Πλησιάζει η συμπλήρωση ενός χρόνου από τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού για την απόκτηση νέων μονάδων επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού. Η σημασία του εν λόγου προγράμματος μαζί και με το κόστος, έχουν εκτοξεύσει το ενδιαφέρον ειδικών και μη στο χώρο της άμυνας. Δίπλα στην παράθεση ενδιαφερόντων και τεκμηριωμένων θέσεων υπέρ των διαφορετικών λύσεων φυσικό είναι να προβάλλονται κακόπιστα ή και με άγνοια και δεκάδες αβάσιμες απόψεις και κατηγορίες.
Οι βασικές κριτικές των παρελθόντων μηνών εστιάζονται κυρίως στην αδυναμία σύνδεσης της προμήθειας με σύναψη ενισχυμένης διμερούς κρατικής αμυντικής συμφωνίας και εγγυήσεων, με την καθυστέρηση λήψεως της απόφασης αλλά και με την ίδια τη διαδικασία επιλογής των προσφερομένων σκαφών. Συχνές είναι και οι μετά επιτάσεως και ύφος παντογνώστη, προτροπές επιλογής του α ή β σκάφους ως της βέλτιστης λύσης για τα εθνικά συμφέροντα
Ευρεία συζήτηση υπήρξε για μια υποτιθέμενη γαλλική πρόταση που συνέδεε την προμήθεια των γαλλικών φρεγατών με τη σύναψη μιας ισχυρότατης ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας που θα καθιστούσε το γαλλικό ναυτικό εγγυητή των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο (σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα).
Η απόρριψη αυτής της δελεαστικής πρότασης αποδίδεται -ως συνήθως- στο δραστήριο αμερικανικό παράγοντα. Αν φυσικά υπήρξε μια ανάλογη πρόταση, θεωρώ κατακριτέα την κυβέρνηση που αμέλησε έναντι του ευτελούς ποσού των 5-10 δισεκατομμυρίων ευρώ να εξασφαλίσει τη μακροχρόνια προστασία μας από μια πυρηνική δύναμη έστω και μικρομεσαίου μεγέθους.
Εκτιμώ όμως ότι ουδεμία χώρα επιθυμεί να διακινδυνεύσει την εμπλοκή της σε πολεμικές επιχειρήσεις, διακινδυνεύοντας πανάκριβα οπλικά συστήματα, γόητρο, κόστος και κυρίως το αίμα των παιδιών της, έναντι ενός παραπλήσιου χρηματικού τιμήματος και χωρίς να διακυβεύονται ζωτικά της συμφέροντα. Αφήνω στην άκρη τη φερεγγυότητα ανάλογων δεσμεύσεων στη συνεχώς εναλλασσόμενη διεθνή σκηνή.
Ουδείς όμως μπορεί να αμφισβητήσει την ορθότητα της κριτικής για τη συνεχή παρέλευση χρόνου χωρίς τη λήψη αποφάσεως προμήθειας νέων φρεγατών γεγονός που καθημερινά επιτείνει τις επιχειρησιακές δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει ο γηρασμένος στόλος του ΠΝ (και όχι μόνο).
Αυτή η κριτική θα πρέπει να επιμεριστεί σε όλες τις κυβερνήσεις -και εν μέρει στρατιωτικές ηγεσίες- της προηγούμενης εικοσαετίας που υπό τα δεδομένα της κάθε στιγμής απέφυγαν να αναλάβουν τις αναγκαίες ενέργειες.
Η τέχνη της διακυβέρνησης και ηγεσίας εμπεριέχει και τη διάσταση της διάγνωσης του μελλοντικού περιβάλλοντος, της πρόβλεψης και της έγκαιρης λήψης των επιβεβλημένων αποφάσεων.
Η σημερινή απόφαση δεν περιορίζεται στη προμήθεια νέων σκαφών (με το συνεπακόλουθο εκσυγχρονισμό των ΜΕΚΟ και την λεγόμενη «ενδιάμεση λύση) αλλά συσχετίζεται με τις γενικότερες ικανότητες των αεροναυτικών μας δυνάμεων για τα επόμενα 30 χρόνια με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τα δεκάδες οπλικά συστήματα -με την ευρεία έννοια του όρου- που θα φέρονται στα σκάφη (επί της ουσίας «πλατφόρμες») θα πρέπει όχι μόνο να εξασφαλίζουν την υψηλή ισχύ και επιβιωσιμότητα του φορέα αλλά να συνεργάζονται άριστα με το σύνολο των λοιπών όπλων και των τριών κλάδων (υπαρχόντων και αυτών που πιθανολογούμε ότι θα αποκτήσουμε).
Αυτό επιτάσσει η διακλαδικότητα και υπό αυτή την έννοια (για παράδειγμα) η επιλογή σκάφους και των φερόμενων από αυτό αντιαεροπορικών όπλων επηρεάζει και την Πολεμική Αεροπορία αλλά και τον Στρατό Ξηράς.
Επιπρόσθετα, οι συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν δύσκολα προβλέψιμες τις μελλοντικές απειλές (που φαίνεται να κατευθύνονται σε αυτόνομα, μη επανδρωμένα, μικρού ίχνους και κόστους σκάφη ή βλήματα που θα δρουν σε επιθέσεις κορεσμού) και κατά συνέπεια η σημερινή επιλογή θα πρέπει να έχει τα εχέγγυα μιας ευρείας πρόβλεψης αντιμετώπισης όλων αυτών των κινδύνων μέσω της ικανότητας ενσωμάτωσης νέων συστημάτων.
Τα νέα λοιπόν αυτά σκάφη θα είναι ο «σκελετός» πάνω στον οποίο θα κτιστεί το Πολεμικό Ναυτικό μας των επόμενων 30 χρόνων και θα «κουμπώσουν» τα επόμενα (πιθανόν ελαφρύτερα) σκάφη που θα αποκτηθούν σε αντικατάσταση των φρεγατών τύπου «S», πυραυλακάτων και κανονιοφόρων.
Η διαλειτουργικότητα όλων αυτών των σκαφών, η ύπαρξη κοινών συστημάτων (όπλων, διεύθυνσης πυρών, επικοινωνιών, radars, προώθησης κλπ) είναι κομβικής σημασίας για το αυριανό Πολεμικό Ναυτικό μας.
Ο γρίφος περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την ανάγκη ανάληψης σημαντικού κατασκευαστικού έργου από ελληνικά ναυπηγεία, όχι μόνο για αναζωογόνηση της οικονομίας αλλά και για την απόκτηση της απαραίτητης τεχνογνωσίας υποστήριξης των νέων φρεγατών (αλλά και των λοιπών σκαφών που θα ακολουθήσουν) και τη σταδιακή επαύξηση των κατασκευαστικών μας δυνατοτήτων. Αναμφίβολα, είναι πολλαπλή εθνική ανάγκη η αναγέννηση του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα στην Ελλάδα.
Αναμφισβήτητα η ηγεσία του ναυτικού μας καλείται να αντιμετωπίσει ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, πολυπαραγοντικό και με πληθώρα μεταβλητών. Αυτή η πολυπλοκότητα του θέματος σε συνδυασμό με τις αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου αμυντικών προμηθειών και τον παράγοντα χρόνοκαθιστούν την λύση του διεθνούς διαγωνισμού ανέφικτη.
Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι η δικαιολογημένη βραδύτητα λήψης της απόφασης έχει αρνητικές συνέπειες στη σημερινή -αλλά και για τα επόμενα χρόνια που θα απαιτηθούν για την ολοκλήρωση του προγράμματος- ισορροπία ισχύος στη θάλασσα.
Η επικαλούμενη «ενδιάμεση λύση» προσβλέπει στην κάλυψη αυτού ακριβώς του κενού αλλά σίγουρα θα απαιτηθούν και ορισμένες άλλες κινήσεις απόκτησης μέσων που θα μπορούν άμεσα να επηρεάσουν μια ενδεχόμενη αεροναυτική σύγκρουση (πχ απόκτηση κατευθυνομένων βλημάτων εδάφους ή αέρος για προσβολή ναυτικών στόχων).
Ζωτικής σημασίας κρίνεται η άμεση αναβάθμιση υπαρχόντων οπλικών συστημάτων που έχουν (ή τείνουν) να εξαντλήσουν το όριο της επιχειρησιακής «ζωής» τους.
Δυστυχώς για άλλη μια φορά, λανθασμένες πολιτικές αξιολογήσεις, αδυναμία αντίληψης της απειλής και ατολμία λήψεως αποφάσεων μας οδήγησαν σε μειονεκτική θέση από πλευράς ισχύος με τον παράγοντα χρόνο να καθίσταται πιεστικός.
Οι ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού είχαν επισημανθεί εδώ και έτη και ορθές επιλογές εγκαταλείφθησαν με το πρόσχημα της πραγματικής οικονομικής κρίσεως. Παρόμοιες καταστάσεις πρέπει να αποφευχθούν στο μέλλον.
Είναι σίγουρο ότι συγχρόνως με την πολυπόθητη απόκτηση του πρώτου πλοίου, μια ομάδα εργασίας του Πολεμικού Ναυτικού θα αρχίζει την κατάρτιση μελέτης για τον εκσυγχρονισμό αυτών των σκαφών και την αναζήτηση των διαδόχων τους.
Στους κυβερνώντες όμως έγκειται η κατανόηση των λαθών του παρελθόντος και η σε βάθος χρόνου κατάρτιση και εφαρμογή μακροχρονίων προγραμμάτων που θα καλύπτουν τις αμυντικές μας ανάγκες με βάση την υπάρχουσα απειλή (και την εξέλιξη της) και όχι ανεδαφικές ουτοπίες.