NurPhoto via Getty Images

Το κλίμα θριαμβολογίας σχετικά με τα τεκταινόμενα στην οικονομία δεν ξέρω αν τεκμηριώνεται και δικαιολογείται αλλά σίγουρα παγιδεύει.

Παγιδεύει η υπεραισιοδοξία διότι εν μέσω θριαμβολογίας και υπερβολικής βεβαιότητας  αποτρέπει τις σκέψεις για την  για τις ενδεχόμενες δύσκολες στιγμές. Παγιδεύει διότι στερεί βαθμούς ελευθερίας από το οικονομικό σύστημα.  Και τέλος παγιδεύει διότι δυσκολεύει την κοινή γνώμη να προσαρμοστεί.

Το κλίμα της ευφορίας εμπεδώνει στους πολίτες την βεβαιότητα για την μελλοντική βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Στην περίπτωση που οι προσδοκίες δεν επιβεβαιωθούν και οι εξασφαλίσεις αποδειχθούν φρούδες τότε η μείωση του βιοτικού επιπέδου θα συνοδευτεί με εντάσεις δυναμιτίζοντας την οποιαδήποτε  κοινωνική και πολιτική συναίνεση .

Αν πάμε λίγα χρόνια πίσω θα θυμηθούμε την σιγουριά και την αισιοδοξία που απέπνεε  η πολιτική ηγεσία μέχρι και την προηγούμενη ημέρα υπογραφής του πρώτου μνημονίου. Τότε ήταν διάχυτες οι διαβεβαιώσεις  για την αποφυγή της κρίσης και την επάνοδο στην κανονικότητα και στις αγορές.

Λίγο αργότερα στο παραπέντε του PSI η πολιτική ηγεσία απέκλειε την οποιαδήποτε αναδιάρθρωση χρέους και διαρρήγνυε τα ιμάτια ότι οι αναδιαρθρώσεις χρέους αφορούν τις τριτοκοσμικές χώρες. Τέλος, παρά του αντιθέτου διαβεβαιώσεις οι καλπάζοντες ρυθμοί ανάπτυξης δεν ακολούθησαν το τέλος κανενός μνημονίου.   

Τέλος, αδυνατώ να θυμηθώ τον αριθμό των περιπτώσεων όπου παρέχονταν σωρηδόν οι διαβεβαιώσεις για την θωράκιση του τραπεζικού συστήματος και της τελευταίας  ανακεφαλαιοποίησης  τους.

Σε αυτό το κλίμα θριαμβολογίας που απ’ ότι φαίνεται πλέον είμαστε εθισμένοι  δεν χωράνε τα «αν».  Ανεξάρτητα λοιπόν από την πιθανότητα εμφάνισής των «αν» και του «μαύρου κύκνου»  οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τις κατάλληλες και πειστικές απαντήσεις  σε όλα τα ενδεχόμενα και να αντιμετωπίσουμε  τις συνέπειες με την κατάλληλη προετοιμασία.

Για παράδειγμα τι θα γίνει αν σταματήσει το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης  από την ΕΚΤ. Οι πανηγυρισμοί σχετικά με την πολύ χαμηλό επιτόκιο δανεισμού ξεχνούν ότι μέχρι και το 2007 το ελληνικό δεκακαετές είχε διαφορά  λιγότερες από 100 μ.β.  από το αντίστοιχο γερμανικό.   

Τι θα γίνει αν ο προς το παρόν υφέρπων πληθωρισμός αυξηθεί και συμπαρασύρει τα επιτόκια; Τι σημαίνει η αύξηση των επιτοκίων για μια χώρα με το μεγαλύτερο χρέος στον πλανήτη ;

Τι θα γίνει αν οι προσδοκίες σχετικά με το ταμείο ανάκαμψης δεν ευοδωθούν και η ελληνική οικονομία βρεθεί παγιδευμένη   σε ασθενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ;

Τι θα συμβεί αν οι εξελίξεις με την πανδημία δεν επιτρέψουν την δημιουργία δημοσιονομικού πλεονάσματος ούτε το 2022;

Και τέλος τι θα συμβεί αν  μια χρηματοπιστωτική αναταραχή επηρεάσει τις ελληνικές τράπεζες σε μια οικονομία με κολοσσιαίο ιδιωτικό χρέος;

Για όλα αυτά τα «αν» θα πρέπει να υπάρξει μια ουσιαστική προετοιμασία. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχει γίνει κατανοητό ότι οι εξορκισμοί  του δυσάρεστου ενδεχομένου και οι ευχές δεν βοηθούν ιδιαίτερα. Όπως επίσης δεν βοηθά και ο αποκλεισμός από τον δημόσιο διάλογο των φωνών που χαλάνε το πάρτυ. Αυτό που βοηθάει είναι ένας γόνιμος διάλογος που θα περικλείει και τα «αν» επιτρέποντας στο οικονομικό σύστημα να προετοιμαστεί.





ΠΗΓΗ