2020, στις 15-16 Οκτωβρίου 2020 και στις 11-12 Δεκεμβρίου 2020, μειώνοντας τις εντάσεις με την Ελλάδα και κερδίζοντας πάγωμα των κυρώσεων. 

Οι αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2020 και η ορκωμοσία Μπάιντεν στις 20 Ιανουαρίου 2021, διαμόρφωσαν ένα νέο πεδίο εξελίξεων στο οποίο η Τουρκία δεν μπορούσε να έχει τον έλεγχο του χρόνου και των εξελίξεων, όπως έγινε αντιληπτό από τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν. 

Οι Ευρωπαίοι είχαν κάνει σαφές ότι θα προτιμούσαν να αντιμετώπιζαν το θέμα της Τουρκίας από κοινού με την Ουάσιγκτον, στα πλαίσια της Δύσης. 

Κατά την διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. με την διαδικτυακή συμμετοχή του Τζο Μπάιντεν στις 25 Μαρτίου, ο τελευταίος έθεσε το θέμα της οπισθοχώρησης της δημοκρατίας στην Τουρκία, καθώς και το πρόβλημα των σχέσεων της Άγκυρας με την Μόσχα. 

Αλλά το θέμα της Τουρκίας δεν αντιμετωπίστηκε, αφέθηκε για αργότερα. 

Από εκεί και πέρα, η Άγκυρα συμβιβάζεται με τους ρυθμούς που κινούνται οι Δυτικοί, με επόμενο ορόσημο την Σύνοδο Κορυφής των ηγετών του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι το θέμα της Τουρκίας θα αντιμετωπιστεί σε αυτή την σύνοδο, θα παραμείνει ανοικτό και θα αντιμετωπίζεται σταδιακά. 

Από τον Ιούνιο και μετά και ανάλογα με τις εξελίξεις, η Τουρκία θα προσπαθήσει να αποκτήσει, έστω έναν μερικό έλεγχο του χρόνου, ενώ θα έχει την δυνατότητα να δημιουργήσει νέες καταστάσεις μέσα από την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών. 

Επομένως, παραμένει το ερώτημα αν το φετινό καλοκαίρι θα είναι ίδιο με το προηγούμενο, σε επίπεδο έντασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Η Άγκυρα γνωρίζει ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελούν ισχυρό μοχλό πίεσης προς την Ουάσιγκτον. Τέτοιους μοχλούς πίεσης αναζητά κυρίως προς την κατεύθυνση του Αφγανιστάν και της Ουκρανίας. 

Επειδή όμως η κυβέρνηση θεωρεί ότι η πίεση για ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων βρίσκεται στην πλευρά της Τουρκίας, κινδυνεύει να κινηθεί σε λάθος κατεύθυνση. 

Πρώτον, γιατί η Ουάσιγκτον όπως συνηθίζει θα πιέσει και την Αθήνα για ομαλοποίηση, πολύ περισσότερο από ότι φαντάζεται το Μαξίμου και δεύτερον γιατί η ίδια η Αθήνα δεν έχει κανέναν έλεγχο στις εξελίξεις. 

Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι διπλωματικές επαφές, προσχηματικές ή όχι, θα συνεχιστούν και ο Νίκος Δένδιας θα έχει αρκετές ευκαιρίες να ξανασυναντήσει τον φίλο του Μεβλούτ Τσαβούσογλου και να αγκαλιαστούν και πάλι, ή και να τραγουδήσουν μαζί όπως έκανε ένας πρώην ΥΠΕΞ.





ΠΗΓΗ