* Toυ Δημήτρη Λιάκου, Oικονομολόγου, πρώην Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και πρώην προέδρου του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 5ο Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας & Πολιτικής του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που δημοσιεύεται στις 24/5/2021 στο www.enainstitute.org

 Η εκδήλωση της πανδημικής κρίσης και η στήριξη των κυβερνήσεων

Η εκδήλωση της πανδημίας με αρνητικές αλλά ασύμμετρες επιπτώσεις στο σύνολο των χωρών του πλανήτη έχει προκαλέσει την αναστολή του μεγαλύτερου μέρους των οικονομικών δραστηριοτήτων για εκτεταμένο χρονικό διάστημα.

Ένα χρόνο μετά από το πρώτο «κύμα» του Covid-19 οι περισσότερες οικονομίες συνεχίζουν να βρίσκονται σε καθεστώς λήψης λιγότερο ή περισσότερο αυστηρών περιοριστικών μέτρων, καθώς αυτά θεωρούνται ως το βασικό εργαλείο πρόληψης και περιορισμού της διασποράς του επιβλαβούς και θανατηφόρου ιού στην παγκόσμια κοινότητα.

Συνέπεια της αναγκαστικής διακοπής της δραστηριότητας των περισσότερων κλάδων της οικονομίας τις περιόδους των lockdowns, του περιορισμού των μετακινήσεων και μπροστά στον κίνδυνο μιας βαθιάς ύφεσης οι κυβερνήσεις προχώρησαν στην παροχή σημαντικής βοήθειας προς τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους [1].

Χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Αυστραλία κ.ά. προσέφεραν εκατοντάδες δισεκατομμύρια στήριξης προς τις οικονομίες τους στην προσπάθεια αποφυγής εκδήλωσης μιας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

Σε ανάλογο ρυθμό κινήθηκαν και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα εκείνες που είτε χτυπήθηκαν βαρύτερα από την πανδημία όπως η Ιταλία και η Ισπανία είτε διέθεταν μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο όπως πχ. η Γερμανία. Ιστορική χαρακτηρίζεται η μεταστροφή της Ευρώπης προς την κατεύθυνση εύρεσης κοινών λύσεων, με αποκορύφωμα τη λήψη αποφάσεων που θεωρούνταν αδιανόητες πριν από λίγα χρόνια, με σημαντικότερη όλων τον κοινό δανεισμό από τις κεφαλαιαγορές -μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον συντονισμό νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Οι πρώτες ενέργειες έγιναν από την ΕΚΤ που προχώρησε σε ένα τεράστιο πρόγραμμα αγοράς κρατικών χρεογράφων, χωρίς εξαιρέσεις και ανεξαρτήτως της επενδυτικής βαθμίδας των μελών της, και την ελαστικοποίηση των όρων χρηματοδότησης προς τα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να εξασφαλισθεί η απρόσκοπτη ροή ρευστότητας προς τις οικονομίες.

Στο δημοσιονομικό-μακροοικονομικό σκέλος η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας (ΣΣ) για τη διετία 2020-21 και η διαφαινόμενη παροχή ευελιξίας για το 2022, η χαλάρωση των κανόνων κρατικής ενίσχυσης και κυρίως η συμφωνία για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ, με την Commission να αναλαμβάνει τον ρόλο του εκδότη κοινού χρέους για τις χώρες-μέλη, αδιαμφισβήτητα συνέβαλαν σημαντικά στην ενίσχυση των διαθέσιμων μέσων και του περιορισμού των «πληγών» της πανδημικής κρίσης.

Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των μέτρων στήριξης στην Ευρώπη

Η μεταγενέστερη ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης (2021) είχε ως συνέπεια το βάρος των έκτακτων μέτρων για το 2020 να το αναλάβουν κυρίως οι εθνικοί προϋπολογισμοί [2].

Η επίδραση των σχετικών κυβερνητικών αποφάσεων καταγράφηκε σε δυο επίπεδα.

Στο μακροοικονομικό, η ύφεση που καταγράφηκε περιορίσθηκε σε μονοψήφια ποσοστά [3] (E.E.: -6,2%, Ευρωζώνη: -6,6% Ελλάδα: -8,2%), ενώ το ποσοστό της ανεργίας συγκρατήθηκε σε επίπεδα [4](E.E.: 7.3%, Ευρωζώνη: 8,1%, Ελλάδα: 15,8% ) που δεν προκάλεσαν σημαντικές κοινωνικές εντάσεις και άμεση φτωχοποίηση των πιο ευάλωτων στρωμάτων του πληθυσμού.

Από την άλλη, οι δαπάνες για την κάλυψη των συνεχώς διογκούμενων αναγκών επέφεραν, όπως ήταν αναμενόμενο, την αύξηση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους.

Στην Ευρωζώνη το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να ανέλθει στο 8,8% για το 2020, στο 6,4% το 2021 και στο 4,7% το 2022 [5.].

Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EE) [6], από 85,9% το 2019, το 2020 θα διαμορφωθεί στο 101,7% και θα ανέλθει σε 102,3% και 102,6% για το 2021 και 2022 αντίστοιχα, επίπεδα που αποτελούν ιστορικά υψηλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενιαίο σύνολο χωρών- μελών.

Δημοσιονομικές παρεμβάσεις στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις τους σε έλλειμμα και χρέος

Στην Ελλάδα οι συνολικές παρεμβάσεις ανήλθαν σε περίπου 23,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων η καθαρή δημοσιονομική παρέμβαση άγγιξε τα 14,9 δισ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα αποτέλεσαν εγγυήσεις μέσω διάφορων χρηματοδοτικών εργαλείων για την τόνωση της ρευστότητας.

Για το 2021 η αρχική πρόβλεψη του Προϋπολογισμού έκανε λόγο για 7,5 δισ. ευρώ, ωστόσο η παράταση του lock down και των μέτρων ενίσχυσης φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων ανεβάζουν την εκτίμηση κοντά στα 11,5 δισ. ευρώ.

Συνέπεια της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής ήταν η καταγραφή υψηλού πρωτογενούς ελλείμματος της τάξης του 8,4% για το 2020.

Το δημόσιο χρέος ανήλθε στα επίπεδα του 205%, ενώ με βάση τις εκτιμήσεις τα έτη 2021 και 2022 παρατηρείται μεν μια σχετική αποκλιμάκωση αλλά κοντά στα επίπεδα του 200%.

Ωστόσο οι πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών ότι η ανοδική πορεία του δημόσιου χρέους θα συνεχισθεί και το 2021 λόγω της παρατεινόμενης διακοπής της οικονομικής δραστηριότητας και της συνέχισης των υποστηρικτικών μέτρων δημιουργούν εύλογες αβεβαιότητες για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2021.

Διαμόρφωση δημόσιου χρέους στην Ευρώπη

Αναλύοντας τα δεδομένα και τις εκτιμήσεις των αναλυτών παρατηρείται μια αύξηση του δημόσιου χρέους σε επίπεδα ανησυχητικά για τη μελλοντική οικονομική κατάσταση αρκετών χωρών.

Η ασκούμενη πολιτική από την ΕΚΤ μέσω της παρέμβασης στις αγορές ομολόγων έχει συμβάλει στον μέγιστο βαθμό στην αποκλιμάκωση των yields των κρατικών χρεογράφων ακόμα και των πιο αδύναμων χωρών σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Ωστόσο, παρά την αισιοδοξία και τις προσδοκίες που προκαλεί η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης τα επόμενα τρίμηνα, η συζήτηση σχετικά με το θέμα του μελλοντικού δημοσιονομικού πλαισίου και ειδικότερα για τις παραμετροποιήσεις του ΣΣ για το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, έχει ήδη ξεκινήσει.

Προτού αναφερθούμε σε επιμέρους προτάσεις, παρατίθενται ορισμένοι πίνακες που δείχνουν βασικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος των χωρών που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις την επαύριο της κρίσης και πιο συγκεκριμένα της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ

Δημ.Χρ./ΑΕΠ (%)

2019

2020

2021

2022

     

Ε.Ε.

79,2

93,9

94,6

94,9

Ευρωζώνη

85,9

101,7

102,3

102,6

Ελλάδα

180,5

207,1

200,7

194,8

Ιταλία

134,7

159,6

159,5

159,1

Ισπανία

95,5

120,3

122,0

123,9

Πορτογαλία

117,2

135,1

130,3

127,2

Πηγή: Φθινοπωρινές εκτιμήσεις Ε.Ε. – Μέση Ληκτότητα Δημόσιου Χρέους (έτη) Ακαθάριστες Χρηματοδοτικές Ανάγκες/ΑΕΠ (%)

 

Από την παράθεση των παραπάνω στοιχείων διαπιστώνουμε πέραν της αύξησης του επιπέδου του δημόσιου χρέους για τις προαναφερόμενες χώρες, δύο επιπρόσθετα στοιχεία προβληματισμού.

Τη χαμηλή μέση σταθμισμένη περίοδο λήξης τους (εξαίρεση η Ελλάδα) καιτις υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους, γεγονός που τις καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτες τόσο απέναντι στις αγορές στο ενδεχόμενο αλλαγής της πολιτικής της ΕΚΤ ή αύξησης των επιτοκίων όσο και ως προς την τήρηση των προβλεπόμενων κανόνων του ΣΣ στην περίπτωση επαναφοράς του από το 2023.

Τυχόν επανάληψη της «λογικής» της λιτότητας που επέβαλαν οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές ηγεσίες κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας θα αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα διατήρησης ικανοποιητικών και βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης, ενίσχυσης της απασχόλησης, ουσιαστικής επούλωσης των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της πανδημικής κρίσης, ενώ πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος επανεμφάνισης πολιτικών αμφισβήτησης της συνοχής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Επιπρόσθετα αξίζει να σημειωθεί ότι η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική αποδείχθηκε αναποτελεσματική ως προς το στόχο μείωσης του δημόσιου χρέους συγκρίνοντας τα δεδομένα της περιόδου 2010-2018 που αφορούν την ελληνική περίπτωση.

Προτάσεις για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους και τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας

Η αναθεώρηση της στάσης της Ε.Ε. και των ευρωπαϊκών ηγεσιών προς την κατεύθυνση κοινών λύσεων και εφαρμογής ευέλικτων δημοσιονομικών κανόνων είχε ως αποτέλεσμα τα μέτρα ενίσχυσης επιχειρήσεων και εργαζομένων να συμβάλουν στη διαμόρφωση των μακροοικονομικών μεγεθών σε επίπεδα καλύτερα των προβλέψεων.

Η «δυναμική» της πανδημίας όμως εξαναγκάζει τις κυβερνήσεις να συνεχίσουν τα έκτακτα μέτρα, επιλέγοντας ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής, με ενισχύσεις μικρότερου μεγέθους και επιλεγμένης κλαδικής στόχευσης.

Οι πρόσφατες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για επιστροφή των οικονομιών προς το τέλος του 2022 στα επίπεδα ΑΕΠ του 2019, ενώ για τις πιο αδύναμες χώρες αυτό προβλέπεται για το 2023.

Η στάση της ΕΚΤ έχει αδιαμφισβήτητα βοηθήσει στη διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού σε χαμηλά ιστορικά επίπεδα, ενώ η Πρόεδρος της (C. Lagarde) επανειλημμένως έχει τονίσει ότι θα διατηρήσει την ίδια πολιτική έως ότου επιβεβαιωθεί το ξεπέρασμα της κρίσης και η σταθεροποίηση των οικονομιών.

Πρακτικά, όσο οι ρυθμοί ονομαστικής μεγέθυνσης θα είναι μεγαλύτεροι του επιτοκίου δανεισμού το ζήτημα του χρέους θα θεωρείται διαχειρίσιμο.

Η έναρξη του Ταμείου Ανάκαμψης και των χρηματικών καταβολών των Διαρθρωτικών Ταμείων της περιόδου 2021-2027 δημιουργούν -υπό προϋποθέσεις- συνθήκες επιτάχυνσης των αναπτυξιακών προοπτικών.

Ωστόσο μπαίνει ένα κρίσιμο ερώτημα, εκείνο των δημοσιονομικών κανόνων που θα διέπουν τις πολιτικές των χωρών μελών από το 2022 και μετά και τη συσχέτιση τους με την επανεκκίνηση των οικονομιών, τη μείωση των επιπτώσεων της πανδημίας, την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων (πχ. κλιματική αλλαγή και ψηφιακή μετάβαση) και την επίτευξη των επιμέρους στόχων που θέτει το ισχύον ΣΣ.

Πρακτικά, υπό τις παρούσες συνθήκες και τα μελλοντικά δεδομένα είναι εφικτό για χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα να πετύχουν τη μείωση κατά 1/20 του χρέους προκειμένου να «βαδίσουν το μονοπάτι» μέχρι την επίτευξη του 60% δημόσιο χρέος/ΑΕΠ που επιβάλουν οι σημερινοί κανόνες;

Είναι εφικτό για τις προαναφερόμενες χώρες να επιτυγχάνουν για διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4%-5% / ΑΕΠ προκειμένου να ικανοποιούν τους στόχους του ΣΣ και ταυτόχρονα να επιτυγχάνουν την οικονομική ανάκαμψη και τον μετασχηματισμό των οικονομιών τους;

Η εμπειρία της άσκησης πολιτικών λιτότητας απέδειξε ότι μέσω των περιοριστικών μέτρων δεν επιτυγχάνονται ούτε ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης ούτε ουσιαστική μείωση του χρέους.

Για κάποιους αναλυτές και πολιτικούς το ζήτημα του δημόσιου χρέους χρήζει μιας ξεχωριστής αντιμετώπισης.

Βασικό επιχείρημα τους αποτελεί ο κίνδυνος εκδήλωσης μιας νέας κρίσης χρέους, αντίστοιχης εκείνης που ταλάνισε την Ευρώπη την προηγούμενη δεκαετία, εξ ου και η θέση τους περί εμπροσθοβαρών (proactive) προσεγγίσεων και εύρεσης λύσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο 100 οικονομολόγοι-πολιτικοί-διαμορφωτές της κοινής γνώμης πρότειναν τη διαγραφή των κρατικών χρεών που διακρατά η ΕΚΤ ή την αντικατάσταση τους ομόλογα αορίστου χρόνου (perpetual) υπό την αίρεση της δέσμευσης των κυβερνήσεων ότι θα επενδύσουν τα αντίστοιχα ποσά στην οικολογική μετάβαση και την κοινωνική συνοχή [7].

Όμως η πρόταση αυτή πέραν των πιθανών νομικών αντιρρήσεων που θα προκαλέσει λόγω της παραβίασης των ευρωπαϊκών Συνθηκών, έχει πιθανότατα ουδέτερο αποτέλεσμα καθώς οι ζημιές που θα προκληθούν στην ΕΚΤ θα διαμοιραστούν στις χώρες- μέλη με βάση την κλείδα κατανομής που αντιστοιχεί στην κάθε μια.

Η εναλλακτική πρόταση εφαρμογής της συγκεκριμένης λύσης στις υπερχρεωμένες χώρες, συγκεντρώνει απειροελάχιστες πιθανότητες αποδοχής, καθώς εκτός της παραβίασης της αρχής της συμμετοχής στην ΕΚΤ (με βάση την προαναφερόμενη κλείδα), σε πολιτικό επίπεδο θα προκύψουν έντονες αντιδράσεις ενώ επιπρόσθετα ελλοχεύουν σοβαρές νομικές επιπλοκές, όπως έγινε με την προσφυγή Γερμανών πολιτών στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καλσρούης για το πρόγραμμα της ΕΚΤ αγοράς κρατικών ομολόγων το 2015.

Μια ενδιαφέρουσα λύση διαχείρισης του χρέους κατέθεσαν πρόσφατα οι οικονομολόγοι Emilios Avgouleas και Stefano Micossi [8].

Σύμφωνα με την πρόταση τους ο ESM θα εξαγοράσει σταδιακά σε βάθος δεκαετίας τα ομόλογα των κρατών μελών που διακρατά η ΕΚΤ στα πλαίσια των προγραμμάτων ΑΡΡ (2015) και ΡΕΡΡ (2020).

Καταρχάς αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη λύση αφορά στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης και υιοθετεί την άποψη της αναβάθμισης του ESM σε έναν κοινό πανευρωπαϊκό οργανισμό διαχείρισης του δημόσιου χρέους.

Το τεχνικό μέρος εμπεριέχει τις λεπτομέρειες «αντικατάστασης» της ΕΚΤ από τον ESM και τις πρόνοιες για την αποφυγή παραβίασης των ισχυουσών Συνθηκών, ενώ παράλληλα προβλέπει ότι η αγορά και διακράτηση των κρατικών χρεογράφων θα συνοδεύεται από την τήρηση και ικανοποίηση συγκεκριμένων δεσμεύσεων από την πλευρά των χωρών, χωρίς την προϋπόθεση υπογραφής σχετικών μνημονίων (MoUs).

Η υποχρέωση αποπληρωμής των ομολόγων παραμένει στις χώρες μέλη, ενώ σε καμία περίπτωση ο ESM δεν αναλαμβάνει τον ρόλο του εγγυητή των συγκεκριμένων χρεογράφων.

Μια πιο ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση θα ήταν η αγορά του μέρους του χρέους που προέκυψε για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης, αναγνωρίζοντας με έμπρακτο τρόπο την αναγκαιότητα κοινής αντίδρασης των έκτακτων και πρωτόγνωρων συνθηκών.

Οι δυο παραπάνω προτάσεις, ανεξαρτήτως του πιθανού βαθμού αποδοχής τους από τις ηγεσίες της Ευρώπης, περιορίζονται στο σοβαρό μεν θέμα του δημόσιου χρέους ωστόσο δεν καταπιάνονται με το ολιστικό πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής.

Αδιαμφισβήτητα το ζήτημα του χρέους είναι σημαντικό και καθοριστικό για το μέλλον μιας χώρας, όπως αποδείχθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο τα διδάγματα του παρελθόντος μας δείχνουν ότι χωρίς την εύρεση της κατάλληληςισορροπίας ανάμεσα σε ανάπτυξη-επενδύσεις-απασχόληση-μείωση χρέους και ελλειμμάτων, η οικονομική πολιτική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Η εμπειρία από τη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης σε συνδυασμό με τα αρνητικά συμπεράσματα από την αναποτελεσματικότητα σε πολλαπλά επίπεδα των πολιτικών της λιτότητας της δεκαετίας του 2010, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητη η μεταρρύθμιση του ΣΣ και η ενσωμάτωση σε αυτό νέων ιδεών.

Το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) [9] και ο επικεφαλής του, ο κ. Niels Thygesen [10έθεσαν στο τραπέζι την ιδέα της αναθεώρησης των κανόνων της δημοσιονομικής πολιτικής και της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης. Η πρόταση τους στηρίζεται σε τρεις πυλώνες:

Α) την δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού δημοσιονομικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση έκτακτων εξωγενών απειλών, όπως η πρόσφατη πανδημική «περιπέτεια»,

Β) την απλοποίηση και τη βελτιστοποίηση των κανόνων του δημοσιονομικού πλαισίου και

Γ) την διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των δαπανών του προϋπολογισμού που προορίζονται για αναπτυξιακούς σκοπούς (επενδύσεις, απασχόληση, κλιματική αλλαγή κά.).

Πιο αναλυτικά για τον πρώτο πυλώνα του μόνιμου δημοσιονομικού μηχανισμού, προτείνουν τη σημαντική και μόνιμη αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και τη χρηματοδότηση του με ίδιους πόρους, την προτεραιοποίηση των επενδυτικών στόχων της ΕΕ, την ύπαρξη απλών και ξεκάθαρων κανόνων για την κατανομή των πόρων προς τις χώρες-μέλη και την παροχή διαβεβαίωσης της ικανοποιητικής εφαρμογής των δεσμεύσεων από ανεξάρτητο όργανο.

Στο θέμα της αλλαγής του ΣΣ, προκρίνουν τη διαφοροποίηση των στόχων ανά χώρα, τη διαφοροποίηση των κανόνων για τις δαπάνες, προτεραιοποιώντας εκείνες που συμβάλουν στην αναπτυξιακή δυναμική και τηδιαμόρφωση ενός «κανόνα διαφυγής» όταν οι συνθήκες το επιβάλουν κατόπιν σχετικής σύστασης από ανεξάρτητο παρατηρητή.

Ο τρίτος πυλώνας, των επενδυτικών δαπανών θα αφορά στην αναπτυξιακή ατζέντα και θα συγχρονίζεται με τους νέους κοινούς κανόνες για τις συγκεκριμένες δαπάνες του πυλώνα Β.

Συνοψίζοντας την πρόταση του ΕΔΣ θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια πιο ολιστική προσέγγιση που ενσωματώνει τόσο τις εμπειρίες από τις τρεις κρίσεις των τελευταίων 14 ετών (παγκόσμια χρηματοοικονομική-2008, κρίση χρέους-2011, πανδημία-2020) όσο και τις προκλήσεις του μέλλοντος που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη.

Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την ουσιαστική συζήτηση που πρέπει να ανοίξει σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες το προσεχές διάστημα.

Πολιτικό πλαίσιο – Επόμενη ημέρα

Η παράταση της αναστολής του ΣΣ δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και την επανεκκίνηση των οικονομιών.

Σαφέστατα το υγειονομικό σκέλος θα έχει τον πρωτεύοντα ρόλο στην επαναφορά της παγκόσμιας κοινότητας σε πιο «φυσιολογικές» συνθήκες.

Οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών πέραν της στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων και της ενδυνάμωσης των συστημάτων υγείας και του κράτους πρόνοιας εν γένει πρέπει να επικεντρωθούν στο σκέλος της ανάπτυξης, κυρίως μέσω της βέλτιστης και πολλαπλασιαστικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων και της συμπληρωματικότητας τους με εθνικούς πόρους και ιδιωτικά κεφάλαια.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της πλειοψηφίας των αναλυτών η ΕΚΤ θα συνεχίσει την παρέμβαση της για μεγάλο χρονικό διάστημα, επομένως οι πιθανότητες εκδήλωσης μιας νέας κρίσης χρέους για το επόμενο διάστημα είναι περιορισμένες.

Παρόλα αυτά η αποσαφήνιση του μελλοντικού δημοσιονομικού πλαισίου είναι απαραίτητη προκειμένου οι κυβερνήσεις αφενός να γνωρίζουν τα περιθώρια παρεμβάσεων τους για το τρέχον έτος και το 2022 και αφετέρου να προετοιμάζουν κατάλληλα τις πολιτικές τους για το άμεσο και μεσομακροπρόθεσμο μέλλον.

Οι προτάσεις που παρουσιάστηκαν θα αποτελέσουν αντικείμενα διαπραγμάτευσης στο πολιτικό επίπεδο της Ευρώπης εντός του 2021, μετά την τέλεση των γερμανικών εκλογών και ενδεχομένως σε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον.

Η εκδήλωση της πανδημίας συνέβαλε στη λήψη σημαντικών αποφάσεων προς τη θετική κατεύθυνση, παρά τις δυσκολίες που πάντοτε παρατηρούνται στο ευρωπαϊκό πεδίο.

Θεωρείται δεδομένο ότι τα ζητήματα που βάζουν οι κατατεθειμένες λύσεις θα προκαλέσουν προβληματισμούς, έντονες συζητήσεις, συμμαχίες και αντιμαχίες.

Είναι κρίσιμο να αποφευχθεί ένας νέος διαχωρισμός της Ευρώπης σε «Νότος Vs Βορρά» και «Συνετοί Vs Σπάταλων».

Η πρόσφατη εμπειρία δημιουργεί μεγαλύτερη αισιοδοξία ότι οι χώρες-μέλη μπορούν να λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ωστόσο είναι απαραίτητο να συνειδητοποιούμε το συνολικό πλαίσιο, τις ισορροπίες, να αναλύουμε τα δεδομένα και να αναζητούμε απαντήσεις ρεαλιστικές και ταυτόχρονα αποτελεσματικές.

Τούτων δοθέντων ενδεχομένως να είναι προτιμότερο να επιδιώξουμε πιο ολιστικές λύσεις, όπως είναι η πρόταση συνολικής αναθεώρησης και μεταρρύθμισης του ΣΣ αντί να περιορισθούμε σε απαντήσεις σε σημαντικά μεν, επιμέρους προβλήματα δε.

Προς αυτή την κατεύθυνση η έναρξη ενός δημοσίου διαλόγου σε εθνικό επίπεδο κρίνεται ως απαραίτητη, στον οποίον θα πρέπει να συμμετάσχει το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών φορέων και του επιστημονικού δυναμικού της χώρας με συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις.

1https://www.imf.org/en/Publications/FM/Issues/2020/09/30/october-2020-fiscal-monitor

2https://www.ecb.europa.eu/pub/economic-bulletin/articles/2021/html/ecb.ebart202101_03~c5595cd291.en.html#toc7

3https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tec00115/default/table?lang=en

4https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/une_rt_m/default/table?lang=en

5https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/economic-performance-and-forecasts/economic-forecasts/winter-2021-economic-forecast-challenging-winter-light-end-tunnel_en

6https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/economy-finance/ip136_en_2.pdf

7https://www.euractiv.com/section/economy-jobs/opinion/cancel-the-public-debt-held-by-the-ecb-and-take-back-control-of-our-destiny/

8https://www.ceps.eu/ceps-publications/on-selling-sovereigns-held-by-the-ecb-to-the-esm/

9https://ec.europa.eu/info/publications/2020-annual-report-european-fiscal-board_en

10https://voxeu.org/article/reforming-eu-fiscal-framework-now-time





ΠΗΓΗ