Ποιο είναι το συστημικό περιβάλλον στο οποίο θα κληθεί η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει τις παλιές και νέες προκλήσεις της ασφάλειας τα επόμενα χρόνια;
Φαίνεται ότι οι πρώτες κινήσεις της προεδρίας Μπάϊντεν που περιλάμβαναν εμφατικές ρήξεις με την περίοδο Τραμπ (π.χ. ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος αξιοποίησε αρκετά στελέχη της ομάδας Ομπάμα, οδήγησαν και σε κάποιες σοβαρές παρανοήσεις.
Οι παρανοήσεις δεν περιορίζονται μόνο στην ανάλυση του σημερινού ρόλου των ΗΠΑ αλλά επεκτείνονται και σε πτυχές της δομής και λειτουργίας του διεθνούς συστήματος. Το οποίο μια επιπόλαιη ανάγνωση θέλει να αποκτά και πάλι δήθεν διπολικά χαρακτηριστικά στις ημέρες μας, αφού πρώτα μετατοπίστηκε από διπολικό σε ολιγοπολικό ή πολυπολικό μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Πρόκειται για παρανόηση που οφείλεται σε συνήθη αναλυτικά λάθη. Πράγματι, ένα σύνηθες λάθος που γίνεται στην ανάλυση των μονοπολικών, διπολικών, πολυπολικών ή ολιγοπολικών χαρακτηριστικών του συστήματος είναι η σύγχυση μεταξύ συμπεριφορικών τάσεων και δομικών αποκρυσταλλώσεων. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας τριών βασικών προβλημάτων στην ανάλυση των εξελίξεων των ημερών μας.
Το πρώτο πρόβλημα αναφέρεται στην ανάλυση του ρόλου των ΗΠΑ. Ναι, η κυβέρνηση Μπάιντεν προφανώς απομακρύνεται από πολλές πρακτικές της περιόδου Τραμπ τόσο σε επίπεδο δηλώσεων όσο και σε επίπεδο πράξεων, αλλά –όπως είχαμε εξηγήσει από την επόμενη ημέρα των αμερικανικών εκλογών – η απομάκρυνση είναι επιλεκτική και, κατά συνέπεια, μόνον μερική. Οι τάσεις αμερικανικής απόσυρσης που ξεκίνησαν επί Ομπάμα θα συνεχιστούν αλλά περισσότερο αργά, προσεκτικά και επιλεκτικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Κρεμλίνο έχει δυο βασικούς στόχους.
Να διατηρήσει το εσωτερικό ρωσικό σύστημα εξουσίας κατά το δυνατό ανέπαφο και να αναδιαμορφώσει τις εξωτερικές ισορροπίες ισχύος με επωφελή τρόπο στη μακρόχρονη και αργή αλλά συνεχιζόμενη διαδικασία αμερικανικής απαγκίστρωσης (βλέπε Αφγανιστάν).
Το δεύτερο πρόβλημα στην ανάλυση αναφέρεται σε περισσότερο γενικές παραμέτρους, πέρα από τον ρόλο των ΗΠΑ. Πολλοί παρατηρητές της διεθνούς ζωής παραβλέπουν την επίδραση των οικονομικών μεταβλητών ή – σε κάποιες περιπτώσεις – παρερμηνεύουν τη σημασία τους.
Έτσι π.χ. είτε εξάγουν εύκολα συμπεράσματα από την οικονομική άνοδο της Κίνας για τη γεωπολιτική της διαδρομή στο μέλλον είτε (η δεύτερη περίπτωση) παρερμηνεύουν τη σχέση Κίνας – Ρωσίας, θεωρώντας ατεκμηρίωτα ότι η έμμεση και συχνά και άμεση στήριξη που παρέχει το Πεκίνο στο Κρεμλίνο σημαίνει σύμπτυξη ενός μετώπου που υποδηλώνει ή προοιωνίζει έναν πόλο. Η πραγματικότητα δεν το επιβεβαιώνει.
Αντίθετα, η πραγματικότητα φαίνεται να υπογραμμίζει τη σημασία ενός τρίτου και ιδιαίτερα σημαντικού προβλήματος.
Συχνά οι αναλυτές συγχέουν τις τάσεις πόλωσης στη διεθνή σκηνή με την διαμόρφωση και λειτουργία πόλων. Πολωτικές τάσεις υπάρχουν και αυξομειώνονται σε διάφορα πεδία, εξαρτώμενες σε κάθε περίπτωση από διαφορετικά ζητήματα και θεματικές (issue areas). Από την παραδοσιακή ασφάλεια και τις αναδυόμενες προβληματικές των νέων ασύμμετρων απειλών μέχρι τις τεχνολογίες των εμβολίων και τη διαχείριση της πανδημίας, από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέχρι την ανερχόμενη πολιτική της ταυτότητας, εμφανίζεται ένας κόσμος με πολλαπλές σειρές θεματικών που προκαλούν συγκλίσεις και αποκλίσεις, πολώσεις και αποκλιμακώσεις.
Τα φαινόμενα μπορεί να οδηγήσουν πολλούς στην εντύπωση ότι διαμορφώνεται εκ νέου ένας διπολικός κόσμος: Δύση – Ανατολή ή, για κάποιους άλλους, Δύση «και οι υπόλοιποι» (West and the rest).
Αλλά πρόκειται για εντύπωση, όχι ανάλυση. Όσοι νομίζουν ότι διαπιστώνουν την επάνοδο σε μορφές διπολισμού αγνοούν – μεταξύ άλλων – ότι οι τάσεις πόλωσης δεν σημαίνουν απαραίτητα την επανεμφάνιση μορφών διπολισμού.
Πολυπολικότητα με τάσεις θεματικών πολώσεων
Για όλους του δρώντες στην ευρύτερη περιοχή μας, οι κινήσεις της επόμενης περιόδου θα εξαρτηθούν και από την ακριβή ή στρεβλή ανάγνωση όχι απλά των τάσεων αλλά κυρίως των διαφαινόμενων δομικών αποκρυσταλλώσεων στο διεθνές σύστημα.
Και επειδή ο πειρασμός της ευκολίας είναι μεγάλος, κάποιοι ήδη μιλούν για ένα «Νέο Ψυχρό Πόλεμο».Αλλά όπως έχω εξηγήσει στο παρελθόν, στη διεθνή πολιτική υπάρχουν όρια στην επανάληψη.
Ο Ψυχρός Πόλεμος ως σύστημα είναι αδύνατο να επαναληφθεί με τον ίδιο τρόπο, καθώς ο διπολισμός έχει καταρρεύσει, οι προκλήσεις είναι περισσότερο σύνθετες και πολυεπίπεδες και ο κατακερματισμός των στρατηγικών των επιμέρους δυνάμεων είναι κυρίαρχος.
Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» αλλά γιαμια νέα περίοδο της ιστορικά γνώριμης πολιτικής των δυνάμεων υπό συνθήκες ενός νέου κατακερματισμού των στρατηγικών τους στο πλαίσιο όμως και με τους περιορισμούς που τίθενται από την ύπαρξη πυρηνικών όπλων στη φαρέτρα εννέα κρατών (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Βρετανία, Ινδία, Πακιστάν, Βόρεια Κορέα, Ισραήλ) και πιθανότατα, δυνητικά, περισσότερων.
Παράλληλα, υπάρχουν κρίσιμες παράμετροι που ενθαρρύνουν την κοινή δράση ή, τουλάχιστον, προϋποθέτουν κάποιο επίπεδο συντονισμού και ανταλλαγής πληροφοριών. Οι προκλήσεις της τρομοκρατίας είναι κοινές, παρόλο που διαφορετικές εκφάνσεις του φαινομένου απασχολούν Ανατολή και Δύση. Οι απειλές, γενικότερα, είναι πολλές και δεν προέρχονται μόνο από κρατικούς δρώντες.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εντός ή εκτός ΕΕ -Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία- τείνουν ήδη να αντιμετωπίζουν το νέο περιβάλλον με κατά περίπτωση συνδυασμούς στρατηγικών τόσο εθνικών όσο και συλλογικών (στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, σε à la carte πολυμερή σχήματα).
Τουρκία
Ενώ η Τουρκία, η οποία προφανώς δυσκολεύεται να ξαναμπεί στη λογική ενός ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, θα επιχειρήσει παρόλα αυτά να αναβαθμίσει τον ρόλο της στο ΝΑΤΟ προσπαθώντας παράλληλα να επιτύχει τη διατήρηση ενός βαθμού αυτονομίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Πάντως μια κρίσιμη τουρκική προτεραιότητα έχει σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί: τα σχέδια για ένα ανεξάρτητο Δυτικό Κουρδιστάν απέτυχαν ως αποτέλεσμα των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Ρωσία
Ως προς την Ρωσία, οι σχετικές επιτυχίες των περασμένων ετών δημιούργησαν μια εν πολλοίς υπερφίαλη αυτοπεποίθηση. Είναι γεγονός ότι η ρωσική επιτυχία με την Κριμαία επί Ομπάμα σήμανε ταυτόχρονα μια γενικότερα επικίνδυνη επιβράβευση της πολιτικής των τετελεσμένων.
Με τον Μπάϊντεν, η νέα, σκληρή αντιμετώπιση της Ρωσίας από την Ουάσιγκτον έρχεται να προστεθεί στη συνεχιζόμενη ένταση με την Κίνα. Αλλά οι δυο δυνάμεις της Ασίας συντονίζονται ολοένα περισσότερο γεωπολιτικά, παρότι δεν τις συνδέει κάποια επίσημη αμυντική συμφωνία.
Σε αντίθεση με την οικονομικά και δημογραφικά εξασθενημένη Ρωσία, η Κίνα αποτελεί τον αναδυόμενο γίγαντα της διεθνούς οικονομίας. Βρίσκεται ήδη στη θέση του τρίτου εμπορικού εταίρου των ΗΠΑ ενώ η συνεχιζόμενη οικονομική διείσδυση στην Ασία και την Αφρική αναδεικνύει τη δυναμική των σχέσεων μεταξύ οικονομικής απογείωσης και γεωπολιτικών αλλαγών.
Κίνα
Ως προς την Κίνα, είναι πιθανό ότι οι αξιωματούχοι στο Πεκίνο παρανόησαν τις προθέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν. Η αντίληψη ότι η νέα κυβέρνηση απλώς θα εξαφάνιζε τα τομεακά μέτρα της προηγούμενης εναντίον της κινεζικής υπερπαραγωγής και τις καταγγελίες για το υποτιμημένο γουάν εκπροσωπεί μια απλοϊκή ανάγνωση της πραγματικότητας στην Ουάσιγκτον.
Η ανάλυση για τη νέα περίοδο μπορεί να σκιαγραφηθεί σε τρία βήματα.
Πρώτον,η επάνοδος στη διεθνή σκηνή από τις ΗΠΑ συνδυάζεται με προσπάθειες παροδικής επανισχυροποίησης του δυτικού μπλοκ. Εδώ εντάσσονται οι διαξιφισμοί με Ρωσία και Κίνα αλλά και η νέα έμφαση στα δικαιώματα και το κράτος δικαίου ως κριτήρια αποτίμησης διεθνών δρώντων. Αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δίνουν έμφαση εκ νέου σε κάτι που η ΕΕ θεωρούσε προνομιακό πεδίο της που όμως απαξιώνει στην πράξη στις σχέσεις της με την Τουρκία.
Δεύτερον, η περίοδος του ανεκδιήγητου Τραμπ ενθάρρυνε τις πιο τολμηρές τακτικές του Πούτιν, κάτι που σήμαινε πολλά, ερχόμενο μετά από την αποτυχία Ομπάμα στην Κριμαία. Παρότι ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι υπήρξε «πολύ πιο σκληρός απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με τον Ομπάμα», η αλήθεια είναι ότι η ιδιωτικοποίηση των κριτηρίων άσκησης πολιτικής οδήγησε – για διαφορετικούς λόγους – σε στενές σχέσεις τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ερντογάν. Από τον Ιανουάριο του 2021, η νέα προεδρία επιχειρεί να κερδίσει έδαφος απέναντι στην Ρωσία.
Τέλος, οι αργά εξελισσόμενες δομές στη διεθνή πολιτική οικονομία διαμορφώνουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την Κίνα.
Ο Πούτιν φαίνεται να διαβάζει σωστά τη μακροχρόνια διάσταση των αμερικανικών κινήσεων, αλλά οι ανάγκες επιβίωσης του αυταρχικού καθεστώτος σε συνδυασμό με μια τάση υπερτονισμού στοιχείων της παλαιότατης θεωρίας της περικύκλωσης οδηγούν το Κρεμλίνο σε παράτολμους σχεδιασμούς.
Μονόδρομος για την Ελλάδα η συνεννόηση με τις θαλάσσιες δυνάμεις
Ας κάνουμε ένα γενναίο ιστορικό άλμα προς τα πίσω.
Φθάσαμε στα 1898, ένα χρόνο μετά τον καταστροφικό πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επίσκεψη του διαδόχου Κωνσταντίνου στο Βερολίνο σπάει τον πάγο (που υπήρχε λόγω και της φιλοτουρκικής στάσης της Γερμανίας στον πόλεμο του 1897) και προετοιμάζει όχι μόνο την επίσκεψη του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στο Βερολίνο ένα χρόνο αργότερα, αλλά κυρίως τη γενικότερη –αν και τελικώς παροδική– φιλογερμανική στροφή της Αθήνας. Στροφή στην οποία ο Κωνσταντίνος επένδυσε και με την οποία εν πολλοίς ταυτίστηκε.
Από το 1900, με τον Μπύλοβ καγκελάριο, η Γερμανία ενέτεινε τις προσπάθειες συγκρότησης ενός αντιρωσικού, αντισλαβικού μετώπου στα Βαλκάνια μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της ηττημένης Ελλάδας και της Ρουμανίας. Με αυτό το φιλογερμανικό μέτωπο σχεδίαζε το Βερολίνο να εδραιώσει τη γερμανική ηγεμονία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το 1901 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Γεωργίου Α΄ με τον βασιλιά Κάρολο της Ρουμανίας στην Αμπάτζια της Δαλματίας.
Σχολιάζοντας τη συνάντηση, έγραφε ο Σπύρος Μελάς το 1957:
«Από την περίφημη συνάντηση της Αμπάτζιας είναι πιθανόν πως είχε γίνει αντιληπτή αμεσώτερα η ανάγκη […] να συγκροτήσει η Ελλάς αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη.
Κανείς δεν ήξερε στην Ελλάδα –εκτός από τον Θεοτόκη– τι είχανε πει οι δυο βασιλιάδες σ’ αυτή τη συνάντηση που είχε γίνει με υπόδειξη της Γερμανίας, για να ισοσταθμίσει τη σερβοβουλγαρική προσέγγιση.
Ό,τι όμως και να είχαν πει, θάμεναν λόγια και μόνον αν η Ελλάδα δεν φρόντιζε ν’ αποχτήσει στρατό υπολογίσιμο. Κι επειδή δεν είχε καταφέρει να οργανώσει στρατιωτική δύναμη αξιόλογη, ούτε τη ρωτούσαν για τίποτα, ούτε τη λογάριαζαν».
Αλλά τα πράγματα σπανίως εξελίσσονται όπως οι πρωταγωνιστές τα σχεδιάζουν. Συνήθως οι εκβάσεις καθρεφτίζουν συνδυασμούς μεταξύ προηγούμενων σχεδίων, νέων συνθηκών, παρεμβάσεων τρίτων, αλλά και διαφόρων εκδοχών των περίφημων «μη-ηθελημένων» συνεπειών των πράξεών μας.
Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός, που συστηματικά επεδίωξε ο Κωνσταντίνος, έμελλε αργότερα να συμβάλει σε εξελίξεις που καθόλου δεν θα ικανοποιούσαν το Βερολίνο εάν μπορούσε να τις έχει προβλέψει. Παρά την άνοδο στον θρόνο του Κωνσταντίνου μετά τη μυστηριώδη δολοφονία του Γεωργίου, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε υποστηρικτής της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, στράφηκε μάλιστα από το 1906 στη Γαλλία για να βρει στηρίγματα στην αντιμετώπιση του Μακεδονικού Ζητήματος. Αλλά και τη σταδιακή επικέντρωση του Βερολίνου σε άλλη βασική προτεραιότητα, τη συστηματική (αλλά τελικά αποτυχημένη) προσπάθεια απομόνωσης της Βρετανίας.
Με την αυτονόητη επισήμανση των διαφορετικών συνθηκών, τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών, αυτό που αξίζει να κρατήσουμε από τις περιπέτειες που οδήγησαν στην κρίση του 1909 και τις μετέπειτα προσπάθειες αναγέννησης και εκσυγχρονισμού είναι διττό.
Αφορά, καταρχήν, την αδυναμία συγκρότησης σταθερού και βιώσιμου μετώπου της Ελλάδας με μια ηπειρωτική δύναμη όπως η Γερμανία.
Αφορά, επίσης, τις διαδράσεις μεταξύ «εσωτερικής» και «εξωτερικής» πολιτικής: η δυσκολία σαφούς και ταχείας διόρθωσης της ελληνικής θέσης, δυσκολία που οφειλόταν στην εμμονή του θρόνου στη φιλογερμανική πολιτική ακόμη και επί Βενιζέλου, οδήγησε τελικά στην εμφύλια σύγκρουση.
Παραφράζοντας τον Αυγουστίνο, το παρόν δεν είναι παρά μια στιγμή ανάμεσα σε ένα παρελθόν που υπάρχει ως ανάμνηση και ως δεδομένα και σε ένα μέλλον που παραμένει άγνωστο όσο και αν το σχεδιάζουμε.
Στη διαχρονία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μια πιθανή αποκλιμάκωση με την Τουρκία δεν είναι παρά μια στιγμή.
Το πραγματικό ζήτημα αφορά το μέλλον και αναφέρεται, ειδικότερα, στις συνθήκες για μια βιώσιμη ειρήνη που δεν θα υποκρύπτει φινλανδοποίηση.
Οι σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας ενδέχεται να υποβοηθήσουν τις συνθήκες για μια βιώσιμη ειρήνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, υπό συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις.
Η αναθεωρητική δυναμική της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια περισσότερο πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη.
Επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί το ριζοσπαστικοποιημένο πολιτικό Ισλάμ στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, γνωρίζοντας τις προφανείς αντιθέσεις εντός του αραβικού κόσμου, αλλά προωθώντας συστηματικά ό,τι είναι δυνατόν να συνδυάσει την κινητοποίηση τουεσωτερικού εθνικιστικού μετώπουμε τηνεξωτερική ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής μουσουλμανικής δύναμης, το καθεστώς Ερντογάν κτίζει μέσω τετελεσμένων τα οποία στη συνέχεια παγιώνει μέσω τακτικών αναδίπλωσης στα επουσιώδη.
Πέρα από την πεπατημένη
Από το 2018 εξηγώ συστηματικά ότι η στρατηγική σχέση με τη Γαλλία είναι μονόδρομος ενόψει:
(α) της επιταχυνόμενης αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας στη Μεσόγειο που αντιμετωπίζεται κυρίως με διορθώσεις στην ισορροπία ισχύος
(β)των λεπτών εσωτερικών ισορροπιών στην ΕΕ που δυσχεραίνουν τις συνεκτικές εξωτερικές δράσεις της, ιδιαίτερα σε αντικείμενα ως προς τα οποία διαφορετικά μεγάλα κράτη έχουν διακριτές προσεγγίσεις
(γ)της σταθερής σχέσης Γερμανίας – Τουρκίας (που καθιστά τη χρήση πραγματικών κυρώσεων που θα πλήξουν την τουρκική οικονομία αδύνατη) και
(δ)των ιδιαιτεροτήτων της περιόδου Τραμπ που αποθράσυνε τον Ερντογάν (παρ’ ότι το State Department έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβεβαιώσει το ιστορικό βάθος και τη σταθερότητα των ελληνοαμερικανικών δεσμών).
Παράλληλα, έχω κατ’ επανάληψη επισημάνει τη σημασία των σχέσεων μεταξύ αλληλεγγύης στο εσωτερικό της ΕΕ και διαιρετικών τομών μεταξύ κρατών και πολιτικών δυνάμεων που αντιμετωπίζουν τα σύνορα της ΕΕ με σαφή ατζέντα ή –αντίθετα– με ήπιο τρόπο, με ό,τι αυτό υποδηλώνει κατά περίπτωση.
Η στήριξη της Αυστρίας –εστιασμένη αλλά σημαντική– αποτελεί σήμερα σαφή επιβεβαίωση αυτής της προσέγγισης. Η Ελλάδα ως τελευταίο σύνορο της Δύσης στα ανατολικά γοητεύει δυνάμεις που –για διάφορους λόγους– έχουν επενδύσει σε παραλλαγές του υποδείγματος της σχετικά περιχαρακωμένης Ευρώπης.
Εμείς όμως, πέρα από τις διμερείς συνεννοήσεις, τι περιμένουμε από τις συνολικές σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας;
Σίγουρα δεν περιμένουμε, παρά τα φληναφήματα που εξακολουθούν να κυκλοφορούν, την άμεση ανάπτυξη ενός «ευρωστρατού» που θα μας εξασφαλίσει απέναντι στην επικίνδυνη γείτονα.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το εμπορικό και οικονομικό πεδίο, και εκεί είναι που θα πρέπει να διαμορφωθεί μια ελληνική στρατηγική ως προς τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας. Διότι, ενώ ορισμένοι επαναλαμβάνουν το κλισέ περί «ευρωπαϊκής πορείας» της Τουρκίας, η ενταξιακή προοπτική της γείτονος έχει εκλείψει. Διαχειριζόμαστε πια την απομάκρυνση από το υποτιθέμενο σενάριο της ένταξης. Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να διαμορφωθεί η εξέλιξη των σχέσεων.
Ως γνωστόν, οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας θεμελιώνονται νωρίς, στη συμφωνία σύνδεσης του 1963, η οποία ακολούθησε την αντίστοιχη ελληνική που είχε υπογραφεί το 1961 και υπήρξε πρώτη μεταξύ των συμφωνιών σύνδεσης.
Ο προβληματισμός για τις σχέσεις έχει περάσει και από τις –κατά καιρούς– ανοιχτά απορριπτικές θέσεις χωρών όπως η Γαλλία και η Αυστρία. Ενόψει των ανυπέρβλητων δυσκολιών, οι ιδέες για πιθανά εναλλακτικά σενάρια βρίσκονταν συχνά κοντά στο προσκήνιο.
Το 2007 ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί είχε προτείνει την ίδρυση μίας Οικονομικής, Πολιτικής και Πολιτιστικής Ένωσης των χωρών της Μεσογείου. Η Μεσογειακή Ένωση επρόκειτο να είναι κατά βάση οικονομική, αλλά θα είχε και πολιτικούς στόχους. Για τον φιλόδοξο Σαρκοζί, η επίλυση του Μεσανατολικού θα ήταν ένας από αυτούς.
Το σχέδιο για τη Μεσογειακή Ένωση ναυάγησε νωρίς, αλλά η Τουρκία είχε προλάβει να εκφράσει την έντονη αντίθεσή της με την ιδέα.
Είναι γεγονός ότι επίσημη θέση της Άγκυρας παραμένει η πλήρης ένταξη, ενώ υποστηρικτές της ευρωπαϊκής πορείας μπορούσαν παλαιότερα να βρεθούν ακόμη και εντός του AKP.
Είναι όμως επίσης γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια αυξανόμενη αδιαφορία αλλά και μια εντεινόμενη αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτών απέναντι στην προοπτική της ΕΕ.
Με δυο λόγια, το πλοίο έχει σαλπάρει και από τις δυο πλευρές: ούτε η ΕΕ ούτε η Τουρκία προσανατολίζονται πια σε μελλοντική ένταξη.
Η Ελλάδα έχει εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία, με την οποία διατηρούμε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο (με την εξαίρεση επιμέρους ετών) και σχετικά καλές προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης.
Παρ’ ότι η κρίση της τουρκικής οικονομίας βρίσκεται σε εξέλιξη (κάμψη εξαγωγών, συνεχής υποχώρηση της λίρας, εξάντληση συναλλαγματικών διαθεσίμων), δεν μπορεί να αγνοηθεί η μακροπρόθεσμα δυναμική εικόνα μιας χώρας με εντυπωσιακή δημογραφική ανάπτυξη, αλλά και ΑΕΠ που ακόμη και τώρα βρίσκεται πάνω από τα 700 δισ. ευρώ. Η Τουρκία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, αυτές είναι οι κύριες αγορές των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών.
Τι είδους σχέση ΕΕ – Τουρκίας θέλουμε;
Τόσο οι οικονομικές διαδράσεις όσο και το κρίσιμο πεδίο του ελέγχου της μετανάστευσης, μας οδηγούν στην ανάγκη συστηματικής και σχετικά σιωπηλής διερεύνησης σεναρίων για ένα νέο καθεστώς σύνδεσης που σταδιακά θα ρυθμίσει τις σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ των δύο μερών θα υπάρξει στα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα είναι εάν η ελληνική πλευρά θα συμβάλει κατά το δυνατόν λεπτομερώς στη διαμόρφωσή της, ως μέλος της ΕΕ και μάλιστα ως μέλος με συγκριτικά αρκετά ισχυρές διμερείς εμπορικές σχέσεις με τη γείτονα.
Βελτίωση μέσω ρήξης;
Κανείς δεν μπορεί να παραστήσει τον έκπληκτο ενόψει της εξελισσόμενης τουρκικής επιθετικότητας. Αναλύοντας την πρόκληση που συνιστά η εξελισσόμενη Τουρκία για τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και ευρύτερα τον μουσουλμανικό κόσμο μέχρι τον Καύκασο, ο σπουδαίος Γάλλος αναλυτής François Géré έγραφε ήδη από το 2003:«Για την Τουρκία, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η αρχή μιας περιόδου γρήγορης ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, διαμόρφωσε στην Άγκυρα την αίσθηση μιας κάποιας επιστροφής στην Αυτοκρατορία».
Μακροπρόθεσμα, τρεις θα είναι –σε τελική ανάλυση– οι βασικοί πυλώνες που θα μας επιτρέψουν να ανταποκριθούμε με επιτυχία στη δομική πρόκληση που συνιστά στο διηνεκές η Τουρκία για την Ελλάδα.
Ο πρώτος και απολύτως απαραίτητος είναι το περαιτέρω χτίσιμο της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος, χωρίς την οποία το μέλλον θα είναι γεμάτο αγκάθια.
Δεύτερο πυλώνα συνιστούν το πλέγμα των διμερών και πολυμερών σχέσεων με χώρες όπως η Γαλλία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ αλλά και το εξελισσόμενο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Ο τρίτος πυλώνας, λιγότερο ορατός αλλά επίσης σημαντικός, θα αποκτήσει υπόσταση εάν διαμορφωθεί με τη συμβολή και της Αθήνας ένα προσεκτικά δουλεμένο μελλοντικό εταιρικό καθεστώς ΕΕ – Τουρκίας που θα μας βγάλει από το επικίνδυνο αδιέξοδο της δήθεν «ενταξιακής πορείας» αλλά παράλληλα θα συνδέει την εξέλιξή του με τη συμπεριφορά της Άγκυρας.
Με τα σημερινά δεδομένα, η ΕΕ πιθανότατα θα εξακολουθήσει να σύρεται πίσω από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, ως οικονομικός γίγαντας αλλά εσωτερικά σπαρασσόμενος πολιτικός νάνος.
Από την άλλη πλευρά, εάν η ΕΕ τελικά κατορθώσει να συγκλίνει στη συστηματική στόχευση μιας καλύτερης οικονομικής – εμπορικής σχέσης με την Τουρκία, που όμως πραγματικά θα συνοδεύεται από σεβασμό της τελευταίας στην κυριαρχία, τις εξωτερικές σχέσεις και τις αξίες των μελών της ΕΕ, τότε η επίτευξη αυτού του θετικού σεναρίου (χωρίς μια άμεση, μαγική απόκτηση νέων διαδικασιών και εργαλείων πολιτικής από την ΕΕ) θα φανεί ότι διέρχεται μέσα από δύο εναλλακτικά μονοπάτια.
Το πρώτο προϋποθέτει αλλαγή των τουρκικών βλέψεων στην Ανατολική Μεσόγειο και περιορισμό των αναθεωρητικών προσεγγίσεων στις διεθνείς σχέσεις της περιοχής.
Δυστυχώς, ο Ερντογάν έχει τόσο πολύ «φορτώσει» την τουρκική κοινή γνώμη με μηνύματα επιθετικού εθνικισμού, ενώ και το βαθύ κράτος έχει σε τόσο βαθμό αναδυθεί και μάλιστα με καθαρά επεκτατικό πρόσημο, που αυτό το μονοπάτι προς το θετικό σενάριο υφίσταται αλλά φαίνεται σήμερα λιγότερο πιθανό.
Το δεύτερο μονοπάτι περνάει μέσα από την σοβαρή κρίση και την παροδική ρήξη των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας.
Δεν θα είναι το τέλος του κόσμου, παρ’ ότι συγκεκριμένα γερμανικά και ισπανικά συμφέροντα θα πληγωθούν παροδικά (το ίδιο και κάποια υπόγεια δίκτυα εξουσίας στη Βαλέτα και τη Σόφια).
Όμως μια πραγματική επανεκκίνηση των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας στη βάση μιας ειδικής σχέσης που θα εδράζεται σε ένα επεξεργασμένο πλαίσιο και θα αποκλείει πολεμικές λύσεις των όποιων διαφορών θα είναι προς το συμφέρον όλων των μερών.
Πιθανή επιδείνωση των συνθηκών στα πολλαπλά μέτωπα της Τουρκίας θα μπορούσε να φέρει αυτό το σενάριο κοντά στο έτος-όραμα 2023. Η ιστορία είναι γεμάτη ειρωνείες.
Σε κάθε όμως περίπτωση, μέχρι τη βελτίωση των όρων συνύπαρξης με τη γείτονα χωρίς τον κίνδυνο φινλανδοποίησης, η Ελλάδα οφείλει να προετοιμάζεται συστηματικά για όλα τα ενδεχόμενα.
Ένα προσωρινό συμπέρασμα
Ο νεο-οθωμανικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας δεν θα αποτραπεί από την ΕΕ.
Μπορεί να αποτραπεί από διαφορετικούς πιθανούς συνδυασμούς κρατών που συντονίζονται κατά περίπτωση στη βάση επιμέρους προκλήσεων (ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτος, Εμιράτα, Ελλάδα, Κύπρος) ή διαμορφώνουν γενικότερες στρατηγικές συγκλίσεις (Γαλλία, Ελλάδα, Κύπρος).
Η όλη διαδικασία θα διευκολυνθεί από την παράλληλη διαμόρφωση ενός έξυπνου και καλοδουλεμένου πλαισίου για τις μελλοντικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας, αφού εγκαταλειφθεί και επίσημα η δήθεν προοπτική της ενταξιακής πορείας.
Με δυο λόγια, έχουμε μπροστά μας μια μακρά και σύνθετη πορεία. Ας εγκαταλείψουμε την παραπλανητική αναζήτηση για γρήγορες, εύκολες «λύσεις».
Σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, που διαθέτει ταυτόχρονα χαρακτηριστικά ασύμμετρης πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, τα λιμάνια της θαλπωρής που γνωρίσαμε στην μορφή προηγμένων πολυμερών συνεργασιών και περιφερειακών ενοποιήσεων είναι ταυτόχρονα απαραίτητα αλλά και δυνάμει παραπλανητικά.
Το τέλος της δεκαετίας αφήνει μια ΕΕ εξελισσόμενη αλλά με κρίσιμες εσωτερικές ρωγμές και – ακόμη σημαντικότερο – μια Ευρώπη που θα επιχειρήσει να ισορροπήσει σε νέες συνθήκες χωρίς να επιτύχει, στο εσωτερικό της, μια συναίνεση για τις στρατηγικές κατευθύνσεις και τον ρόλο των μελών της στην επίτευξη τους.
Επιμένω, κατά συνέπεια, ότι τα σχηματικά κλισέ περί του καλού «φιλελεύθερου διεθνισμού» που θα επανακάμψει αντιπαρατιθέμενος με τον κακό «λαϊκιστικό εθνικισμό» είναι άνευ αξίας.
Ως προς τις ΗΠΑ, μια πλήρης στροφή στον απομονωτισμό ήταν και παραμένει απίθανη: κάθε ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προϋποθέτει την κατανόηση της θεμελιώδους σημασίας της παράδοσης του αμερικανικού διεθνισμού.
Μόνο που η παράδοση αυτή δεν ταυτίζεται με την ηγεμονικά παρεμβατική εκδοχή της, η οποία έχει από δεκαετίες εισέλθει σε αργή αλλά μη αναστρέψιμη πορεία αναδίπλωσης, ανεξάρτητα από επιμέρους διακυμάνσεις.
Αυτό που μένει και που συνεχώς ανανεώνεται είναι η επίμονη εξωστρέφεια των ΗΠΑ, σε πεδία που αναφέρονται τόσο στην ήπια όσο και στη σκληρή ισχύ. Σε ένα νέο, πολυπολικό πλαίσιο.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλουμε να προβληματιστούμε και για τα ζητήματα της περιοχής μας.
Η σημαντική και απολύτως θετική τάση μερικής επιστροφής στην πολυμέρεια που εκφράζει σε πρώτη φάση η νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον δεν συνεπάγεται αυτόματη επίλυση των προβλημάτων που μας απασχολούν. Αντίθετα, επιβάλλει την προσεκτική ανάλυση της πραγματικότητας που θα αναδυθεί μέσα από το ξεδίπλωμα των μετέπειτα φάσεων.
Σε έναν κόσμο πολυπολικό, με μερικές συγκλίσεις σε επιμέρους θεματικά πεδία αλλά και τις αβεβαιότητες που είχε προ πολλών ετών επισημάνει τόσο εύστοχα ο Rosecrance, εξηγώντας ότι μια πολυπολική παγκόσμια τάξη θα αυξήσει τον αριθμό των διεθνών συγκρούσεων παρόλο που θα μειώσει, πιθανότατα, την βαρύτητά τους.
Σε ένα διπολικό σύστημα υπάρχει μια βασική αντιπαλότητα, λόγω της οποίας ελέγχονται ή – σε ορισμένες συγκυρίες – μέσω της οποίας διαθλώνται και επανακαθορίζονται οι υπόλοιποι ανταγωνισμοί. Όμως η πολυπολικότητα μπορεί να συνδυαστεί με πολλαπλές εστίες συγκρούσεων. Πολυπολικό είναι το νέο περιβάλλον και ας μην μας αποπροσανατολίζουν οι τάσεις πολώσεων που θα έρχονται και θα παρέρχονται κατά καιρούς.