Η Ελλάδα στρέφεται και πάλι στον λιγνίτη, υποστηρίζεται σε δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Tageszeiting (TAZ) που επικαλείται πρόσφατη μελέτη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ).

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «η συντηρητική ελληνική κυβέρνηση αντιδρά στις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου με μία επιστροφή στον λιγνίτη, από τον οποίο ήθελε να απαλλαγεί γρήγορα», καθώς, όπως επισημαίνει, οι Έλληνες ανησυχούν ιδιαίτερα για την έκρηξη τιμών, κυρίως για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, στις διεθνείς αγορές, γιατί η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εισάγει τα αγαθά αυτά.

«Όσο για την ηλιακή και αιολική ενέργεια, δεν έχουν επεκταθεί όσο θα έπρεπε και επιπλέον, ακόμη και στην Ελλάδα, δεν έχουν επαρκή απόδοση. Γι′ αυτό οι ελληνικές αρχές ποντάρουν και πάλι στην αξιοποίηση του λιγνίτη. Πρόκειται για ορυκτό καύσιμο που μπορεί να θεωρείται βρώμικο όσον αφορά την επίδρασή του στο περιβάλλον, αλλά είναι και πάμφθηνο με βραχυπρόθεσμα κριτήρια. Επιπλέον η Ελλάδα διαθέτει υπεραφθονία κοιτασμάτων. Μέχρι το 2018 η χώρα κατείχε τη δωδέκατη θέση στην παραγωγή λιγνίτη παγκοσμίως, εξορύσσοντας 36,1 εκατομμύρια τόνους τον χρόνο» αναφέρεται στο δημοσίευμα.

Κατ΄αυτόν τον τρόπο, εκτιμά ο ανταποκριτής της TAZ, «η κυβέρνηση Μητσοτάκη αθετεί τη διακηρυγμένη πρόθεσή της να προωθήσει σε χρόνο-ρεκόρ την ενεργειακή στροφή στην Ελλάδα. ‘Προέχει η οικονομία, έπεται το περιβάλλον’ είναι το σύνθημα που κυριαρχεί ξαφνικά στην Αθήνα. Μετά από ένα ιδιαίτερα σκληρό πλήγμα για την ελληνική οικονομία στο πρώτο έτος της πανδημίας, το 2020, ο Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του θέλουν να αποτρέψουν τον πιθανό κίνδυνο επιβράδυνσης ή ακόμη και υπονόμευσης της οικονομικής ανάπτυξης, που τώρα επανακάμπτει».

Από πλευράς της η Süddeutsche Zeitung εστιάζει στη συνάντηση των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ την Τρίτη, σημειώνοντας ότι τα κράτη-μέλη δεν συμφωνούν στην πρόταση για «συντονισμένες δράσεις» με στόχο να μειωθούν οι υψηλές τιμές της ενέργειας. Μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Λίγο πριν τη συνεδρίαση των υπουργών Ενέργειας η γερμανική κυβέρνηση και άλλες οκτώ χώρες – Αυστρία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ιρλανδία Φινλανδία, Δανία, Εσθονία και Λιθουανία – δημοσίευσαν ένα δισέλιδο κείμενο κοινής θέσης, στο οποίο εξηγούν ότι οι υψηλές τιμές δεν οφείλονται στον σχεδιασμό των αγορών ενέργειας, ούτε στην πολιτική της ΕΕ για το κλίμα. Η καλύτερη απάντηση θα ήταν η στοχευμένη παροχή βοήθειας, για περιορισμένο διάστημα, από τις εθνικές κυβερνήσεις σε ιδιαίτερα ευάλωτους καταναλωτές ή επιχειρηματίες. Μεσοπρόθεσμα η περαιτέρω επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα βοηθούσε στη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές φυσικού αερίου».

Ωστόσο, η εφημερίδα σημειώνει ότι μία άλλη ομάδα χωρών αντιπροτείνει αλλαγές: «Ισπανία, Γαλλία, Ελλάδα, Τσεχία και Ρουμανία ζητούν, σε δικό τους κείμενο κοινής θέσης, κοινές παραγγελίες φυσικού αερίου, καθώς και τροποποίηση των κανόνων που ισχύουν σήμερα στην αγορά ηλεκτρικού ρεύματος. Στηλιτεύουν το ότι αυτή τη στιγμή η τιμή του ρεύματος ακολουθεί ντε φάκτο την υψηλή τιμή του φυσικού αερίου και ζητούν να αποσυνδεθούν οι δύο αυτές τιμές. Όμως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακολουθεί την επιχειρηματολογία των χωρών που συμφωνούν με τη Γερμανία και θεωρούν ότι οι κανόνες έχουν αποδειχθεί ορθοί».

Οι υψηλές τιμές χονδρικής στο αέριο που παρατηρούνται στην Ευρώπη έχουν ως αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι να στρέφονται στον ρυπογόνο άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρισμού, εν μέσω προσπαθειών για «απεξάρτηση» των χωρών της ΕΕ από αυτόν. Σημειώνεται πως οι πρόσφατες εξελίξεις στον χώρο της ενέργειας έφεραν αύξηση της χρήσης του λιγνίτη και στη Γερμανία: Ενδεικτικά, σύμφωνα με κάποιες αναλύσεις, τα επόμενα δύο τρίμηνα ο άνθρακας και ο λιγνίτης αναμένεται να παραμείνουν πιο συμφέροντες στο ενεργειακό μείγμα από ό,τι το αέριο.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής», ο υπουργός Περιβάλλοντος, Κώστας Σκρέκας, ερωτηθείς για το κατά πόσον μπορεί να είναι φιλόδοξοι οι στόχοι απολιγνιτοποίησης, απάντησε πως «έχουμε προγραμματίσει τη σταδιακή απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, η οποία προαπαιτεί την εγκατάσταση νέων και σύγχρονων εργοστασίων φυσικού αερίου που εκπέμπουν έως και 1/3 λιγότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα από ένα λιγνιτικό εργοστάσιο. Ήδη ένα βρίσκεται υπό κατασκευή και πρόκειται να τεθεί σε λειτουργία εντός του 2022, ενώ έχει ανακοινωθεί η κατασκευή ακόμη τριών εργοστασίων φυσικού αερίου που θα διασφαλίσουν την ασφάλεια και επάρκεια εφοδιασμού. Ο απώτερος σκοπός μας, βεβαίως, είναι να αφήσουμε πίσω μας, με σχέδιο και συντονισμένα, όλα τα ορυκτά καύσιμα του παρελθόντος. Σε αυτήν την κατεύθυνση εδράζεται το φιλόδοξο σχέδιό μας για τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μας μείγμα έως το 2030 και μάλιστα με ποσοστό 70%».

Με επιπλέον πληροφορίες από Deutsche Welle





ΠΗΓΗ