Spyros Catramis / EyeEm via Getty Images
Αφορμή απετέλεσε ένα χιουμοριστικό σημείωμα το οποίο γρήγορα έκανε το γύρο του διαδικτύου.
Ανέφερε: “τα παιδιά που δίνουν πανελλήνιες φέτος γεννήθηκαν τη χρονιά που βγήκε το «γκούτσι φόρεμα». Δώστε μας τη σύνταξη. Τελειώσαμε κύριοι”.
Η Gucci ως brand name έχει καταφέρει να παραμείνει στην κορυφή. H γνωστή ιστοσελίδα business insider έγραφε τον Ιανουάριο του 2020 ότι μαζί με την Louis Vuitton ήταν από τις μάρκες οι οποίες είχαν σταθερά από τις υψηλότερες αξίες στον κόσμο τα τελευταία είκοσι χρόνια, ενώ τον Μάρτιο του 2021 φιλοξένησε ένα άρθρο αφιερωμένο στο πως κατάφερε να παραμείνει αγαπημένη μάρκα των Millennials.
Εμείς στην Ελλάδα δεν καταφέραμε να μείνουμε στην κορυφή. Καταφέραμε, όμως, να μείνουμε όρθιοι.
Ας δούμε τι έκαναν οι επικεφαλής της Gucci για να παραμείνουν στην κορυφή και τι έκαναν οι επικεφαλής της Ελλάδας.
Το μοναδικό σημείο στο οποίο θα σταθώ είναι η ανυπαρξία του αυτόματου πιλότου. Κάθε επικεφαλής πρέπει να δουλεύει σκληρά και να προσπαθεί. Δεν μπορεί να εφησυχάσει ούτε στιγμή.
Η Ελλάδα γνώρισε αρκετούς επικεφαλής τα τελευταία χρόνια. Ο καθένας θα κριθεί από την Ιστορία.
Υπάρχει, όμως, ένα στοιχείο: το 2003 ένα γκούτσι φόρεμα ήταν εφικτό από την πλειοψηφία των Ελλήνων. Σήμερα δεν είναι.
Αν κάναμε μια αντίστοιχη μέτρηση για το γκούτσι φόρεμα με το Big Mac Index του The Economist για την Ελλάδα είμαι σίγουρος ότι θα είχαμε ένα αποτέλεσμα και μοναδικό: η πλειοψηφία των Ελλήνων φτωχοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια.
Ο “γκούτσι φόρεμα index” είμαι σίγουρος ότι θα αποδείκνυε κι άλλα πολλά. Την χρεοκοπία μιας ολόκληρης γενιάς, μιας ολόκληρης λογικής.
Σήμερα πανηγυρίζουμε που το πενταετές ομόλογό μας έχει αρνητικό επιτόκιο και δεν συνυπολογίζουμε ότι η μεγάλη ευκαιρία που μας δίνεται προέρχεται από το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε το αδιανόητο της πανδημίας και πως αυτό είναι η βασικότερη αιτία που έχουμε νέες δυνατότητες και προοπτικές.
Σήμερα μιλάμε για την πατρίδα, αλλά φοβάμαι ότι λησμονούμε τους πολίτες της. Όχι πως η σημερινή Κυβέρνηση δεν έδειξε θετικά στοιχεία. Όχι πως δεν υπήρχε θετικό έργο. Αλλά απέχουμε πολύ από το ιδανικά εφικτό. Άσχετα, λοιπόν, από κομματική χροιά, άσχετα από ιδεολογική άποψη, απλά, κατανοητά και ρεαλιστικά: ας κινηθούμε προς άλλη κατεύθυνση.
Η περίοδος που ζούμε είναι υβριδική, οι εξελίξεις -στην Ευρώπη κυρίως- ραγδαίες κι η μεσαία τάξη της κοινωνίας μας, ενώ πριν είκοσι χρόνια μπορούσε να αγοράσει ένα γκούτσι φόρεμα με μισό μηνιαίο μισθό, τώρα θέλει τέσσερις και βάλε. Κι αν είναι υπερβολή “ο γκούτσι φόρεμα index” σίγουρα δεν είναι υπερβολή ότι έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας μεταξύ των νέων και των οικογενειών με παιδιά.
Όπως δεν είναι πολιτικά δικαιολογημένο και κοινωνικά αποδεκτό το γεγονός της δημιουργίας τουριστικών ζωνών, οι οποίες πλέον είναι απαγορευτικές για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων.
Σήμερα υπάρχουν ολόκληρες περιοχές που μπορεί να περάσει τις διακοπές του ο εύπορος ξένος τουρίστας, αλλά ο μέσος Έλληνας δεν μπορεί καν να επισκεφτεί. Διότι απλούστατα δεν το αντέχει η οικονομική του κατάσταση. Αυτό για την Ελλάδα είναι πρωτοφανές.
Ο εκδημοκρατισμός του χώρου είναι ελληνικό κεκτημένο από την αρχαιότητα και δεν χάθηκε ούτε στην τουρκοκρατία.
Στο όνομα του υψηλής ποιότητας τουρισμού δημιουργήσαμε σήμερα μέρη-ζώνες σχεδόν αποκλειστικά για ξένους, ή για πάμπλουτους Έλληνες. Εντός της χώρας μας. Χωρίς καμία λογική. Ή αν θέλετε με μια λογική που τη συναντούμε σε αποικιακές κοινωνίες. Όμως ιστορικά η Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε αποικία για να αποδέχεται ζώνες αποικιοποίησης.
Οι μάχες που πρέπει να δώσουμε πρέπει να είναι μάχες υπέρ των πολλών. Υπέρ της πλειοψηφίας των πολιτών. Οι μάχες που πρέπει να δώσουμε πρέπει να διέπονται από σεβασμό στο χθες και να χαρακτηρίζονται από καινοτομία και δημιουργία για το αύριο. Πρέπει να δημιουργήσουμε στέρεες βάσεις και σαφές οδικό χάρτη. Και πρέπει ο δρόμος να χαραχθεί με το βλέμμα στη διέλευση του από όσους περισσότερους γίνεται.
Η πρόοδος έχει πάντοτε νομοτελειακά χαρακτηριστικά. Αλλά αν δεν λειτουργεί ολιστικά τότε συνήθως ακολουθείται από βαθιά, δομική οπισθοδρόμηση.