Διανύοντας το δεύτερο έτος της ιογενούς πανδημίας του Covid-19, με την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση και τις εθνικές κυβερνήσεις να καλούνται να διαχειριστούν μια σειρά από ευμεγέθεις προκλήσεις σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, το ερώτημα για την πορεία της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας, τον τουρισμό, εξακολουθεί να παραμένει μετέωρο.

Χωρίς να δύναται κανείς να προβλέψει το μέγεθος και την έκταση των αλλαγών στο σύνολο των δομών της διεθνούς και ενδοκρατικής πολιτικής, η μόνη βεβαιότητα είναι ότι στην μετά Covid εποχή θα κληθούμε να προχωρήσουμε σε ταχείες αναδιαρθρώσεις στο σύνολο των τομέων της ανθρωπογενούς κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, υγειονομικής και τεχνολογικής δραστηριότητας.

Υπό αυτό το πρίσμα η αναγκαιότητα για την χάραξη εθνικής στρατηγικής και ταχείας αναδιάρθρωσης για το τουριστικό μοντέλο της χώρας είναι αναγκαία και επιβεβλημένη.

Πολύ πριν την έναρξη της πλανητικής πανδημίας, σε προηγούμενες παρεμβάσεις μας, είχαμε προκρίνει την ανάγκη αλλαγής του τουριστικού προτύπου της χώρας και του νησιού μας ειδικότερα. Προτάσσοντας την ποιότητα απέναντι στην ποσότητα και την αύξηση της τουριστικής δαπάνης έναντι των αφίξεων, καλούμαστε να οικοδομήσουμε μιας λυσιτελή στρατηγική για το τουριστικό μας προϊόν.

Ορίζοντας τη στρατηγική ως τη σύζευξη μέσων-στόχων για την επίτευξή των δεύτερων εντός ενός ρευστού και άκρως ανταγωνιστικού εξωτερικού περιβάλλοντος, αλληλοεπιδρώντας με τρίτους δρώντες, θα προχωρήσουμε στην ανάγνωση των προσδιοριστικών της μεταβλητών για να οδηγηθούμε στο ευκταίο αποτέλεσμα.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις κατευθυντήριες αρχές του προηγούμενου στρατηγικού σχεδιασμού της Ελλάδας (2012-2021) για την ανάπτυξη του τουριστικού της προϊόντος σε έξι κύριες (Ήλιος και Θάλασσα, Ναυτικός Τουρισμός, Τουρισμός επίσκεψης πόλεων, Ιατρικός Τουρισμός, Πολιτιστικός-Θρησκευτικός Τουρισμός, Συνεδριακός-Επαγγελματικός Τουρισμός) τρεις υποστηρικτικές (Αγροτουρισμός, Οικοτουρισμός, Γαστρονομικός Τουρισμός) και τέσσερις εξειδικευμένες κατηγορίες (ο Τουρισμός της τρίτης ηλικίας, ο Τουρισμός Ευζωίας και οι διάφορες Επισκέψεις -Εσωτερικές μετακινήσεις) θα προχωρήσουμε στην καταγραφή και ανάλυση των αναγκαίων διαστάσεων που περιλαμβάνει μια λυσιτελή στρατηγική.

Αφετηριακό σημείο για τη χάραξη στρατηγικής είναι η ορθή ανάγνωση-ανάλυση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η διαδικασία διάγνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος είναι αδιάλειπτη και συνεχής εξαιτίας του στοιχείου της αβεβαιότητας-ρευστότητας των απειλών – ευκαιριών. Ενώ ο αέναος ανταγωνισμός μεταξύ των τουριστικών περιοχών εξελίσσεται μεταξύ τοπικού, εθνικού και διεθνούς συστήματος.

Δεδομένου ότι ο εκάστοτε τουριστικός προορισμός δεν καλείται να αξιολογηθεί μόνο με ανάλογους γειτονικούς προορισμούς αλλά και με διεθνείς που έχουν αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Ομοίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χρήση-ανάπτυξη της τεχνολογίας, τόσο σ’ επιχειρησιακό όσο και σ’ επίπεδο υποδομών, για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και τη βελτίωση της αποδοτικότητας του τουριστικού προϊόντος οδήγησε σε νέα τουριστικά πρότυπα. Μεταξύ των οποίων ο Αγροτουρισμός/Οικοτουρισμός, ο Αθλητικός Τουρισμός, ο Γαστρονομικός Τουρισμός, ο Αστικός Τουρισμός, ο Συνεδριακός Τουρισμός, ο θαλάσσιος Τουρισμός/Τουρισμός Κρουαζιέρας, ο Ιαματικός Τουρισμός και ο Τουρισμός Θεματικών Πάρκων.

Ποιες είναι όμως οι άμεσες εξωτερικές απειλές πέρα από τον άμεσο τουριστικό ανταγωνισμό σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο;

Πρωταρχικά η υγειονομική πανδημία συνέβαλε στην ευμεγέθη συρρίκνωση του τουριστικού προϊόντος στο σύνολο της επικράτειας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο πρόεδρος του E- Real Estates, Θεμιστοκλής Μπάκας «το καλοκαίρι του 2020 οι απώλειες για την ελληνική οικονομία άγγιξαν το 77,12% σε σχέση με το 2019, με τις τουριστικές εισπράξεις να διαμορφώνονται μόλις στα 4,28 δισ. €».

Κατά τούτο οφείλουμε να συναρμοστούμε με τη νέα γενιά τουριστών που διαμορφώνεται εν μέσω της πανδημίας δίνοντας «έμφαση σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας. Ήδη από το περσινό καλοκαίρι αλλά και από τα μέχρι σήμερα δεδομένα, εγχώριοι και αλλοδαποί επιλέγουν κυρίως αυτοτελή διαμερίσματα/κατοικίες εγγεγραμμένα σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης ή/και βίλες, bungalows σε ξενοδοχειακές μονάδες με στόχο την θωράκιση της υγείας τους βάση των υγειονομικών πρωτοκόλλων». (Θ. Μπάκας)

Τοιουτοτρόπως ενώ η ιογενής πανδημία πλήττει ανεπανόρθωτα τον μαζικό τουρισμό, δεν μπορεί να παρεμποδίσει την ταχεία ανάκαμψη του ακριβού τουρισμού και των διαμονών πολυτελείας, με συνεπαγόμενο να αυξάνεται ραγδαία ο αριθμός των τουριστών «που ενδιαφέρονται για τουριστικά προϊόντα υψηλότερης αξίας και έχουν την δυνατότητα για πολυτελή διαμονή και πολύ υψηλές δαπάνες». Σύμφωνα με την γερμανική εταιρεία δεδομένων αγοράς – καταναλωτών Statista «τα πολυτελή ταξίδια αντιπροσώπευαν το 21% των συνολικών τουριστικών εσόδων της Ευρώπης το 2019».

Ενώ και ο διευθύνων σύμβουλος της Thomas Cook, Άλαν Φρενφτς, σημειώνει ότι οι τουρίστες «ενδιαφέρονται πλέον να κάνουν βιωματικές διακοπές κάθε δύο ή τρία χρόνια παρά το ετήσιο ηλιόλουστο ταξίδι».

Λόγω της καταβαράθρωσης των τουριστικών δαπανών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από τα 619 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019 στην μείωση τους κατά 64% το 2020, «ενώ η συνολική συμβολή των ταξιδιών και του τουρισμού στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Ευρώπης μειώθηκε στο μισό, στα 1,12 δισεκατομμύρια δολάρια.

Σε ολόκληρη την ήπειρο, 3,6 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει τις δουλειές τους στον τομέα, σχεδόν το 10% του εργατικού δυναμικού του 2019».

Υπό αυτό το πρίσμα Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία προετοιμάζονται για τον άμεσο εκσυγχρονισμό των τουριστικών τους υποδομών με αντικειμενικό στόχο την προσέλκυση τουριστών υψηλής ποιότητας. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει η υπουργός τουρισμού της Ισπανίας, Ρέγιες Μαρότο: «Κινούμαστε από ένα μοντέλο “όσο περισσότεροι τουρίστες, τόσο καλύτερα” σε μια προσέγγιση που θέλει υψηλότερες δαπάνες, περισσότερες νύχτες και premium τουρίστες».

Συναφώς και η Ελλάδα επανεξετάζει τον αντικειμενικό στόχο για το τουριστικό της προϊόν με τον υπουργό τουρισμού, Χ. Θεοχάρη, να «υποστηρίζει ότι η Αθήνα δεν ενθαρρύνει πλέον τις επενδύσεις σε παραδοσιακές παραθαλάσσιες διακοπές “γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι ένα μοντέλο που μπορεί να συνεχίσει αμείωτα”».

Το δεύτερο βήμα στη διαμόρφωση της τουριστικής στρατηγικής είναι η ιεράρχηση των αντικειμενικών στόχων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με γνώμονα τους δομικούς περιορισμούς και τις ευκαιρίες του εξωτερικού περιβάλλοντος.

Αξονικός στόχος είναι η προσέλκυση του ποιοτικού τουρισμού και η αύξηση της κατά κεφαλήν δαπάνης. Αυτό γιατί «ο τουρισμός, σε αντίθεση με τις περισσότερες μεταποιητικές δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες του πρωτογενούς τομέα, αποτελεί́ […] μια δραστηριότητα που οροθετείται από́ την πλευρά́ της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ́ οι μεταποιητικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα αποτελούν δραστηριότητες παραγωγής και προσφοράς προϊόντων».

Εκτός από το σήμα κατατεθέν «ήλιος και θάλασσα», καλούμαστε να αξιοποιήσουμε μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουμε, όπως η γεωγραφική θέση, η φυσική ποικιλομορφία, η πολιτισμική κουλτούρα, για να προσελκύσουμε νέες επενδύσεις προωθώντας τον εκσυγχρονισμό των τουριστικών επιχειρήσεων, την εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού, αναπτύσσοντας παράλληλα τις τουριστικές υποδομές-υπηρεσίες και «αμβλύνοντας το πρόβλημα της εποχικότητας».

Συνακόλουθα, το τρίτο βήμα της στρατηγικής μας επιτάσσει την αγαστή σύνδεση των στόχων με τα διατιθέμενα μέσα, αξιολογώντας ποιοτικά-ποσοτικά το σύνολο των υποδομών-υπηρεσιών του τουριστικού προϊόντος για την ικανοποίηση των προσδοκιών των τουριστών.

Πολύτιμο εργαλείο για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων σε τοπικό κυρίως επίπεδο και σε περιοχές που δεν έχουν ακόμη υπεισέλθει σε κατάσταση τουριστικού κορεσμού, για να προβλέψουμε την βιωσιμότητα-αποδοτικότητά τους, θα αποτελούσε η τεχνική ανάλυση της φέρουσας ικανότητας. 

Ως κεντρική τεχνική ολοκληρωμένου σχεδιασμού των τουριστικών περιοχών ορίζει τον μέγιστο αριθμό των ατόμων που μπορεί να φιλοξενήσει ταυτόχρονα ένας τουριστικός προορισμός χωρίς να προκαλείται καταστροφή του φυσικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και χωρίς να υποβαθμίζεται η ποιότητα των εμπειριών των τουριστών.

Πάραυτα ως διαχειριστική μελέτη επηρεάζεται από μια σειρά παρεμβαίνουσων μεταβλητών όπως είναι το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, οι οικονομικοκοινωνικές-εμπορικές δραστηριότητες, η λειτουργία των εμπλεκόμενων φορέων του τουρισμού, η τοπογεωγραφία του χώρου (παράκτιες ζώνες, φυσικές περιοχές), οι εξωτερικοί παράγοντες (καιρικές συνθήκες), κ.α., που επιδρούν προσδιοριστικά στο μέτρο αποτελεσματικότητας της.

Γι’ αυτό και το τελευταίο στάδιο της τουριστικής μας στρατηγικής είναι η συναρμογή της με τα βιώσιμα πρότυπα τουριστικής ανάπτυξης διασφαλίζοντας την αποδοχή της από τους τοπικούς πληθυσμούς και τους τουρίστες.

Ειδικότερα το μοντέλο της τουριστικής στρατηγικής της χώρας οφείλει να προσανατολίζεται στο πρότυπο του βιώσιμου ή αειφόρου τουρισμού ο οποίος «λαμβάνει πλήρως υπόψη του τις υφιστάμενες και μελλοντικές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις του και ανταποκρίνεται στις ανάγκες των επισκεπτών, του κλάδου και των κοινοτήτων στους προορισμούς υποδοχής». [Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (UNWTO)] 

 

 

 





ΠΗΓΗ