sefa ozel via Getty Images

Παρά το γεγονός ότι το 2021 η λιανική αγορά έκλεισε με θετικό πρόσημο σε σχέση με το 2020, που είχαμε τα επαναλαμβανόμενα lock down, σε σχέση με το 2019 η μεσοσταθμική μείωση αναμένεται να αγγίξει το -15%.

Επιπρόσθετα, από τα τέλη Οκτωβρίου 2021 μέχρι και τον Δεκέμβριο, η ραγδαία καθίζηση πωλήσεων ήταν μη αναμενόμενη. Αλλά και οι προβλέψεις του πρώτου εξαμήνου 2022 για την αγοραστική ζήτηση είναι αποθαρρυντικές, αφού με τελευταία  έρευνα των ΣΕΛΠΕ-ELTRUN (ΟΠΑ) το 50% των Καταναλωτών θεωρεί ότι οι δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και λογαριασμών κοινωνικής ωφέλειας θα κινηθούν ανοδικά με επιπτώσεις βεβαίως στη ζήτηση προϊόντων και στην αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας.

Όσον αφορά τώρα τις ανατιμήσεις προϊόντων, είτε λόγω αύξησης κόστους πρώτων υλών, είτε λόγω ενεργειακού κόστους, προοιωνίζεται πληθωρισμός κόστους ο οποίος ήδη κατέγραψε ρεκόρ 25 ετών φτάνοντας στο 6,2% τον Ιανουάριο με έκρηξη του κόστους για φυσικό αέριο 154,8% έναντι του Ιανουαρίου του 2021.

Το πετρέλαιο θέρμανσης, επίσης, έχει ανατιμηθεί κατά 36%, καύσιμα και λιπαντικά κατά 21,6%.

Ο ηλεκτρισμός έχει ανατιμηθεί κατά 56,7%. 

Αυξήσεις άνω του 15% καταγράφονται σε αρνί κατσίκι (17,6%), ελαιόλαδα (15,4%), πατάτες 12,3%.

Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν δύο σοβαρές παράμετροι που συνιστούν ταυτόχρονα και σενάρια της επόμενης μέρας: 

Πρώτον, όσον αφορά τις ανατιμήσεις προϊόντων αυτές θα κυμανθούν μεταξύ 5% και 12%, πρόκειται δε μάλλον περί παροδικού φαινομένου καθώς αφορά εισαγόμενα είδη από Ασία και ιδιαίτερα από Κίνα.

Η αδυναμία λοιπόν ικανοποίησης της ζήτησης από την προσφορά οφείλεται σε καθυστερήσεις παραδόσεων-μεταφορών λόγω κορωνοϊού, μειωμένη παραγωγή λόγω έλλειψης εργατικών χεριών κ.ά. 

Ως εκ τούτου η σταδιακή ομαλοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας σε όλο το εύρος της θα επανέλθει όταν εκλείψουν και οι λόγοι ανησυχίας που την προκαλούν, δηλαδή ελεγχθεί ως ένα βαθμό ο έλεγχος πανδημικού κύματος που υπολογίζεται την άνοιξη του 2022.

Δεύτερον, όσον αφορά όμως τις ανατιμήσεις που προέρχονται από την αύξηση του ενεργειακού κόστουςτα πράγματα είναι διαφορετικά καθώς η χώρα μας είναι απόλυτα, κατά 100%, εξαρτημένη από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου δαπανώντας ετησίως γύρω στα 5,5 δις ευρώ και ως εκ τούτου πολλαπλά εκτεθειμένη στις διεθνείς διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας και στα γεωπολιτικά “παίγνια” γύρω από την ενέργεια.

Με βάση συγκεκριμένο παράδειγμα στο χώρο του food retail, αύξηση της μεγαβατώρας από 60 ευρώ σε 210 ευρώ τον περασμένο π.χ. Οκτώβριο 2021, επέφερε κοστολογική επιβάρυνση της τάξης του 70%-80% στο σύνολο των εξόδων, πράγμα που σημαίνει δισεπίλυτο πρόβλημα για τις Επιχειρήσεις με σύνοδες επιπτώσεις στις επενδύσεις, στην εξωστρέφεια και στην ανταγωνιστικότητά τους.

Χρειάζεται λοιπόν από την Κυβέρνηση η εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου διαχείρισης της επερχόμενης μονιμότερης κρίσης,λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι οι συνεχόμενες ανατιμήσεις προΐόντων και ο πληθωρισμός, υπονομεύουν σε ένα βαθμό και το αναγκαίο εργαλείο νομισματικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών, που έχει ήδη αποδειχθεί ιδιαίτερα ωφέλιμο για ευάλωτες Οικονομίες, όπως η Ελληνική. 

 ***

Ο Αντώνης Ζαΐρης είνα Επικ. Καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Κύπρου και μέλος της Αmerican Economic Association.





ΠΗΓΗ