Οι οδηγοί οχημάτων που καταναλώνουν ντίζελ στην Ευρώπη, το οποίο ήδη έχει εκτοξευθεί σε τιμές-ρεκόρ, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κόστος στις αντλίες σε σύγκριση με αυτούς που βασίζονται στη βενζίνη.

Οι περιορισμοί στις εισαγωγές ντίζελ από τη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία έχουν αλλάξει το καθεστώς του καυσίμου στην Ευρώπη ως μία φθηνότερη εναλλακτική λύση στη βενζίνη, ενισχύοντας την κρίση κόστους σε ολόκληρη την ήπειρο.

«Βασικά, η Ευρώπη δεν μπορεί πραγματικά να επιβιώσει χωρίς το ρωσικό ντίζελ», δήλωσε ο επικεφαλής αναλυτής της Kpler, Κέβιν Ράιτ.

Πέρα από τον άμεσο αντίκτυπο στους περίπου 140 εκατομμύρια πετρελαιοκινητήρες που υπάρχουν στην Ευρώπη, οι υψηλές τιμές του ντίζελ επηρεάζουν την ευρύτερη οικονομία και τον πληθωρισμό, καθώς είναι το προτιμώμενο καύσιμο και στη βιομηχανία των αγροτών.

Οι τιμές των καυσίμων έχουν ανακάμψει από τα χαμηλά επίπεδα της πανδημίας, καθώς η χαλάρωση των μέτρων lockdown τόνωσε τη ζήτηση και τα διυλιστήρια αγωνίστηκαν να συμβαδίσουν.

Μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, οι δυτικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, ενός μεγάλου εξαγωγέα ενέργειας και του μεγαλύτερου προμηθευτή ντίζελ στην Ευρώπη, έχουν περιορίσει τις προμήθειες.

Η ανησυχία για τη διακοπή των εξαγωγών ντίζελ της Ρωσίας ώθησε τις μέσες τιμές ντίζελ στις ευρωπαϊκές αντλίες να γίνουν ακριβότερες από τη βενζίνη τον Μάρτιο για πρώτη φορά, ενώ το χάσμα αναμένεται να διευρυνθεί, οδηγώντας σε διαδοχικά ρεκόρ τιμών.

Η τιμή της premium ντίζελ αναμένεται να φτάσει περίπου τα 25 δολάρια (24,5 ευρώ) ανά βαρέλι το τέταρτο τρίμηνο από τα περίπου 13 (12,73 ευρώ) δολάρια ανά βαρέλι το δεύτερο τρίμηνο, σύμφωνα με στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από το Energy Aspects και το Wood Mackenzie.

«Αν οδηγείτε ένα πετρελαιοκίνητο όχημα, πιθανότατα θα τσούξει περισσότερο η τσέπη σας από όσους οδηγούν βενζινοκίνητα», δήλωσε ο Γιουτζίν Λίντελ, αναλυτής αγοράς διύλισης και προϊόντων στην FGE.

Αξίζει να σημειωθεί πως το ποσοστό των επιβατικών αυτοκινήτων που χρησιμοποιούν ντίζελ αντιστοιχεί στο 40% της ευρωπαϊκής αγοράς, έναντι του 4,5% στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με στοιχεία της Rystad Energy.

Ο πλήρης αντίκτυπος στην διαταραχή της αγοράς ενέργειας που συνδέεται με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως αισθητός.

Οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν στα τέλη Μαΐου να μειώσουν το 90% των εισαγωγών πετρελαίου από τη Ρωσία μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, καθώς το μπλοκ επιδιώκει να τερματίσει την εξάρτησή του από τη ρωσική ενέργεια.

Πολλές εταιρείες έχουν ήδη σταματήσει να αγοράζουν ρωσικά καύσιμα και άρχισαν να αναζητούν εναλλακτικές λύσεις.

Μια συνέπεια αυτών των εξελίξεων είναι ότι τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια πιθανότατα θα παράγουν περισσότερη βενζίνη σε σύγκριση με το ντίζελ.

Ως αποτέλεσμα, οι αναλυτές βλέπουν τις τιμές της βενζίνης να υποχωρούν το τέταρτο τρίμηνο του έτους καθώς η εποχική ζήτηση μειώνεται, ενώ το ντίζελ όλα δείχνουν πως θα παραμείνει ακριβό.

«Καθώς τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια συνεχίζουν να βασίζονται σε προμήθειες ελαφρού αργού για να μεγιστοποιήσουν την παραγωγή ντίζελ, τα υψηλά αποθέματα βενζίνης πιθανότατα θα συνεχιστούν σε κάποιο βαθμό να διατηρούνται άφθονα ως αργό πετρέλαιο πλούσιο σε βενζίνη, ειδικά από τη Δυτική Αφρική, την Κασπία και τις Ηνωμένες Πολιτείες», αναφέρει η εταιρεία ενεργειακής ανάλυσης Vortexa.

Εν τω μεταξύ, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές ντίζελ από τη Ρωσία συνεχίστηκαν και έφτασαν τα 825.163 βαρέλια την ημέρα την περίοδο 1-19 Ιουλίου, το υψηλότερο από τον Μάρτιο, δήλωσε η Vortexa.

Για τον Ιούνιο, οι εισαγωγές ντίζελ από τη Ρωσία ήταν μόλις 10% κάτω από τον μέσο όρο στο διάστημα από το 2017 έως το 2021.

22 Ιουλίου 2022, Κάτω Σαξονία, Nörten-Hardenberg: Οι τιμές της βενζίνης και του ντίζελ εμφανίζονται σε ένα βενζινάδικο
22 Ιουλίου 2022, Κάτω Σαξονία, Nörten-Hardenberg: Οι τιμές της βενζίνης και του ντίζελ εμφανίζονται σε ένα βενζινάδικο

picture alliance via Getty Images

Τελείωσε ο… έρωτας της Ευρώπης για το ντίζελ

Η εξάρτηση της Ευρώπης από το ντίζελ ακολουθεί μια πολιτική που υιοθέτησαν πριν από 25 χρόνια οι χώρες της ΕΕ για να δώσουν κίνητρα στην αγορά πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων όπως φορολογικές ελαφρύνσεις με την ελπίδα μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Η στροφή από τη βενζίνη στο ντίζελ, που περιέχει περισσότερη ενέργεια κατ′ όγκο από τη βενζίνη, έκανε τον ευρωπαϊκό στόλο οχημάτων πιο αποδοτικό, αλλά το σκάνδαλο dieselgate, που δημοσιοποιήθηκε το 2015, φανέρωσε ότι το ντίζελ εκπέμπει υψηλά επίπεδα εκπομπών οξειδίων του αζώτου και άλλους ατμοσφαιρικούς ρύπους.

Το αυξανόμενο κόστος του ντίζελ είναι πιθανό να επιταχύνει τη μετατόπιση από τα πετρελαιοκίνητα οχήματα, αν και μακροπρόθεσμα, η Ευρώπη επιδιώκει να σταματήσει τις πωλήσεις όλων των νέων αυτοκινήτων που καίνε ορυκτά καύσιμα από το 2035.

Η στροφή από τα πετρελαιοκίνητα στα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα είναι ήδη εμφανής εδώ και αρκετά χρόνια, δήλωσε ο Rimoon Agaiby, επικεφαλής της ομάδας στρατηγικών συμβούλων της Γερμανίας στην εταιρεία συμβούλων μηχανικών και αυτοκινήτων Ricardo.

«Οποιαδήποτε διαφορά στην τιμή του ντίζελ σε σχέση με τη βενζίνη αναμένεται να υποστηρίξει αυτή την τάση», πρόσθεσε ο Agaiby.

Τα στοιχεία για την αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων δείχνουν ότι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να πουλήσουν πετρελαιοκίνητα οχήματα σε σύγκριση με τα βενζινοκίνητα.

Η διαδικτυακή αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων Motorway διαπίστωσε ότι οι πωλήσεις μεταχειρισμένων αυτοκινήτων ντίζελ αυξήθηκαν κατά 21% από τον Μάιο έως τον Ιούνιο, σε σύγκριση με αύξηση 13% στα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα.

Ενώ τα ηλεκτρικά οχήματα μπορεί τελικά να δώσουν μια λύση, βραχυπρόθεσμα, το κόστος για τους ευρωπαίους καταναλωτές είναι πιθανό να αυξηθεί από τον ευρύτερο αντίκτυπο στον εμπορικό στόλο της Ευρώπης, ο οποίος προς το παρόν δεν έχει κάποιο οικονομικό υποκατάστατο για το ντίζελ.

Ήδη τον Ιούνιο το κόστος των τροφίμων στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά περισσότερο από 11% από έτος σε έτος, δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat, καθώς το ντίζελ ήταν ένας από τους πολλούς παράγοντες που αύξησαν το κόστος παραγωγής, το οποίο εν τέλει μετακυλίεται στους καταναλωτές.

«Η αγροτική παραγωγή και η επεξεργασία τροφίμων είναι ενεργοβόρα, για παράδειγμα, η φυτική παραγωγή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα καύσιμα για γεωργικά μηχανήματα… [και] το αυξανόμενο κόστος μεταφοράς επηρεάζει τις τιμές των τροφίμων», ανέφερε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε έκθεσή της τον Ιούνιο.





ΠΗΓΗ