Με έναυσμα την τελευταία επίσκεψη της κ. Μέρκελ στην Ελλάδα ως (Υπηρεσιακής) Καγκελαρίου, αξίζει να κάνουμε ένα απολογισμό της Ελληνικής οικονομικής κρίσης και του ρόλου της Γερμανίας. Το άρθρο αυτό σε κάποιο βαθμό στηρίζεται σε ένα επιστημονικό άρθρο μου με τίτλο «Why do Countries in Financial Distress Strategically Delay Seeking Help?» που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Journal of Government and Economics.  

Η κρίση

Τα αίτια της κρίσης είναι λίγο πολύ γνωστά. Μερικά σημαντικά αίτια ήταν η απροθυμία εφαρμογής διαρθρωτικών αλλαγών, η απροθυμία εφαρμογής δημοσιονομικής πειθαρχίας, ο αλόγιστος δανεισμός με επιτόκια Γερμανίας μετά την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, η αύξηση μισθών πάνω από την παραγωγικότητα (βλέπε C.A. Ioannou, K.N. Kanellopoulos and S. Petros, “Wages, Productivity and Competitiveness in Greece”, SEV (2019)), η αδυναμία συλλογής φόρων, και φυσικά τα Greek statistics (τα Ελληνικά στατιστικά στοιχεία). Όλα αυτά δυστυχώς εξηγούνται από τις πελατειακές σχέσεις και την διαπλοκή που είχαν μαστίσει την πολιτική μας ζωή κατά το παρελθόν.

Πριν από την Ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους, όπως δημοσιεύτηκε στον τύπο (π.χ. New York Times στις 13 Φεβρουαρίου 2010), η Goldman Sachs, η JP Morgan Chase και άλλοι βοήθησαν τουλάχιστον δύο Eυρωπαϊκές χώρες, δηλαδή την Ελλάδα και την Ιταλία, να ενισχύσουν τα κρατικά έσοδα, ειδικότερα τα έσοδα από λαχεία και τέλη αεροδρομίου.

Το κατόρθωσαν αυτό αναγνωρίζοντάς έσοδα πρόωρα μέσω καινοτόμων χρηματοοικονομικών μέσων που κράτησαν αυτές τις υποχρεώσεις εκτός λογιστικών βιβλίων, δημιουργώντας έτσι στρατηγικά «κρυφό χρέος.» Η συμφωνία ήταν κρυφή επειδή αντιμετωπίστηκε ως συναλλαγή συναλλάγματος και όχι ως δάνειο.

Επιπλέον, η Ελλάδα κράτησε μυστικές ορισμένες από τις υποχρεώσεις αμυντικών δαπανών προκειμένου να αποφευχθεί η αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με τις στρατιωτικές δαπάνες στους αντιπάλους. Αν όχι το υψηλότερο, η Ελλάδα είχε έναν από τους υψηλότερους αμυντικούς λογαριασμούς κατά κεφαλήν από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΝΑΤΟ.

Τα φώτα της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια αυτής της Eυρωπαϊκής κρίσης χρέους ήταν στα λεγόμενα PIIGS (δηλαδή, Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία). Αυτή η υποτιμητική ονομασία έβαλλε πολλές χώρες σε ένα καλάθι λόγω του σχετικά υψηλού δείκτη χρέους προς ΑΕΠ, παρόλο που δεν παρουσίαζαν απαραίτητα τα ίδια διαρθρωτικά ζητήματα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλο που οι αγορές μπορεί να αντιδράσουν γρήγορα χωρίς ιδιαίτερη προειδοποίηση σε υπερβολικό χρέος, οδηγώντας σε ξαφνική απώλεια πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές που μπορεί να διαρκέσει χρόνια, αν όχι δεκαετίες, μια τέτοια απότομη αντίδραση μπορεί να μην συμβεί ανάλογα με τα υποκείμενα χαρακτηριστικά.

Για παράδειγμα, η Αργεντινή πλήρωσε περίπου 15 σεντς στο δολάριο μετά την χρεοκοπία το 2001 και έχασε την πρόσβαση στις πιστωτικές αγορές για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ωστόσο η αγορά δεν αντέδρασε ποτέ στον υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ της Ιαπωνίας (σήμερα πάνω από 250%) ή της Ιταλίας (σήμερα πάνω από 150%) με τον ίδιο τρόπο που αντέδρασε στην αναλογία της Ελλάδας όταν ξεπέρασε το 125%.

Ο λόγος είναι ότι η αγορά είναι πιο επιεικής με χώρες που έχουν ισχυρή παραγωγική βάση. Επιπλέον, σχεδόν όλο το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας κατέχεται στο εσωτερικό, και πάνω από το 50% του Ιταλικού χρέους κατέχεται εσωτερικά από Ιταλούς που είναι πιστοί στη χώρα τους.

Το Ελληνικό δημόσιο χρέος από την άλλη πλευρά κατείχετο ως επί το πλείστον εξωτερικά. Επίσης, το ιδιωτικό χρέος δεν φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία. Αν το έκανε, η Ιρλανδία κάποια στιγμή θα είχε εξοστρακιστεί εντελώς όταν το εξωτερικό της χρέος (δηλαδή δημόσιο και ιδιωτικό) ήταν πολύ πάνω από 1.000%. Ένας από τους λόγους είναι ότι το ιδιωτικό χρέος υποστηρίζεται σε κάποιο βαθμό από πάγια ενεργητικά στοιχεία και είναι εξασφαλισμένο.

Έπρεπε όμως οι ευρωπαϊκές χώρες να πληρούν ορισμένα αυστηρά κριτήρια για να γίνουν δεκτές στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση; Φυσικά, έπρεπε να πληρούν τα λεγόμενα κριτήρια του Μάαστριχτ για να μπουν στην Ένωση και να υιοθετήσουν το ευρώ ως νόμισμά τους. Ένα από τα κριτήρια είναι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κάτω του 60%. Εάν η αναλογία υπερβαίνει το όριο του 60%, η αναλογία θα πρέπει τουλάχιστον ”να πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό.”

Ως εκ τούτου, ορισμένες χώρες προσπάθησαν να κάνουν δημιουργική λογιστική στα δεδομένα προκειμένου να πληρούν τα κριτήρια και να ενταχθούν στην Ευρωζώνη. Αυτό φέρεται να περιελάμβανε την Ιταλία, την Ελλάδα, το Βέλγιο, την Πορτογαλία και ακόμη και τη Γερμανία. Η ταχεία είσοδος στην Ευρωζώνη ήταν θέμα κύρους για ορισμένες χώρες και ήταν απαραίτητο για άλλες χώρες με ασταθή νομίσματα πριν υιοθετήσουν το ευρώ. 

Αλλά όταν το χρέος της Ελλάδας άρχισε να κλιμακώνεται, γιατί τότε δεν υπήρξε επίσημη αντίδραση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ);

Η απάντηση είναι απλή. Επειδή το χρέος ορισμένων από τις μεγαλύτερες χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, αυξανόταν επίσης.

Λοιπόν, τι έκανε η Ελλάδα; Τι έπρεπε να κάνει η Ελλάδα;

Πρώτον, δεν υπήρχε πολιτική βούληση για την εφαρμογή δημοσιονομικής πειθαρχίας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η εφαρμογή αυτών θα ήταν πολιτική αυτοκτονία, διότι θα απαιτούσε πορεία ενάντια στη θέληση του εκλογικού σώματος και ενάντια στα κατεστημένα συμφέροντα. Οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη, στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και, ακόμη νωρίτερα, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν εφαρμόσει σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Προφανώς ο κ. Σημίτης επέλεξε τη διαδρομή της μικρότερης αντίστασης για να εξασφαλίσει μια θέση στην Ευρωζώνη, ως θέμα κύρους για την Ελλάδα και για να εξασφαλίσει ένα σταθερό νόμισμα. Για να το κάνει αυτό, η κυβέρνηση κατέληξε να συνεργάζεται με επενδυτικές τράπεζες όπως αναφέραμε παραπάνω. Σημειώστε λοιπόν την πτώση του ελληνικού χρέους κατά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Αλλά η Ελλάδα αναμφισβήτητα προσχώρησε στο ευρώ πρόωρα με τη χαμηλή συναλλαγματική ισοτιμία των 340,75 δραχμών ανά ευρώ.

Δυστυχώς, όλες οι κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος δεν ήταν πρόθυμες να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική πειθαρχία. Μετά τον κ. Σημίτη, ο Κώστας Καραμανλής και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γεώργιος Αλογοσκούφης ήλπιζαν να αποφύγουν το πρόβλημα μέσω μιας αύξησης του ΑΕΠ (που θα μείωνε το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ). Ωστόσο, ξεκίνησε η Μεγάλη Ύφεση του 2007-2009.

Το μόνο πράγμα που πίστευε ότι μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν να αναθεωρήσει το ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει αναμφισβήτητα μια μεγάλη γκρίζα οικονομία. Η κυβέρνηση Καραμανλή πρότεινε να συμπεριληφθεί ένα μέτρο της γκρίζας οικονομίας που θα είχε διογκώσει το ΑΕΠ έως και 25%. Η Eurostat αποδέχτηκε μόνο ένα ποσοστό από αυτό, ωστόσο, το πρόβλημα αποφεύχθηκε για λίγο μέχρι να αναλάβει η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου.

Ο κ. Παπανδρέου συνειδητοποίησε γρήγορα το μέγεθος του προβλήματος, και η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε αναδιαρθρώσει το χρέος της ακριβώς τότε, το 2010.

Ωστόσο, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις εξάλειψαν εντελώς αυτή την πιθανότητα, καθώς δεν θα ήταν καλό για το νέο νόμισμα, και δεν υπήρχε ούτε στην Ελλάδα υποστήριξη για κάτι τέτοιο.

Το είπα δημόσια το 2010 ότι η Ελλάδα έπρεπε άμεσα να κάνει αναδιαπραγμάτευση του χρέους («Η Αναδιαπραγμάτευση του Ηρέους Είναι η Μόνη Λύση» – https://myellada.com/2010/06/07/i-anadiapragmatefsi-tou-hreous-einai-i-moni-lisi/). Η αντίδραση που εξέλαβα ήταν ένα ευγενικό «μας προσβάλλεται» από αείμνηστο, πλέον, Καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το πρόβλημα από την καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης ήταν ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταφύγει στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Όμως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αθετήσει αυτά τα δάνεια (καθώς δεν περιλαμβάνουν ασφάλιστρο αθέτησης πληρωμών). Έτσι, όταν ένα «κούρεμα» έγινε αναπόφευκτο αργότερα (το λεγόμενο Private Sector Involvement (PSI; Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα), έπρεπε να είναι ένα πολύ μεγαλύτερο κούρεμα. Ένα πρόσθετο πρόβλημα είναι ότι το αναδιαρθρωμένο χρέος εκδίδεται συχνά σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, γεγονός που καθιστά την περαιτέρω αναδιάρθρωση πολύ πιο δύσκολη.

Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί οι αγορές ανησυχούσαν τόσο πολύ για την Ελλάδα ή την Πορτογαλία, παρόλο που είναι σχετικά μικρές χώρες;

Ο λόγος ήταν για να αποφευχθεί η μετάδοση. Για παράδειγμα, το ελληνικό χρέος το κατείχαν γαλλικές και γερμανικές τράπεζες. Συνολικά, φαίνεται ότι το κύριο μέλημα κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους ήταν η προστασία του Ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.

Για ασφάλεια, η Ευρώπη επέβαλε αργότερα την απαίτηση ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (δηλαδή τα χρήματα που πρέπει να συγκεντρώσει μια χώρα για να καλύψει το έλλειμμά της και να μετατρέψει το χρέος που λήγει) δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ.

Με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δε, αν το δημόσιο χρέος ανέρχεται άνω του 60% του ΑΕΠ, θα πρέπει να μειώνεται κατά 1/20 (5%) άνω του 60% κάθε χρόνο. Πρόσφατα, λόγω της πανδημίας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας πρότεινε την αύξηση του ορίου από 60% στο 100%, χωρίς να αλλάζει το 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Ο ρόλος της Γερμανίας και του Ευρωπαϊκού Βορρά

Φημολογείται ότι ο Γιώργος Παπανδρέου πήρε τηλέφωνο τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΔΝΤ, Dominique Strauss-Kahn, την περίοδο ανάληψης της πρωθυπουργίας. Ο κ. Καν ξεκαθάρισε ότι η μόνη λύση ήταν η αναδιάρθρωση του χρέους. Δυστυχώς για την Ελλάδα η κ. Μέρκελ επίσης ξεκαθάρισε ότι αναδιάρθρωση ή πτώχευση κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης αποκλειόταν για να αποφευχθεί η κατάρρευση του καινούργιου νομίσματος.

Η Γερμανία και οι βόρειες χώρες επίσης φοβόντουσαν για το ηθικό πρόβλημα (moral hazard problem) με ένα προτεσταντικό ίσως προσανατολισμό, δηλαδή αν δεν επιβάλεις βαριά ποινή  (π.χ. μνημόνια αυστηρής λιτότητας) σε αυτούς που προκάλεσαν την κρίση, θα το ξανακάνουν. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν ήθελαν να αφήσουν ένα μέλος της Ευρωζώνης να επικαλεστεί χρεοκοπία. Αυτό δεν θα ήταν καλό για το ευρώ και δεν θα βοηθούσε με το moral hazard problem.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι ως μέλος μιας νομισματικής ένωσης, χάνεις την ικανότητα να ασκείς ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Οι μόνες πολιτικές που μπορείς να εφαρμόσεις είναι μια εσωτερική υποτίμηση μέσω μείωσης του κόστους εργασίας, και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας με απώτερο στόχο την οικονομική μεγέθυνση σε βάθος χρόνου.

Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι ο στόχος του ΔΝΤ κατά την διάρκεια μιας κρίσης δεν είναι η γρήγορη ανάπτυξη της χώρας αλλά η γρήγορη πληρωμή των δανείων (που εξασφαλίζεται με αυστηρή λιτότητα) ώστε τα χρήματα να επιστραφούν στις  διασώζουσες αρχές το συντομότερο δυνατόν, ιδίως λόγω των σχετικά χαμηλών επιτοκίων.

Σημειώστε λοιπόν ότι στην αρχή της κρίσης, ενώ οι ΗΠΑ ακολουθούσαν μια πολιτική νομισματικής χαλάρωσης τυπώνοντας φρέσκο χρήμα και χαμηλώνοντας τα επιτόκια για να τονώσουν την οικονομία, η Ευρώπη διατηρούσε το ευρώ ισχυρό και αύξανε τα επιτόκια επειδή ο Ευρωπαϊκός Βορράς τα πήγαινε καλά και φοβόταν για πληθωρισμό.

Δυστυχώς, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής (Fed) έχει δύο εντολές, δηλαδή εντολή υψηλής απασχόλησης και χαμηλού πληθωρισμού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μόνο μία εντολή, αυτή του χαμηλού πληθωρισμού.

Συνεπώς, ενώ ο Ευρωπαϊκός νότος μαστιζόταν από ανεργία, η Ευρώπη, ελεγχόμενη από το Βορρά, διατηρούσε το ευρώ ισχυρό και αύξανε τα επιτόκια. Μόνο ο κ. Σαρκοζί είπε το 2011 ότι το ευρώ ήταν υπερβολικά υπερτιμημένο.

Ο Βορράς ήθελε να διατηρήσει την αξία του συσσωρευμένου πλούτου του σε ευρώ. Και γιατί να υποτιμήσει το νόμισμα (δηλαδή, να μειώσει τις τιμές στις διεθνείς αγορές) όταν μπορούσε να εξάγει τις BMW, τις Mercedes και τις Porsche σε υψηλές τιμές;

Η Γερμανία επίσης ισχυρίστηκε μηδενικό κενό παραγωγής (output gap), δηλαδή ισχυρίστηκε ότι λειτουργούσε με πλήρη δυναμικότητα (ενώ το παραγωγικό της κενό στην πραγματικότητα ήταν αρνητικό το 2010). Η Γερμανία ανησυχούσε για τον πληθωρισμό με βάση τον ιστορικό φόβο του υπερπληθωρισμού που βιώθηκε κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Συμπέρασμα

Έγιναν πολλά και τραγικά λάθη από όλες τις μεριές, εγχώριες και Ευρωπαϊκές. Όπως το έχουμε ξαναπεί, φοβού τους πολιτικούς που προσποιούνται τους οικονομολόγους, και τους οικονομολόγους που προσποιούνται τους πολιτικούς. Η Ελλάδα χάνει και στις δύο περιπτώσεις.

 

* Ο Φάνης Τσουλουχάς facebook.com/theofanis.tsoulouhas είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Μερσέντ. Αυτό το άρθρο περιέχει αυστηρά προσωπικές απόψεις που δεν αντιπροσωπεύουν το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας.





ΠΗΓΗ