Οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης του Covid-19 στην ελληνική οικονομία, όπως καταγράφηκαν στα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2020, επανατοποθέτησαν τη δημόσια συζήτηση για την επόμενη μέρα της οικονομίας στο πλαίσιο των απαισιόδοξων προβλέψεων.

Η εμφάνιση της πανδημίας βρήκε την οικονομία σε μια αρνητική δυναμική την οποία επέτεινε, καθώς οι ρυθμοί μεγέθυνσης ήταν σε καθοδική τροχιά ήδη από το τέταρτο τρίμηνο του 2019, ενώ εισήλθαν σε αρνητικό έδαφος το πρώτο τρίμηνο του 2020, δηλαδή πριν από τη λήψη των πρώτων περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της εκδήλωσης της πανδημίας.

Σε αυτή τη συνθήκη, η ανθεκτικότητα της οικονομίας αποδεικνύεται ιδιαίτερα χαμηλή απέναντι στην ένταση της υγειονομικής κρίσης, κάτι που αποτυπώνεται καθαρά στην κατακόρυφη πτώση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 15,2%.

Η καταγραφείσα μείωση της οικονομικής δραστηριότητας συνιστά τη μεγαλύτερη τριμηνιαία πτώση που έχει καταγραφεί ιστορικά, τουλάχιστον από το 1995 οπότε και υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και οφείλεται κυρίως στη μείωση των εξαγωγών κατά 32,1%,της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 11,6% και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 10,3%.

Τα παραπάνω στοιχεία που αποτελούν τον απολογισμό των άμεσων συνεπειών του πρώτου κύματος της πανδημίας, αποδεικνύουν την αστοχία των αρχικών προβλέψεων για το ύψος της ύφεσης και φέρνουν μπροστά ερωτήματα σχετικά με την επάρκεια και στόχευση του πρώτου πακέτου μέτρων στήριξης της οικονομίας. Ερωτήματα που γίνονται ακόμη πιο έντονα με ενεργό και σε πλήρη εξέλιξη το δεύτερο κύμα της πανδημίας, που οδήγησε σε ένα δεύτερο lockdown, του οποίου η διάρκεια και οι επιπτώσεις, όπως και η αποτελεσματικότητα της νέας δέσμης μέτρων στήριξης, θα φανούν το επόμενο διάστημα.

Ενώ, λοιπόν, η δημόσια συζήτηση μέχρι πρότινος επικεντρωνόταν στη δυναμική της ανάκαμψης μέσα στο επόμενο έτος και στις δυνατότητες που δίνονται μέσα από τα νέα ευρωπαϊκά εργαλεία με αιχμή του δόρατος το Ταμείο Ανάκαμψης, υπό το φως των νέων εξελίξεων εκ των πραγμάτων αφενός τίθεται υπό αναθεώρηση, επί τα χείρω, η εκτίμηση για την ύφεση του 2020 αφετέρου καθίσταται διακινδυνεύσιμη ακόμη και η -όποια- ανάκαμψη το 2021.

Το ΕΝΑ μέσω του Δελτίου Οικονομικής Συγκυρίας και Πολιτικής αναζήτησε απαντήσεις στα παραπάνω και σε άλλα ερωτήματα απευθυνόμενο σε πέντε νέους οικονομολόγους, σε μια προσπάθεια εντοπισμού στοιχείων και εξαγωγής σημείων που φιλοδοξεί να φανούν χρήσιμα τόσο σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου όσο και σχεδιασμού της επόμενης δέσμης δημόσιων πολιτικών και παρεμβάσεων για τη στήριξη της οικονομίας, νοικοκυριών, επιχειρήσεων και εργαζόμενων.

Οι 5 οικονομολόγοι είναι οι: Δημήτρης Λιάκος (Oικονομολόγος, πρώην Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και πρώην πρόεδρος του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής), Παναγιώτης Κωνσταντίνου (Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Δ.Ε.Ο.Σ. του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών), Δημήτρης Φουτάκης (Λέκτορας, Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας), Γιώργος Ιωαννίδης (Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό, Τμήμα Μελετών στο Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Χρήστος Τσίτσικας (Οικονομολόγος, διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών)

i. Δημόσιες Δαπάνες: Πόσα και πού πρέπει να δαπανήσουμε

Η δημοσιονομική πολιτική αποτέλεσε το βασικό εργαλείο για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πρώτης φάσης της πανδημικής κρίσης τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η ελληνική παρέμβαση, μέσω των μέτρων στήριξης που ενεργοποιήθηκαν χαρακτηρίζεται ως μικρού μεγέθους με ποσοτικούς όρους (σύμφωνα με BruegelDataset – 23.10.2020), συγκρινόμενη με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές κρατικές παρεμβάσεις. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πολιτική επιλογή υλοποίησης ενός υψηλότερου πακέτου δημόσιων παρεμβάσεων δεν θεωρείται ότι θα μείωνε εντυπωσιακά σε πρώτο χρόνο τους υφεσιακούς ρυθμούς και δεν θα οδηγούσε σε σημαντικά μικρότερη πτώση του ΑΕΠ του β΄ τριμήνου, κρίνεται εν τούτοις ότι θα συνέβαλλε τόσο στο μετριασμό της υφεσιακής δυναμικής για το σύνολο του έτους όσο και στις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανάκαμψη κατά την «επόμενη ημέρα». Οι απαντήσεις των οικονομολόγων στους οποίους απευθύνθηκε το ΕΝΑ στην αντίστοιχη ερώτηση -αναπτύσσονται αναλυτικά στην επόμενη ενότητα- αναδεικνύουν ένα σημαντικό σημείο αναφορικά με τις δημόσιες δαπάνες.

Η επικέντρωση μόνο στο ποσοτικό στοιχείο των κρατικών παρεμβάσεων (πόσα μπορούμε να δαπανήσουμε) και η απουσία ή υποτίμηση του ποιοτικού παράγοντα (πού πρέπει να τα δαπανήσουμε) οδηγούν συχνά σε έναν αναποτελεσματικό σχεδιασμό των δημόσιων δαπανών, με αποτέλεσμα ένα σχετικά μικρό -σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες- αναπτυξιακό και κοινωνικό αποτύπωμα αυτών.

Η επιδοματική πολιτική των μεταβιβαστικών πληρωμών και οι φορολογικές ελαφρύνσεις και αναστολές αν και αποτελούν μια πρώτη γραμμή άμυνας με στόχο να περιοριστούν οι άμεσες επιπτώσεις, δεν επαρκούν για την αντιστροφή της ύφεσης, καθώς παράγουν μικρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, συνδυαστικά προς τα παραπάνω, οι στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση χαρακτηρίζονται ως πιο υψηλής αποτελεσματικότητας δαπάνες τόσο με όρους κάλυψης των άμεσων αναγκών που προκαλεί η υγειονομική κρίση όσο και με όρους διασφάλισης μεσοπρόθεσμης ανάκαμψης.

Η στρατηγική της ανάκαμψης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα προτάσσει τις δημόσιες επενδύσεις έναντι άλλων τύπων δημόσιας δαπάνης, κυρίως καθώς:

(I) οι δημόσιες επενδύσεις έχουν πολύ μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σε σχέση με άλλου είδους δαπάνες (της τάξης του 1,5 στο εισόδημα και περίπου του 1,2 στην απασχόληση) και

(II) η δημιουργία υποδομών (π.χ στο σύστημα δημόσιας υγείας για τη διαχείριση της επόμενης πανδημίας, σε υλικοτεχνική υποδομή για τηλεργασία, σε κτηριακή υποδομή για την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από νεαρότερες ηλικίες κ.λπ.) πέραν της άμεσης επίδρασης στο εισόδημα/ΑΕΠ της χώρας, δημιουργεί κεφάλαιο το οποίο θα συνεχίσει να αποδίδει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

ii. Ταμείο Ανάκαμψης: Αναγκαία και όχι ικανή συνθήκη για την αντιστροφή της ύφεσης στην Ελλάδα

Η επίσημη πρόβλεψη για το επόμενο έτος –όπως αποτυπώνεται στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού– αναμένει ισχυρή ανάκαμψη τύπου V με ρυθμό μεγέθυνσης 7,5%. Η πρόβλεψη αυτή προκύπτει από το συνδυασμό δύο επιμέρους υποθέσεων (I) την υπόθεση αύξησης του ΑΕΠ κατά 5,5%, χωρίς τη συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης και (II) την υπόθεση ότι, η ενεργοποίηση του Ταμείου θα έχει ένα τελικό αποτέλεσμα στο ΑΕΠ της τάξης του 2% μέσα από τη χρηματοδότηση πρόσθετων επενδύσεων ύψους 3,9 δισ. ευρώ. Η πρόβλεψη της ισχυρής ανάκαμψης κρινόταν ως ιδιαίτερα αισιόδοξη ακόμη και προ των εξελίξεων των τελευταίων ημερών (βλ. νέα έξαρση της πανδημίας, διαδοχικά lockdowns στην Ευρώπη και καθολικό lockdown και στην Ελλάδα), καθώς οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν σε μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση για ανάκαμψη τύπου U, τόσο για την ελληνική όσο και για τις υπόλοιπες οικονομίες.

Ειδικότερα, όμως για την περίπτωση της Ελλάδας δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη δεύτερη υπόθεση που αφορά στο ρόλο του Ταμείου Ανάκαμψης. Το Ταμείο βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής επικοινωνιακής διαχείρισης της ύφεσης και των σεναρίων για την επόμενη μέρα με τρόπο που έχει γεννήσει πολύ υψηλές προσδοκίες. Προκειμένου, όμως, να διασφαλιστεί η δυναμική του Ταμείου ως προς την αντιστροφή της ύφεσης βραχυπρόθεσμα και το αναπτυξιακό αποτύπωμα μεσοπρόθεσμα επισημαίνονται τρία σημεία-προϋποθέσεις:

Προϋποθέσεις Υλοποίησης: Αφορά στις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές και στην προετοιμασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για την αποτελεσματική και έγκαιρη αξιοποίηση των πόρων. Ενδεικτικά αναφέρονται: οργανωτικό σχήμα διαχείρισης των πόρων, ενίσχυση του ρόλου της Αναπτυξιακής Τράπεζας, ολοκλήρωση του χωρικού σχεδιασμού κ.ά.

 

Κριτήρια επιλογής έργων και μεταρρυθμίσεων: Η οικονομική αποτελεσματικότητα και το κοινωνικό αποτύπωμα των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων που θα προταθούν προς χρηματοδότηση θα κριθούν από το εάν και κατά πόσο θα ικανοποιούν μια δέσμη κριτηρίων στην κατεύθυνση της (I) ενίσχυσης της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας της οικονομίας κύρια μέσα από μια διαδικασία παραγωγικού μετασχηματισμού, (II) μείωσης των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων και (III) συμμετοχής με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό.

 

Φορείς σχεδιασμού και υλοποίησης: εκτιμάται ότι η συγκρότηση μιας νέας σχέσης συνεργασίας μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και θεσμών θα συνιστούσε έναν κρίσιμο παράγοντα για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμα βιώσιμου σχεδίου ανάκαμψης. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να δει κανείς τη σύμπραξη επιχειρήσεων, τραπεζών, κοινωνικών εταίρων και σύγχρονων δημόσιων αναπτυξιακών φορέων (βλ. Αναπτυξιακή Τράπεζα κ.ά.) και πολιτικών (βλ. Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική).

 

iii. Κοινωνικοί Δείκτες: Η επαναφορά των οικονομικών δεικτών θα αργήσει, των κοινωνικών δεικτών θα αργήσει περισσότερο

Οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την πανδημία, γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην εφαρμογή του κατάλληλου μίγματος πολιτικής. Η εύρεση υγειονομικής λύσης για τον Covid-19, θα επιτρέψει μια σταδιακή επαναφορά των οικονομικών δεικτών και μια πιο αργή επαναφορά των κοινωνικών δεικτών, καθώς ο όγκος της απασχόλησης και το ύψος των αμοιβών παρουσιάζουν πάντα μια χρονική υστέρηση προσαρμογής στις οικονομικές συνθήκες.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικός ο ρόλος των παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής για τον περιορισμό της ανεργίας, με την υιοθέτηση μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας αλλά και μέτρων επιτάχυνσης της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας όταν η οικονομία ξαναμπεί σε τροχιά ανάκαμψης.

Η ανισότητα και η φτώχεια όμως αποτελούν φαινόμενα που εξελίσσονται μακροπρόθεσμα, τα οποία δεν εμφανίζονται ξαφνικά εξαιτίας μιας ύφεσης και δεν αμβλύνονται απαραίτητα στις περιόδους μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Χαρακτηριστικά, την περίοδο 2015-2019 οι ανισότητες μειώθηκαν παρά την ύπαρξη πολιτικών λιτότητας και περιοριστικών προϋπολογισμών ακόμα και κατά τη διάρκεια περιόδων ήπιας ύφεσης. Μια πολιτική αντιμετώπισης των ανισοτήτων και της φτώχειας προϋποθέτει μια ουσιαστική πολιτική αναδιανομής που θα αποτυπωθεί στην ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων, στην ενίσχυση των δαπανών για την υγεία και την παιδεία και τη θεσμοθέτηση σειράς μέτρων ενίσχυσης της μισθωτής εργασίας.

iv. Δημοσιονομική Πολιτική στην Ευρώπη: Από την προσωρινή αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων σε ένα μόνιμο μηχανισμό

Όσο η λύση στην υγειονομική κρίση – η παρασκευή και διανομή του αποτελεσματικού εμβολίου- μετατοπίζεται χρονικά, τόσο θα εντείνεται η αβεβαιότητα, θα βαθαίνει η οικονομική κρίση και θα αυξάνεται η απαίτηση για ισχυρά επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.

Η παρατεταμένη περίοδος αβεβαιότητας η οποία τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά κανονικότητας, επιβάλλει τη συγκρότηση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο με «διάχυση» στα κράτη-μέλη, ενός μόνιμου δημοσιονομικού μηχανισμού στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης.

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης, και την αποφυγή επανάληψης γεγονότων της προηγούμενης δεκαετίας, όπως συνέβη με το double dip της ευρωπαϊκής οικονομίας το 2011 μετά την εκδήλωση της συστημικής κρίσης του 2008, απαιτείται η υιοθέτηση ενός διαφορετικού μίγματος πολιτικής διευρυμένο ως προς τα όρια επέκτασης αλλά και ως προς το βάθος του χρόνου εφαρμογής.

Θετικό βήμα στην κατεύθυνση αυτή, χαρακτηρίζονται οι προτάσεις που διατυπώνονται στην ετήσια Έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου. Κοινός παρονομαστής των προτάσεων είναι η αναθεώρηση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου ώστε να αποκατασταθεί 0 αντι – κυκλικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο προτείνει τη δημιουργία ενός κεντρικού μόνιμου δημοσιονομικού μηχανισμού, ενσωματωμένου στον κοινοτικό προϋπολογισμό για την υποστήριξη των κρατών μελών στην αντιμετώπιση των οικονομικών διαταραχών. Η τελευταία αυτή πρόταση, δικαιώνει την άποψη ότι η θεσμοθετημένη λιτότητα του Συμφώνου Σταθερότητας ναρκοθετεί την οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.

Όλο το Δελτίο: https://bit.ly/35iL7lr





ΠΗΓΗ