Προσφάτως ανακοινώθηκε η, εντός του Ιουλίου, αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά 25 μονάδες βάσης (ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας) , λόγω των προβλέψεών της για περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη και μειωμένη ανάπτυξη.

Στην ίδια ανακοίνωση, και για τους ίδιους λόγους, γνωστοποιήθηκε η πρόθεση της Τράπεζας για ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων, τον προσεχή Σεπτέμβριο, κατά 50 μονάδες βάσης (μισή ποσοστιαία μονάδα), καθώς και η πιθανή συνέχιση της αύξησής τους, σε περίπτωση που επιμείνουν οι πληθωριστικές πιέσεις.

Συγχρόνως πληροφορηθήκαμε και για την επικείμενη κατάργηση των καθαρών αγορών ομολόγων (πιστωτική επέκταση) από την 1η Ιουλίου.

Και όλα αυτά, βεβαίως, έχοντας σαν αντικειμενικό σκοπό τη μείωση του πληθωρισμού μέχρι το 2%, το οποίο αποτελεί καταστατικό στόχο της ΕΚΤ, και την ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, εντός της Ευρωζώνης.

Θα ήταν, όμως, αρκετά χρήσιμο, αν ρίχναμε μια πιο διεισδυτική ματιά στα προαναγγελθέντα μέτρα νομισματικής πολιτικής και στα αποτελέσματα που πιθανότατα θα προκληθούν στην Πραγματική Οικονομία, εξαιτίας της εφαρμογής τους.

Ο πληθωρισμός τον οποίο καλείται να τιθασεύσει η ΕΚΤ διά της αυξήσεως των επιτοκίων της είναι «πληθωρισμός προσφοράς», αυτό σημαίνει ότι οφείλεται στην έλλειψη συγκεκριμένων βασικών αγαθών και, εξαιτίας αυτής, στην άνοδο των τιμών τους.

Η άνοδος των τιμών της ενέργειας (φυσικό αέριο, πετρέλαιο), λόγω του ρωσοουκρανικού πολέμου και η διαταραχή της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας (logistics), είναι οι κύριες αιτίες αυτής της ανόδου.

Με δεδομένα: α) Ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος και η υπέρογκη αύξηση της τιμής αγαθών, απαραίτητων για την κατασκευή μιας σειράς ευρέως καταναλωτικών προϊόντων ενσωματώνονται στην τελική τιμή των προϊόντων και β) Ότι το εκτοξευμένο στα ύψη μεταφορικό κόστος πληθώρας εμπορευμάτων, προκειμένου αυτά να καταλήξουν στον προορισμό τους, από τα λιμάνια της Κίνας και άλλες απομακρυσμένες χώρες παραγωγής, αναπόφευκτά προκαλεί σοβαρή άνοδο των τιμών σε μια ευρεία γκάμα εμπορευσίμων αγαθών, είναι απολύτως φυσικό, στο χώρο της Ευρωζώνης, να προκύψει μια ανεπιθύμητη άνοδος του τιμάριθμου.

Μέχρι σήμερα εκτύπωση πληθωριστικού χρήματος, εξαιτίας των ανωτέρω, δεν προέκυψε.

Αυτό που συμβαίνει είναι η απώλεια της αγοραστικής δύναμης, η οποία γίνεται περισσότερο οδυνηρή για τα νοικοκυριά μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.

Προτού, λοιπόν, καταλήξουμε σε ένα αδιέξοδο ανοδικό σπιράλ μισθών – τιμών, ενώ τα προσφερόμενα αγαθά θα παραμένουν ανεπαρκή και άρα συνεχώς ακριβότερα και πριν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια, των οποίων η άνοδος θα καταστήσει, σε καιρούς οικονομικής δυσπραγίας, μη εξυπηρετήσιμο μεγάλο ποσοστό τραπεζικών δανείων και παράλληλα θα ακυρώνει κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια, κυρίως από πλευράς μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θα πρέπει να παρατηρήσουμε και να προτείνουμε τα εξής:

Πρώτον: H άνοδος του τιμαρίθμου δεν σημαίνει απαραιτήτως τύπωμα πληθωριστικού χρήματος, σημαίνει σίγουρα φτωχοποίηση. Εάν, όμως, τελικά συμβεί, τότε θα έχουμε ένα φαύλο νομισματικό – παραγωγικό κύκλο.

Ενώ, δηλαδή, οι μισθοί θα αυξάνονται ονομαστικά, τη στιγμή που η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών θα παραμένει ανεπαρκής και δε θα καλύπτει τη ζήτηση, οι τιμές της αγοράς θα ανεβαίνουν όλο και ταχύτερα, καθιστώντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών ακόμη πιο ισχνή.

Αυτή η άρρωστη ανατροφοδότηση θα προσομοιάζει με το σκύλο που κυνηγά την ουρά του.

Δεύτερον: Στη σημερινή συγκυρία την οποία αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη, η λύση θα ήταν να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του.

Αντί, λοιπόν, να προκριθεί μια συνεχόμενη αύξηση των επιτοκίων η οποία θα πλήξει την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, είναι προτιμότερο να διατεθούν με ευνοϊκούς όρους επενδυτικά κεφάλαια με σκοπό την παραγωγή των ελλειπόντων αγαθών και την, κατά το δυνατόν συντομότερη και οικονομικότερη, αποκατάσταση του ενεργειακού ελλείμματος.

Αν αυτό το εγχείρημα επιτύχει, τότε μεσοπρόθεσμα θα αποκατασταθεί η ομαλότητα στην αγορά. Όσο για την άμεση και βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση της διαμορφωθείσας κατάστασης, νομίζω ότι θα ήταν απαραίτητη η στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ώστε να μη στερηθούν τα απαραίτητα καταναλωτικά και κοινωνικά αγαθά, έως τη στιγμή που θα αποδώσουν τα προτεινόμενα μέτρα.

Στο κάτω – κάτω προτιμότερη είναι μια αναπτυξιακή πολιτική, που θα διατηρήσει την κοινωνική συνοχή, παρά μέτρα τα οποία είναι δυνατόν να προκαλέσουν μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και αύξηση των ανισοτήτων.





ΠΗΓΗ