Με 518 ψήφους υπέρ, 88 κατά και 85 αποχές, εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση ως απάντηση σε ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που τονίζει ότι η επίτευξη των στόχων για το 2030 και το 2050 απαιτεί ταχύτερη ανάπτυξη των υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), αλλά και ότι η διαχείριση του θαλάσσιου χώρου και των ακτών θα πρέπει να είναι περισσότερο βιώσιμη.

Σύμφωνα με την ΕΕ, οι στόχοι παραγωγής ενέργειας για τις υπεράκτιες ΑΠΕ σε όλες τις θάλασσες της ΕΕ, είναι τουλάχιστον 60 GW έως το 2030 και 340 GW έως το 2050. Οι ευρωβουλευτές τονίζουν ότι το κόστος της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας έχει μειωθεί δραματικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες (κατά 48% μεταξύ 2010 και 2020), γεγονός που την καθιστά μία από τις πιο ανταγωνιστικές πηγές ενέργειας. Ωστόσο, εάν δεν καταργηθούν σταδιακά οι επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα, η επίτευξη των στόχων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε λιγότερο από 1,5 βαθμούς Κελσίου έως το τέλος του αιώνα θα είναι αδύνατο να επιτευχθούν.

Μια οικονομία μηδενικών εκπομπών, απαιτεί την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε πρωτοφανή κλίμακα, τονίζουν οι ευρωβουλευτές, επισημαίνοντας την επείγουσα ανάγκη βελτίωσης και επέκτασης των υφιστάμενων υποδομών καθώς πολλά κράτη μέλη υστερούν όσον αφορά την αναγκαία μετάβαση άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Παράλληλα, οι ευρωβουλευτές τονίζουν τη σημασία άλλες συντόμευσης των διαδικασιών για την έκδοση άδειας, ενώ καλούν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διαφανείς διαδικασίες και να εξετάσουν το ενδεχόμενο θέσπισης προθεσμιών για την έκδοση αδειών, όπου αυτό απαιτείται.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΕ κατέχει ηγετική θέση στον τομέα άλλες παραγωγής ενέργειας από υπεράκτιες ΑΠΕ, και θα μπορούσε να σημειώσει σημαντική ενίσχυση άλλες οικονομίας άλλες μέσω άλλες στήριξης άλλες ανάπτυξης άλλες παραγωγής καθαρής ενέργειας. Μάλιστα, το ταμείο ανάκαμψης NextGenerationEU παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για την κινητοποίηση κεφαλαίων, πέραν των ιδιωτικών επενδύσεων.

Επίσης, οι ευρωβουλευτές αναφέρουν ότι τα υπεράκτια αιολικά πάρκα μπορούν να ωφελήσουν τη θαλάσσια βιοποικιλότητα εάν σχεδιαστούν και κατασκευαστούν με βιώσιμο τρόπο, αλλά θα πρέπει να συνυπάρχουν με άλλες δραστηριότητες, άλλες η αλιεία και οι θαλάσσιες μεταφορές. Επισημαίνουν δε, ότι θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες προκειμένου το κοινό να αποδεχθεί την υπεράκτια αιολική ενέργεια και οι πολίτες να πειστούν ότι οι ΑΠΕ είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη ενεργειακής ανεξαρτησίας και τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού.

Ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα πρέπει να γίνει με κυκλικό και ανανεώσιμο τρόπο, καθώς απαιτούνται σημαντικές ποσότητες μετάλλων και ορυκτών. Καταλήγοντας, οι ευρωβουλευτές ζητούν την απαγόρευση άλλες υγειονομικής ταφής των παροπλισμένων πτερυγίων ανεμογεννητριών σε ολόκληρη την ΕΕ έως το 2025.

Το κόστος του ρεύματος στην Ελλάδα, θα ήταν πάνω από 35% ακριβότερο χωρίς αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά και άλλες Α.Π.Ε.

Εξάλλου, μια σημαντική μελέτη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που είχε εκπονηθεί πριν λίγο καιρό αναδεικνύει ότι αν δεν υπήρχαν τα αιολικά πάρκα, τα φωτοβολταϊκά, και οι άλλες Α.Π.Ε. που λειτουργούν στην Ελλάδα, τότε η μέση τιμή του ρεύματος στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κατά τον περασμένο Δεκέμβριο θα ήταν 319,18 ευρώ/MWh, από 235 ευρώ/MWh που διαμορφώθηκε στην πραγματικότητα. Δηλαδή, η πράσινη ηλεκτροπαραγωγή «ψαλίδισε» την τιμή στην αγορά κατά 83,8 ευρώ/MWh ή κατά 35%.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνεμος και ο ήλιος είναι δωρεάν και κατά συνέπεια η λειτουργία των σταθμών Α.Π.Ε οδηγεί στο σταμάτημα των ακριβότερων θερμικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Αν δεν υπήρχαν οι Α.Π.Ε., αυτοί οι σταθμοί θα έπρεπε να λειτουργήσουν για να καλύψουν τη ζήτηση ρεύματος, και το τελικό κόστος θα ήταν πολύ υψηλότερο για τους καταναλωτές.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Επιστημονικής Ενωσης Αιολικής Ενέργειας, το συνολικό κόστος παραγωγής από τα αιολικά πάρκα που πληρώνει ο καταναλωτής είναι πολύ χαμηλότερο από το κόστος που πληρώνει λόγω της εκτόξευσης της τιμής των ορυκτών καυσίμων. Έτσι δημιουργείται ένα σημαντικό οικονομικό πλεόνασμα χάρη στη διαφορά της χαμηλής και σταθερής αμοιβής των αιολικών πάρκων στην Ελλάδα και της υψηλής – λόγω εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα – τιμής της αγοράς.

Ειδικά τα νέα αιολικά πάρκα παράγουν ρεύμα 3-4 φορές πιο φθηνά από το φυσικό αέριο και 2-3 φορές πιο φθηνά από το λιγνίτη.

Επίσης, η διαφορά που δημιουργείται χάρη στη φθηνή παραγωγή ενέργειας από τα αιολικά πάρκα, αποτελεί οικονομικό πλεόνασμα το οποίο επιτρέπει στην κυβέρνηση να μεταφέρει πόρους στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και έπειτα στους λογαριασμούς των καταναλωτών.





ΠΗΓΗ