Η συζήτηση για τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας, με αφορμή το προωθούμενο νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις, έρχεται σε μια στιγμή που το μερίδιο της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα καταγράφει ήδη σημαντικές απώλειες.

Ειδικότερα, το μερίδιο της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα κατά την περίοδο 2007-2017 υποχώρησε από 40,8% σε 32,2% του Εθνικού Εισοδήματος που παράγεται από τον ιδιωτικό τομέα. Αντίστοιχη αύξηση παρουσίασε το μερίδιο των κερδών.

Κατά το έτος 2018 το 76,3% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα εργαζόταν συνήθως έως πέντε ημέρες την εβδομάδα. Το 23,7% εργαζόταν άνω των πέντε ημερών. 

Το 3,4% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα δηλώνει πως συνήθως εργάζεται επτά ημέρες την εβδομάδα, κάτι το οποίο ρητά απαγορεύεται από την εργατική νομοθεσία.

Η απασχόληση άνω των 40 ωρών αποτελεί «συχνή εξαίρεση» δεδομένου πως ένας στους τρεις μισθωτούς (27,7%) εργάζεται συνήθως περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα.

Η μέση εβδομαδιαία υπερωριακή απασχόληση των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα είναι 2,3 ώρες. Δηλαδή όσο είναι το υφιστάμενο ανώτατο όριο των επιτρεπόμενων υπερωριών.

Οι αρνητικές επιπτώσεις από την αύξηση των υπερωριών, μετρούμενες σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, ανέρχονται σε 17.588. Οι αρνητικές επιπτώσεις από την ανακατανομή του χρόνου εργασίας μετρούμενες σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, ανέρχονται 20.455.

Η συνδυαστική αρνητική επίπτωση στην απασχόληση ανέρχεται σε 38.043 θέσεις πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στο 2,6% του συνόλου των θέσεων πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.

Δείτε όλη την μελέτη εδώ

 

* Κείμενο εργασίας του Γιώργου Ιωαννίδη, Οικονομολόγου, Διδάσκοντα Οικονομικών της Εργασίας & Πολιτικών Απασχόλησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο





ΠΗΓΗ