Εν μέσω της κρίσης στην Ουκρανία, το θέμα της ενέργειας έγινε πια για τα καλά η πυρηνική βόμβα της Ευρώπης που μπορεί να σκάσει ανά πάσα στιγμή, συμπαρασύροντας σε ένδεια πολύ μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού.

Με βάση και πρόσφατο δημοσίευμα (http://emo.gr/2022/03/43194/). Οι χώρες φυσικά που είναι πιο ευάλωτες είναι αυτές που έχουν τα χαμηλότερα εισοδήματα, αυτές που δεν έχουν πολλές εναλλακτικές συνδεδεμένες στο ενεργειακό τους σύστημα και αυτές που δεν έχουν ολοκληρωμένο (ή κανέναν απολύτως) σχεδιασμό ανθεκτικότητας της οικονομίας. Μία τέτοια χώρα ακριβώς είναι και η Ελλάδα.

Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι δομικό και έχει να κάνει σε εντελώς λανθασμένους σχεδιασμούς από τους πολιτικούς φορείς και στην πολιτική του ήξεις αφίξεις χωρίς τελικά έμπιστο σχεδιασμό. Ας τα δούμε αναλυτικότερα γιατί.

α) Η Ελλάδα επέλεξε πολύ ορθά, στην προσπάθειά της να συμβάλει στην αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου, να προχωρήσει σε μια γρήγορη απολιγνιτποίηση της ηλεκτροπαραγωγής, μειώνοντας τη χρήση λιγνίτη ο οποίος είχε μεγάλη επιβάρυνση εξαιτίας του περιβαλλοντικού κόστους.

Η κίνηση αυτή ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ αρκετές φωνές ακούστηκαν ότι ενδεχομένως να έπρεπε να γίνει πιο ομαλά και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Σίγουρα η κλιματική πίεση δεν σηκώνει καθυστερήσεις, αρκεί όμως και το ενεργειακό σύστημα να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αλλαγή αυτή με καθαρό τρόπο. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στις 27 Δεκεμβρίου, δόθηκε σε πέντε λιγνιτικούς σταθμούς και σε έναν σταθμό πετρελαίου δικαίωμα παρέκκλισης από τα ευρωπαϊκά όρια εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων. Η νέα ημερομηνία επιτρέπει στους λιγνιτικούς σταθμούς να λειτουργήσουν (κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές) πέρα από τις δεσμεύσεις της χώρας για την απολιγνιτοποίηση.

β) Η απολιγνιτοποίηση δυστυχώς δεν συνοδεύτηκε από απανθρακοποίηση της ενέργειας. Και αυτό γιατί η πολιτεία έχει μέχρι τώρα επιλέξει την αντικατάσταση λιγνίτη με φυσικό αέριο, τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στη θέρμανση.

Ομως, το φυσικό αέριο που προκρινόταν προ 10ετίας σαν το φθηνό καύσιμο μετάβασης, εφεξής είναι το καύσιμο που εγείρει τα περισσότερα ερωτήματα. Εκτός από τις τιμές που δεν θα είναι ποτέ εφεξής χαμηλές, βλέπουμε και τα γεωπολιτικά προβλήματα πια.

Όσο και να θέλουν οι πολιτικοί να μιλάνε για πρόσκαιρο φαινόμενο, προφανώς είχε άγνοια των σεναρίων της Ευρωπαϊκής επιτροπής όσο και της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας που δείχνουν αύξηση των τιμών σταθερά έως το 2050 (ίσως με μικρότερες πληθωριστικές πιέσεις).

Η αύξηση αυτή κάνει και τη χώρα μας να έχει από τις υψηλότερες ενεργειακές τιμές στην Ευρώπη (αρκεί να σκεφτούμε ότι το ορυκτό αέριο συνεχίζει να έιναι πρωτεύων στην ηλεκτροπαραγωγή, ελαφρώς υψηλότερο από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Η εμμονή της Ελλάδας με το ορυκτό αέριο δυστυχώς εγκλώβισε και εγκλωβίζει τη χώρα ακόμα περισσότερο σε υψηλότερο κόστος.

Η παλινωδεία φυσικά της χώρας φαίνεται ότι δεν έχει σταθερή και μακροχρόνια ενεργειακή πολιτική πια, καθώς αναζητά πηγές ορυκτού αερίου από παντού (εμμένοντας στις εισαγωγές καυσίμου με αυξημένο κόστος για την οικονομία) πια, ενώ μόλις πρόσφατα ανακοινώθηκε και ότι πρωθείται συμφωνία με την Βουλγαρία για αγορά ηλεκτρισμού από πυρηνικό σταθμό.

Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν είχε συμφωνηθεί στο υφιστάμενο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Και οι δύο λοιπόν οπτικές αφορούν καθαρά εξάρτηση της χώρας από ξένους πόρους.

γ) Η Διαχείρηση της ζήτησης και η αντίστοιχη μείωσή της μέσω δράσεων ενεργειακής εξοικονόμησης έχει μείνει αρκετά πίσω.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε το 2021 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μη εφαρμογή της Οδηγίας για την Ενεργειακή Αποδοτικόττηα του 2018 ενώ σε λίγους μήνες ξεκινάει και νέα Οδηγία με νέους υψηλότερους στόχους. Ενδεικτικό είναι ότι η χώρα αργεί υπερβολικά στα προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης (πχ ακόμα και το τελευταίο Εξοικονομώ διαφημιζόταν από τον Μάρτιο του 21 και τελικά ξεκίνησε τον Δεκέμβριο εν μέσω του peak του COVID19 και όταν το κόστος των υλικών είχε ήδη αυξηθεί από τον πληθωρισμό, όπου η στόχευση σε αριθμό κτιρίων είναι ελλειπέστατη σε σχέση με τις ανάγκες).

Αντίστοιχη ιστορία και για τα αλλα προγράμματα που προαναγγέλονται χωρίς τελικά να υλοποιούνται (πχ οι φοροαπαλλαγές για ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών που τελικά έμεινε μόνο στην εργασία και όχι στα υλικά κοκ). Αντίστοιχα η Ελλάδα ουδέποτε δημιούργησε ένα ταμείο ενεργειακής απόδοσης, ως όφειλε, για να μπορεί εύκολα να προβαίνει σε ενεργειακές αναβαθμίσεις (περισσότερα εδώ).

Η διαχείρηση της ζήτησης είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος για να μειώσουμε την ενεργειακή εξάρτηση και το δυναμικό στην Ελλάδα είναι τεράστιο (για να μην αναφέρουμε και την ευκαιρεία πραγματικής εργασίας και δημιουργίας νέων θέσεων).

δ) Οι Επιδοτήσεις λογαριασμών ρεύματος και φυσικού αερίου, που ως ώρας έχουν δαπανηθεί 2 δις ευρώ για ενίσχυση των ευάλωτων νοικοκυριών χωρίς ουσιαστικά να λύνουν το πρόβλημα.

Αντίθετα, από την αρχή της κρίσης (Αύγουστος 2021) η χώρα είχε αρκετό χρονικό περιθώριο για να υλοποιήσει στοχευμένα μέτρα διαρθρωτικών σύντομων λύσεων ενεργειακών παρεμβάσεων στα ευάλωτα νοικοκυριά. Σαν επιστημονικός φορέας μας ζητήθηκε απο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προ ημερών να συντάξουμε τέτοια μέτρα και υπάρχουν πολλές άμεσες λύσεις που παρουσιάζονται αυτές τις μέρες.

ε) Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που είναι κομβικές για την ενεργειακή μετάβαση και συμβάλουν αισθητά στη μείωση του ενεργειακού κόστους θα πρέπει να προωθούνται συνεχώς χωρίς τις παλινωδίες του ΕΛΑΠΕ.

Τα πλαίσια των ανταγωνιστικών διαδικασιών και το φορολογικό καθεστώς θα πρέπει να είναι σταθερά για να γίνουν οι ανάλογες επενδύσεις. Βέβαια, επειδή ακριβώς η χώρα είναι ευάλωτη στην ενεργειακή ένδεια, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε φωτοβολταϊκά στέγης (και αντίστοιχα μικρότερα έργα) με λογική net-metering για να μειώνουν άμεσα το ενεργειακό κόστος.

Αντίστοιχα και μεγαλύτερα έργα μέσω ενεργειακών κοινοτήτων από φορείς ΟΤΑ ή περιφέρειες θα πρέπει να επιδιώκονται πάλι στη λογική του να καλύπτεται το κόστος των δημοσίων αναγκών και ευάλωτων πολιτών.

Σχετικα με τα μεγάλα έργα ΑΠΕ που δημιουργούν και προστριβές με τις τοπικές κοινωνίες και τελικά πάγωμα έργων, είναι καθαρά ευθύνη της πολιτείας. Είναι κοινό μυστικό ότι σημαντικό κομμάτι χωροθέτησης των ΑΠΕ θα χρησιμοποιηθεί από ξένες εταιρείες για την παραγωγή υδρογόνου (το οποίο θα μεταφερθεί σε βορειότερες χώρες) στο άμεσο μέλλον.

Η Ελλάδα που ενδιαφέρεται για υδρογόνο προτιμάει φυσικά τη λύση της παρασκευής από ορυκτά καύσιμα αντί για ΑΠΕ. Το θέμα που εγείρεται είναι ότι στην χωροθέτηση των ΑΠΕ, πρέπει πρώτα να διασφαλιστεί η εγχώρια παραγωγή να καλύπτει τις ανάγκες, ώστε να μειωθουν τα ορυκτά καύσιμα, και μετά να δωθεί το υπόλοιπο σε εταιρείες για παραγωγή υδρογόνου.

Επομένως καλό θα ήταν να μετριάζονται και οι δηλώσεις πολιτικών προσώπων που θεωρούν όποιους αντιδρούν σαν πολέμιους του φτηνού ρεύματος, γιατί φθηνό ρεύμα επιτυγχάνεις με το ρεύμα που δε χρειάζεσαι πρωτίστως, άρα με ενεργειακή εξοικονόμηση πρώτα και ενεργειακή αναβάθμιση, και κατόπιν με παραγωγή από ΑΠΕ σε μικρή κλίμακα.

Οι προοπτικές να γίνουν δομικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης και άσκησης πολιτικής υπάρχουν ακόμα. Τα σοβαρά λάθη πολιτικών επιλογών πρέπει να διορθωθούν άμεσα και να αποκτηθεί σταθερό μακροχρόνιο πλαίσιο. Το να προσποιείται η ηγεσία ότι δεν περίμενε μακροχρόνιες υψηλές τιμές ενέργειας και πιάστηκε στον ύπνο προκαλεί ερωτηματικά. Χρειάζεται αλλαγή πλεύσης τώρα με νέες πολιτικές κατευθύνσεις και ανθρώπους για να μειωθούν οι επιπτώσεις στο μικρότερο δυνατό βαθμό. Η σοβαρή πράσινη πολιτική προς την κλιματική ουδετερότητα απαιτεί σοβαρό σχεδιασμό και όχι ευκαιριακές λύσεις.

Του Βλάση Οικονόμου – Institute for European Energy and Climate Policy





ΠΗΓΗ