Ο ενεργειακός τομέας αποτελεί τον καθοριστικότερο τομέα για το σύνολο της εθνικής οικονομίας και του  εθνικού βίου. Η αλήθεια αυτή δεν αποτελεί συνείδηση των πολιτών, ούτε όμως και κεντρικό κριτήριο και άξονα των πολιτικών που οι κυβερνήσεις ακολουθούν, ιδιαίτερα την τελευταία 25ετία.

Υπάρχουν ασφαλώς εξηγήσεις για αυτή την κατάσταση, οι οποίες σχετίζονται με την κυριαρχία αντιλήψεων και πολιτικών που έχουν ως πυρήνα τους την αποδοχή ότι ο υφιστάμενος καπιταλιστικός τρόπος εκμετάλλευσης και διαχείρισης κάθε φυσικού και κοινωνικού πόρου είναι ο ωφελιμότερος.

Αντίληψη που έχει επανειλημμένα δείξει τα όρια της (με καταστροφικό μάλιστα τρόπο), αλλά κατορθώνει να επιβιώνει και να αναπαράγεται. Μιλώντας, όμως, καθαρά και πέρα από τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα των δυνάμεων του κεφαλαίου και του κέρδους, οφείλουμε να αναδείξουμε βασικές αλήθειες.

Το κάθε τι -κυριολεκτικά το κάθε τι ως αγαθό και υπηρεσία- έχει μέσα του ενσωματωμένη μια ποσότητα ενέργειας. Δηλαδή, ενέργεια (μηχανική ή ηλεκτρική ή άλλης μορφής) κι ένα αντίστοιχο κόστος που προέρχεται από την ενέργεια που χρησιμοποιείται για να παραχθεί, να διανεμηθεί, να καταναλωθεί.

Δείτε: π.χ., το ψωμί του κάθε ανθρώπου, από το σιτοχώραφο, την καλλιέργεια, στο θερισμό, στη μεταφορά του, στους αλευρόμυλους, στο φούρνο, στους εμπορικούς τύπους του, στη διανομή του μέχρι την τελική ατομική κατανάλωση, σε κάθε στάδιο απαιτείται ενέργεια για να υπάρξει το αντίστοιχο προϊόν-αποτέλεσμα και να οδηγηθεί στο επόμενο στάδιο, μέχρι και την ατομική κατανάλωση. 

Η ενέργεια στις διάφορες μορφές της είναι παρούσα, καθορίζοντας παραγωγικά και επηρεάζοντας οικονομικά το κάθε τι: στα νοικοκυριά, στις ένοπλες δυνάμεις σε θάλασσα, αέρα και ξηρά, στην παραγωγή όλων των προϊόντων, των αγαθών και των υπηρεσιών, στη λειτουργία των επιχειρήσεων, στη λειτουργία όλων των κοινωνικών δομών και λειτουργιών (σχολεία, νοσοκομεία, μαζικά μέσα μεταφοράς, μαζικά μέσα ενημέρωσης, αυτοδιοίκηση, κοινωνικές δομές κλπ), στις δραστηριότητες του εμπορίου, στις μεταφορές όλων των μορφών, στην ενημέρωση, ιδιαίτερα στα σχέδια ανάπτυξης και τις επενδύσεις. 

Είναι πραγματικό γεγονός ότι η ενέργεια, μολονότι κατηγοριοποιείται για την ανάλυση και τον προγραμματισμό ως ένας από τους τομείς της οικονομίας, βρίσκεται στη βάση όλων των τομέων της, εμφανίζοντας μια παντοειδή διάχυση και καθοριστική επιρροή.

Αποτελεί, λοιπόν, τομέα Εθνικού χαρακτήρα. Και ως τομέας εθνικού χαρακτήρα, πρέπει να  ανήκει στο Έθνος. Το σημαντικότερο, πρέπει να διευθύνεται με ευθύνη του Έθνους και η διαχείριση του να είναι ευθύνη του Έθνους. Του Έθνους, το οποίο στις δημοκρατικές κοινωνίες εκπροσωπείται μέσω  των συνταγματικά εκλεγμένων θεσμικών του οργάνων, που οφείλουν με τη σειρά τους να τον εννοούν και να τον διαχειρίζονται με αυτόν τον τρόπο, ως Εθνικό. Εννοούμε ως υλική αξία που ανήκει στην Πατρίδα και αξιοποιείται για την οικονομική της ισχύ, την βιώσιμη και ανταγωνιστική της ανάπτυξη και το ασφαλές μέλλον της, καθώς και την συνοχή, την ποιότητα και την ευημερία της κοινωνίας της. 

 

Όταν η ενέργεια δεν είναι μόνο εμπόρευμα, αλλά και δημόσιο-κοινωνικό αγαθό

Η καθοριστική αυτή για την ενέργεια και το Έθνος αντίληψη  θεμελιώνει τη στρατηγική για την εθνικοποίηση του ενεργειακού τομέα (ή/και την επανεθνικοποίηση του), αφήνοντας, ασφαλώς, περιθώρια στην κίνηση και τις επιλογές του ιδιωτικού κεφαλαίου που θα αποφάσιζε να αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα στον ίδιο τομέα.

Αυτή η αντίληψη (της ενέργειας ως εθνικού/δημόσιου αγαθού) μέσω των αντίστοιχων πολιτικών της έφερε τα γνωστά θεαματικά αναπτυξιακά και κοινωνικά αποτελέσματα σε χώρες της Ευρώπης όταν αυτό είχε συμβεί με σοσιαλιστικές & σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά συνέβαλε σοβαρά και στο μεταπολεμικό άλμα της Χώρας μας.

Ακόμα και σήμερα, στο απόγειο των νεοφιλελεύθερων οικονομικών δογμάτων, πρέπει να πούμε ότι ο δημόσιος τομέας στην ενέργεια κατέχει σοβαρή θέση. Το δημόσιο στη Γαλλία κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο των μετοχών της Areva  (88,41%), παγκόσμιας ηγέτιδας στην πυρηνική ενέργεια, και της ΕDF (84,94%), κορυφαίας εταιρείας παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Το ίδιο ισχύει επίσης και στην Ιταλία, η οποία κατέχει το 69,17% της Enel Green Powe, παγκόσμιας ηγέτιδας στην παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. 

Πέραν αυτών, έχουμε, εδώ και πολλά χρόνια, αναπτύξει τη  θέση  για τη συμμετοχή της κοινωνίας, μέσα από    συνεργατικά/συνεταιριστικά σχήματα βάσης, στα πλαίσια του φιλόδοξου αλλά και πραγματιστικού μοντέλου της Κοινωνικής Οικονομίας, στην παραγωγή, διανομή και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ιδιαίτερα στον τομέα των ΑΠΕ, καθώς και της γεωθερμίας και της βιομάζας.

Αυτή η άποψη, που μπορεί να αξιοποιήσει και το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο των Ενεργειακών Κοινοτήτων,ολοκληρώνει ‘’από τα κάτω’’ (μέσω της παραγωγικής συμμετοχής της κοινωνικής βάσης) τη θέση μας για την ενέργεια ως δημόσιο/εθνικό αγαθό. Εδώ, η έννοια της κοινωνικοποίησης της ενέργειας έρχεται να αντιμετωπίσει συμπληρωματικά προς την εθνική ενεργειακή πολιτική την ‘’ενεργειακή φτώχεια’’. 

Οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις έχουν συστηματικά υποεκτιμήσει τον καθοριστικό παράγοντα της ενέργειας και του ενεργειακού κόστους ως βασικής παραμέτρου της οικονομικής πολιτικής σε μια χώρα που εξαρτάται θεαματικά από τις εισαγωγές. Ιδιαίτερα χτυπητό είναι το παράδειγμα της βιομηχανίας, η παραγωγή της οποίας έχει υποχωρήσει αισθητά τα τελευταία χρόνια αφού αδυνατεί να ανταγωνισθεί παραγωγικές μονάδες σε Ευρώπη και Ασία, όπου χάρις στην πολιτική των κυβερνήσεων τους και στην εξασφάλιση ενεργειακών πόρων έχουν  χαμηλότερες τιμές ενέργειας και είναι ανταγωνιστικές. 

Τα παραπάνω δεν είναι απόψεις χωρίς αντίκρισμα, όταν μάλιστα τις διασταυρώσει κανείς με κείνες που εφαρμόσθηκαν και εφαρμόζονται με το πάθος νεοφώτιστων εκπροσώπων του ιδιωτικού κεφαλαίου, μην αφήνοντας τίποτε στα χέρια του Έθνους.

Οι σημερινοί κυβερνώντες με νέα ορμή, παρέδωσαν, από τη μια, το σύνολο του τομέα της ενέργειας στο ιδιωτικό κεφάλαιο και σε σχήματα που είναι αδύνατο να ελεγχθούν, και, από την άλλη, υποταγμένοι στο σύνδρομο του ‘’πειθήνιου συμμαχικού εταίρου’’, αρνήθηκαν να προχωρήσουν στην αξιοποίηση υπαρκτών ενεργειακών κοιτασμάτων στις θάλασσες της Πατρίδας.

Και, τώρα, κινητοποιούν έναν ετοιμόρροπο επικοινωνιακό μηχανισμό για να πείσουν ότι στην συνεχιζόμενη ενεργειακή καταιγίδα, που ήδη γονατίζει μικρομεσαίες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η απάντηση θα είναι τα επιδόματα!…  

Kλιματική κρίση: η ελπίδα αχνή, μήπως όμως υπάρχει ευκαιρία; 

Η μετάβαση προς οικονομίες με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα, στα πλαίσια της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα παρουσιάζει τεράστια κενά και ανακολουθίες στην πράξη.

Η απουσία για ένα πλανητικό ζήτημα επιβίωσης της Γης μιας συγκεκριμένης δεσμευτικής στρατηγικής για όλα τα κράτη-μέλη και ιδιαίτερα των ενεργοβόρων (Κίνα, Ινδία κλπ), και ενός αντίστοιχου μηχανισμού παρακολούθησης και τήρησης των στόχων (ενδιάμεσων και τελικών), καθώς και των όρων της στρατηγικής αποτελεί την κρίσιμη ανεπάρκεια, το κενό που αποδιοργανώνει την διακηρυσσόμενη μετάβαση σ΄ έναν κλιματικά ουδέτερο πλανήτη.

Η κατάσταση αυτή -χωρίς πολιτική σχέδιο, χωρίς πολιτικό νεύρο, χωρίς στάθμιση χωρών και οικονομίων στις επιπτώσεις για το κλίμα, χωρίς πολιτική διεύθυνση, χωρίς βήμα προς βήμα δεσμεύσεις και χωρίς κυρώσεις και μέτρα, όλη αυτή η κινητικότητα και η αναγνώριση ανάγκης για αλλαγές διαμόρφωσε ένα τεράστιο πεδίο ευκαιριών, ένα πεδίο εισβολής συμφερόντων.

Συμφερόντων  που στο όνομα της απανθροκοποίησης μορφοποιούσαν τους όρους, σχηματοποιούσαν τα όρια, όριζαν τους ‘’φιλόδοξους στόχους’, μετονομάζοντας στην πραγματικότητα τις δικές τους επιχειρηματικές στοχεύσεις σε στόχους πράσινης ανάπτυξης! 

Τελικό όριο για ‘’μηδενικό άνθρακα’’ είναι το 2050. Αλλά, για ορισμένους δείχνει μακρινό και πολλούς μάλλον δεν τους απασχολεί… Η Γλασκώβη (COP26) με πολύ χαμηλές επιδόσεις στα αποτελέσματά της, αποφάσιζε παγκόσμια μείωση στο 30% των αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 (συγκριτικά με το 1990), αλλά η Ε. Επιτροπή οριοθετούσε στο πιο φιλόδοξο 55% μέχρι το ίδιο έτος.

Την ίδια στιγμή, μπροστά στην ογκούμενη ενεργειακή κρίση θεωρούσε την πυρηνική ενέργεια (με αδειοδότηση μέχρι το 2045) και τις μονάδες φυσικού αερίου (με αδειοδότηση μέχρι το 2030) ‘’πράσινες επενδύσεις’’. Παράλληλα, στο εσωτερικό της Ε.Ε. γινότανε ένα απίθανο αλαλούμ.

Η Γερμανία έθετε άλλους στόχους, και αναγκάστηκε να έρθει κοντά στους στόχους της Ε. Επιτροπής μόνο μετά από απόφαση του Συνταγματικού της Δικαστηρίου, η Πολωνία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οριοθετούν για το 2038 και είναι επιφυλακτικές για το τελικό μηδενικό αποτύπωμα του 2050, ενώ η Ελλάδα βιαστικά και βιασμένα παύει κάθε λιγνιτική της μονάδα μέχρι το 2023, δημιουργώντας ‘’μοναδικές  συνθήκες’’ κερδοσκοπίας στους άλλους ενεργειακούς παίκτες πλην της ΔΕΗ (παύουν οι μονάδες: Πτολεμαΐδα, Αμύνταιο, Μελίτη, Άγιος Δημήτριος, Καρδία, Μεγαλόπολη)!…

Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται όλα αυτά να έχουν αντίκτυπο στη μάχη για την αλλαγή του κλίματος. Η Κίνα και η Ινδία βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των πιο ρυπογόνων οικονομιών. Τα στοιχεία από την παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα δείχνουν ότι Κίνα και Ινδία αυξάνουν ραγδαία την κατανάλωση άνθρακα!

Έτσι, ενώ στην Ευρώπη οι κοινωνίες των κρατών-μελών πληρώνουν βαρύ τίμημα και υφίστανται τα αποτελέσματα της κρίσης οι ανταγωνιστές της σε παγκόσμιο επίπεδο αυξάνουν της εκπομπές μηδενίζοντας τα όποια μικρά οφέλη της ευρωπαϊκής προσπάθειας.

Επιπλέον, η Κίνα θα συνεχίζει να αυξάνει τις εκπομπές μέχρι το 2030 και δεσμεύεται να τις μηδενίσει έως το 2060 (κι όχι στο παγκόσμιο χρονικό όριο του 2050), αν μπορεί κανείς να πιστέψει και αυτό… Η Κίνα και η Ινδία για τα επόμενα τέσσερα (4) χρόνια με την αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εξισορροπούν/αναιρούν  την μείωση που θα έχει επιτευχθεί από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ εξανεμίζοντας για τον Πλανήτη κάθε πλεονέκτημα και διατηρώντας την  παραγωγή για τα επόμενα (4) χρόνια στα ίδια επίπεδα ( 10.000 TWh)!

Στοιχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα δείχνουν ότι: η Ευρώπη έχει 468 εργοστάσια που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από άνθρακα και χτίζονται άλλα 27. Η Κίνα έχει 2.363 που δουλεύουν κανονικά και χτίζει άλλα 1.171! Σύνολο, δηλαδή, 3.534 εργοστάσια σε συνεχή λειτουργία για τα επόμενα χρόνια, ενώ κατασκευάζει και σε άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, η Ινδονησία, το Μπαγκλαντές, το Βιετνάμ κλπ. Μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) αποκαλύπτει ότι έως το 2024 θα υπάρχει συνεχιζόμενη αύξηση της κατανάλωσης άνθρακα και ίσως το 2027 να είναι ο χρόνος της υψηλότερης κατανάλωσης!

Στο παγκόσμιο επίπεδο διαμορφώνεται η εξής εικόνα: από τη μια, η Κίνα ακολουθεί μια δική της ενεργειακή πολιτική με μερική συνάφεια σκοπιμότητας με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού όπως αυτοί κάθε φορά επικαιροποιούνται, και, από την άλλη, ο λεγόμενος  Δυτικός κόσμος, διαμορφώνει ένα τοπίο στο οποίο οι αποφασιστικοί παίκτες που ορίζουν και τις εξελίξεις είναι οι ‘’πράσινοι’’ (παραδοσιακοί μεταλλαγμένοι ή σχετικά νέοι) ισχυροί επιχειρηματικοί όμιλοι. 

Μέσα σ΄ ένα τέτοιο περιβάλλον, στο οποίο η παγκόσμια πανδημία COVID -19 πρόσθεσε προβλήματα εφοδιαστικής αλυσίδας με αρνητικό αντίκτυπο σε μεταφορές φορτίων αργού πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου (καθυστερήσεις φορτίων, ακυρώσεις συμβολαίων), οι παίκτες ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και οι παίκτες του φυσικού αερίου μέσω αγωγών είχαν εκτός από την ώθηση λόγω κλιματικής κρίσης και πρόσθετο δώρο από τη μείωση παραγωγής  πετρελαϊκών προϊόντων στα διϋλιστήρια.

Κι ενώ αυτά συμβαίνουν, η ελληνική κυβέρνηση παύει τη λειτουργία όλων των λιγνιτικών μονάδων, γνωρίζοντας ότι οι ΑΠΕ αδυνατούν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες. Δηλαδή, εξαρτώντας τη Χώρα με πρωτοφανή  τρόπο από το φυσικό αέριο, το οποίο στο σύνολό του εισάγεται (100%)!

Τι θα γίνει με την ενεργειακή κρίση και το Φυσικό Αέριο;

Η εικόνα είναι καθηλωτική. 

Οι επαναλαμβανόμενες εφησυχαστικές κυβερνητικές και ευρωπαϊκές απόψεις περί βραχύβιας ενεργειακής κρίσης, είναι αβάσιμες και υποκριτικές. Η ενεργειακή κρίση θα συνεχιστεί. Αυτή η κρίση δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη του 1972-73.  

Όταν κανένας εν τοις πράγμασι παράγοντας δεν αντισταθμίζει ή δεν εξουδετερώνει την ενεργειακή εξάρτηση και την συνακόλουθη έκρηξη τιμών, τότε αυτή θα συνεχίζεται, και οι αδύναμες οικονομίες θα πληρώνουν βαρύ τίμημα ακυρώνοντας τις προοπτικές ανάκαμψης τους μετά την πανδημία, ενώ τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα πιεζόμενα θα φτωχοποιούνται. Αυτή είναι η αλήθεια της ενεργειακής εξάρτησης. Γι αυτό με κάθε τρόπο, όπως έχουμε ξαναγράψει, χρειάζεται να προωθηθεί και να δομηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η ενεργειακή ανεξαρτησία-αυτοδυναμία.

Το 2021 ήταν χρονιά ρεκόρ για την κατανάλωση του φυσικού αερίου στην Ελλάδα, σύμφωνα και με τα ετήσια στοιχεία του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ). Tο σημείο εισόδου στο Σιδηρόκαστρο παρέμεινε η κύρια πύλη εισροής φυσικού αερίου (ΦΑ) στο Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ), ενώ αξιοσημείωτη ήταν και η συμβολή του νέου σημείου εισόδου στη Νέα Μεσημβρία, το οποίο διασυνδέει το ΕΣΦΑ με τον αγωγό TAP από τα τέλη του 2020.

Χρειάζεται προσοχή στο σημείο αυτό, διότι ο ΤΑΡ απ΄ όπου εγχύθηκαν/προήλθαν για πρώτη φορά σοβαρές ποσότητες ΦΑ δεν είναι παρά ένας αγωγός σε σύνδεση με τον ΤΑΝΑΡ (αγωγού αζέρικης-τούρκικης μετοχικής σύνθεσης, με συμμετοχή 12% της ΒΡ, εντός της τουρκικής επικράτειας από τα σύνορα με τη Γεωργία μέχρι τους Κήπους στον Έβρο και υπό τον έλεγχο της). 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ για το 2021, η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 10,87% φθάνοντας τις 69,96 εκ. MWh από 63,1 εκ. MWh το 2020. Η αυξητική αυτή τάση αναμένεται να συνεχιστεί και το 2022.

Το μεγαλύτερο τμήμα της εγχώριας ζήτησης (68,65%) αντιστοιχεί στην κατανάλωση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ακολουθούν οι οικιακοί καταναλωτές και οι συνδεδεμένες στα δίκτυα διανομής επιχειρήσεις, με ποσοστό 18,77%, καθώς και οι εγχώριες βιομηχανίες, που συνδέονται απευθείας στο σύστημα υψηλής πίεσης του ΔΕΣΦΑ, με ποσοστό 12,56%.

Για το 2021, οι εισαγωγές φυσικού αερίου κατέγραψαν αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, φθάνοντας τις 77,73 TWh, σε σύγκριση με τις 70,64 TWh για το 2020.

Οι μεγαλύτερες ποσότητες εισήλθαν από το σημείο εισόδου του Σιδηροκάστρου (35,37 TWh), το οποίο κάλυψε το 45,5% των συνολικών εισαγωγών (=Gasprom), σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 10,41% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του ( =TAΡ ), εισήχθη μέσω του νέου σημείου στη Νέα Μεσημβρία ποσότητα 13,61 TWh, που αντιστοιχεί σε 17,5% επί των συνολικών εισαγωγών, ενώ, περίπου 4,02 TWh (5,17%) εισήχθησαν στο ΕΣΦΑ από το σημείο εισόδου στους Κήπους του Έβρου ( = τουρκική BOTAS). Σχετικά με τις εκφορτώσεις LNG που πραγματοποιήθηκαν στον Τερματικό Σταθμό της Ρεβυθούσας κατά το 2021, αυτές ανήλθαν περίπου σε 24,51 TWh από 35 δεξαμενόπλοια έναντι 33,40 TWh από 49 δεξαμενόπλοια το 2020. Παρά τη μείωση συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, σχεδόν το ένα τρίτο (31,8%) του εισαγόμενου φυσικού αερίου προήλθε από εισαγωγές φορτίων LNG. 

 

 Κι όμως, υπάρχει άλλος δρόμος

Από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής:

1. Το 2023, ως χρονικό όριο, αποτέλεσε αυθαίρετη οριοθέτηση, η οποία σε συνθήκες ενεργειακής κρίσης και μετάβασης προσλαμβάνει χαρακτηριστικά οικονομικού (εκ)βιασμού και της περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας και της Χώρας και  θα έπρεπε να αναθεωρηθεί. Η μετάβαση πρέπει να είναι σε μεγαλύτερο χρονικό βάθος. Η πιο φιλόδοξη προσέγγιση θα ήταν για το 2030 (σε συνδυασμό με τα ανάλογα που πράττουν χώρες, όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Εσθονία, όπως και των αναγκαστικά ρεαλιστικών προτάσεων περί ‘’πράσινων επενδύσεων’’ της πυρηνικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, κ.ά.).  

2. Το ενεργειακό ζήτημα της Χώρας είναι Εθνικό Ζήτημα για λόγους που αναλύθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο, με τις ανάλογες κατευθύνσεις. Επιπλέον, αυτών, αποτελεί εθνικό ζήτημα και για τον  παρακάτω σοβαρό λόγο. Διότι σημαντικό μέρος της τροφοδοσίας Φυσικού Αερίου στη Χώρα διέρχεται από αγωγούς που βρίσκονται στην τουρκική επικράτεια και η Τουρκία μπορεί να ασκήσει κάθε εκβιαστική πολιτική όταν και όποτε το κρίνει σκόπιμο, επεμβαίνοντας/κλείνοντας τις βάνες τροφοδοσίας.

Πρόκειται για τον ΤΑΝΑΡ (η σύνδεση με τον ΤΑΡ εντός τουρκικού εδάφους) και την τουρκική ΒΟΤΑS. Υπογραμμίζουμε ότι κατά το 2021, το 22,67% από το σύνολο των ποσοτήτων ΦΑ που εισήχθησαν στην Ελλάδα εισήλθαν από την Τουρκία! Μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας την ασφυξία που μπορεί να δημιουργήσει η Τουρκία όταν για τους δικούς της στόχους κρίνει σκόπιμο να επιβάλει τέτοιες συνθήκες ασφυξίας στην Ελλάδα!… 

3. Πολύ σοβαρά πρέπει να προβληματίσει την ηγεσία της Χώρας ο πρόσφατος τερματισμός των σεισμικών ερευνών της Τotal -ExxonMobil (με συμμετοχή στο σχήμα και των ΕΛΠΕ) νότια και δυτικά της Κρήτης. Πρόκειται για τερματισμό και όχι για αναστολή, αφού η σύμβαση ήταν μέχρι τον Οκτώβριο 2022, και μετά τον πρόσφατο τερματισμό η Κοινοπραξία δεν ζήτησε παράταση πέραν του Οκτωβρίου 2022.

Το ζήτημα είναι εξαιρετικά  σοβαρό γιατί μετά και την προηγούμενη αποχώρηση μεγάλων παικτών (Repsol, Energean) τα επιβεβαιωμένα υπαρκτά κοιτάσματα των ελληνικών υδρογονανθράκων κινδυνεύουν να μην αξιοποιηθούν ποτέ! Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα αυτό είναι καταλυτικές λόγω των θέσεων-δηλώσεων της (του Υπουργού Εξωτερικών) ότι η Ελλάδα δεν έχει πλέον ενδιαφέρον για τους υδρογονάνθρακες της και την παραγωγική τους εκμετάλλευση. Μια πρωτοφανής θέση, η οποία λειτουργεί καταλυτικά σε όλα τα συσχετιζόμενα ενεργειακά μέτωπα: 

πρώτον, αποθαρρύνει τους μεγάλους παίκτες από τη συμμετοχή τους σε πεδία για τα οποία η ιδιοκτήτρια Χώρα δεν έχει πλέον κανένα ενδιαφέρον(!), 

δεύτερον,  καταστρέφει το Έργο του EastMedαφού η μία από τις τρεις συμβαλλόμενες χώρες (η Ελλάδα) δεν θα έχει συμμετοχή με  εισφερόμενες ποσότητες Φυσικού Αερίου από τα δικά της πεδία κοιτασμάτων με αποτέλεσμα ο EastMed να είναι ελλειμματικός σε ποσότητες, δηλαδή, μη χρήσιμος και αναγκαίος για τις αγορές της Ευρώπης (ξεκινώντας από Ιταλία και προς τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε.), 

τρίτον, χρησιμοποιώντας έναν ακραίο δογματισμό κάθε παραγωγική συζήτηση και προοπτική για τους υδρογονάνθρακες  και τη σημασία τους, υποστηρίζοντας ουσιαστικά μια θέση  εξαπάτησης ότι οι υδρογονάνθρακες ταυτίζονται αποκλειστικά με κοιτάσματα αργού πετρελαίου, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι περιλαμβάνονται πολύ σημαντικές ποσότητες Φυσικού Αερίου που μέχρι το 2050, τουλάχιστον, θα αποτελεί ‘’μεταβατικό πράσινο καύσιμο’’, και, 

τέταρτον, αλλά όχι τελευταίο, η θέση αυτή του εξοβελισμού των κοιτασμάτων των ελληνικών -κι όχι το αμερικάνικο non paper του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που εξάλλου ακολούθησε- αποτελεί ενδοτική διάθεση απέναντι στην αντιδρούσα, επεκτατική Τουρκία και, κυρίως, απέναντι στο εξωφρενικό τουρκολυβικό σύμφωνο για κοινή ΑΟΖ Τουρκίας- Λιβύης που καταργεί την Κρήτη και νησιά του Νοτίου Αιγαίου.

Απέναντι σε όλα αυτά -κυριολεκτικά απέναντι σε όλα αυτά- η Ελληνική εθνική γραμμή πρέπει να είναι:η επανεκκίνηση άμεσα και εντατικά των διαδικασιών ανάθεσης εργασιών για την παραγωγική και εμπορική εκμετάλλευση των βεβαιωμένων σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με την εμπλοκή και ελληνικών σχημάτων (σημειώνουμε και πάλι: όχι μόνο πετρελαϊκών, όπως σκόπιμα διαστρεβλώνει η επίσημη ″ενημέρωση″, αλλά φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου).

Επίσης, να σημειωθεί, ότι η στροφή προς την ″πράσινη ενέργεια″ δεν σημαίνει το ‘’θάνατο του πετρελαίου’’, όταν η πετροχημική βιομηχανία και τα προϊόντα της αποτελούν -και θα αποτελούν για μακρύ χρονικό διάστημα- καθοριστικό μέρος της ζωής μας, της καθημερινότητας και των οικονομιών.

4. Η ″πράσινη μετάβαση″ δεν μπορεί να είναι μετάβαση διεύρυνσης και βαθέματος των ανισοτήτων (οικονομικών, παραγωγικών και κοινωνικών), ούτε μετάβαση με δημιουργία  μιας νέας κατηγορίας φτώχειας, της ″ενεργειακής φτώχειας″. 

Η ″πράσινη καπιταλιστική νομενκλατούρα″ είτε στη νέα της σύνθεση είτε στις μεταλλάξεις παραδοσιακών ομίλων εμφανίζεται  πιο αδηφάγα και αρπακτική από την αποδράμουσα παραδοσιακή νομενκλάτουρα ή από την αντίστοιχη μεταλλαγμένη. Όμως, η ”πράσινη μετάβαση″ αν δεν είναι κοινωνικά δίκαιη και οικολογικά βιώσιμη δεν μπορεί να υπάρξει.

Το Έθνος, με τις ευθύνες όπως και παραπάνω προσδιορίστηκαν δεν πρέπει να επιτρέψει μια τέτοια αρνητική εξέλιξη. Η ″πράσινη μετάβαση″, εκτός από μια οικολογικά/κλιματικά, ενεργειακά βιώσιμη προοπτική, πρέπει ταυτόχρονα να συνδυαστεί με συμμετοχή της κοινωνίας σ΄ αυτό το ίδιο, το νέο συμμετοχικό παραγωγικό μοντέλο ενεργειακής παραγωγής και διαχείρισης.

5. Η τρέχουσα Ελληνική, εθνική ενεργειακή πολιτική πρέπει πέρα από τα παραπάνω, να περιλάβει το πρόσθετο κρίσιμο στοιχείο της ενδογενούς ανάπτυξης και της εθνικής προστιθέμενης αξίας σε κάθε νέα αναπτυξιακή, παραγωγική, περιφερειακή, καινοτόμα πρωτοβουλία που θα σχεδιαστεί και να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια και από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.

Αν υπάρχουν τομείς στους οποίους η Χώρα οφείλει να δείξει επιμονή και οι προτεραιότητες τους να διαπερνούν με μετρήσιμους στόχους κάθε επιμέρους πολιτική, αυτοί είναι τέσσερις (4): Ενέργεια, Απασχόληση, Περιφερειακή Ανάπτυξη, Ψηφιακή Εποχή.

 





ΠΗΓΗ