Από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, κάθε κραταιά πολιτικοστρατιωτική δύναμη διέθετε το δικό της αξιόπιστο και διεθνώς ανταλλάξιμο νόμισμα.

Ας θυμηθούμε ενδεικτικά την Αθηναϊκή μνά, τους Περσικούς δαρεικούς, το Μεγαλεξανδρινό τετράδραχμο και βεβαίως το Βυζαντινό σόλιδο.

Ανέκαθεν ένα ισχυρό και σταθερό νόμισμα, όχι μόνο αντανακλά την οικονομική ισχύ της κρατικής οντότητας που το εκδίδει, αλλά αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την εμπέδωση και τη μεγέθυνσή της.

Αυτό συμβαίνει διότι αφενός μεν, ο κομιστής ενός φερέγγυου και διεθνώς ανταλλάξιμου νομίσματος εκτελεί με ευχέρεια και ταχύτητα κάθε σχεδόν εμπορική πράξη, αφετέρου δε, οι ανά τον κόσμο πωλητές έχουν κάθε συμφέρον να τιμολογούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους σε ένα νόμισμα σταθερής αξίας και ευρείας ανταλλαξιμότητας. Έτσι η κατοχή και η χρήση ενός αξιόπιστου νομίσματος, στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, διευκολύνει τις συναλλαγές, ελαχιστοποιεί τον ενδεχόμενο συναλλαγματικό κίνδυνο, προστατεύει την αξία του δημιουργουμένου κεφαλαίου και των επενδύσεων και δημιουργεί συνθήκες ασφαλών πράξεων δανεισμού, στο πλαίσιο ενός διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η ανάγκη, λοιπόν, ύπαρξης ενός μέσου ανταλλαγής αγαθών, αγοράς υπηρεσιών και της ακριβούς έκφρασης της ανταλλακτικής τους αξίας (τιμής), το οποίο, λόγω της διαχρονικής του σταθερότητας, κερδίζει τη διεθνή εμπιστοσύνη, υπήρξε ο πυρήνας της έννοιας και η αιτία της καθιέρωσης του λεγόμενου «Αποθεματικού Νομίσματος».

Με την παντελή κατάργηση, από το 1971, του αναχρονιστικού νομισματικού «χρυσού κανόνα», βάσει του οποίου η αξία ενός νομίσματος εξαρτιόταν από την αυξομειούμενη ποσότητα του χρυσού, που διέθετε, ως αντίκρισμα, η Τράπεζα που το εξέδιδε και όχι από την ανταγωνιστικότητα και το μέγεθος της ζήτησης των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών, που τιμολογούνται σε αυτό, καταδείχθηκαν ξεκάθαρα δύο τινά:

Πρώτον: Το πραγματικό «αντίκρισμα» κάθε νομίσματος δεν εξαρτάται, ουσιαστικά, από κανένα «αποθεματικό» μέταλλο, αλλά από το σύνολο των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών, των οποίων η τιμή εκφράζεται σε αυτό.

Όσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση αυτών των εμπορευμάτων, τόσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση του συγκεκριμένου νομίσματος, η ενίσχυση της ισοτιμίας του έναντι των υπολοίπων νομισμάτων και η ελαχιστοποίηση των πληθωριστικών πιέσεων σε βάρος του.

Δεύτερον: Το δολάριο των ΗΠΑ, ως αποθεματικό νόμισμα, όπως αυτό καθιερώθηκε μετά από τη διάσκεψη του Bretton Woods, απέκτησε το προνόμιο να «τιμολογεί» όχι μόνο την εγχώρια παραγωγή των ΗΠΑ, αλλά και κάθε χρηματιστηριακό προϊόν και εμπόρευμα, από το πετρέλαιο, τα δημητριακά, μέχρι τα μέταλλα, συμπεριλαμβανομένων και των πολυτίμων.

Το αποτέλεσμα είναι το νόμισμα αυτό να εξασφαλίζει:

α) υψηλή και σταθερή ζήτηση και άρα ενισχυμένη ισοτιμία και αυξημένη σταθερότητα έναντι των υπολοίπων νομισμάτων και

β) την ελαχιστοποίηση των πληθωριστικών πιέσεων σε βάρος του, παρά τα τεράστια δημοσιο-οικονομικά και εμπορικά ελλείμματα της εγχώριας οικονομίας των ΗΠΑ, εφόσον είναι, ουσιαστικά, σε θέση να «τιμολογεί» μεγάλο μέρος του παγκοσμίως παραγόμενου πλούτου.

Τι πρόκειται να συμβεί, όμως, εάν παύσει να αποτελεί παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα το δολάριο και πόσο πιθανό είναι αυτό το ενδεχόμενο;

Πριν από μικρό χρονικό διάστημα, κάτι τέτοιο θα ακουγόταν τουλάχιστον ως παραδοξολογία.

Οι ΗΠΑ ανέκαθεν θεωρούσαν και θεωρούν την αποδολαριοποίηση της τιμολόγησης, κυρίως των υδρογονανθράκων και των ετέρων, βεβαίως, χρηματιστηριακών εμπορευμάτων (commodities) ως αιτία πολέμου (casus belli) κατά παντός υπευθύνου.

’Όμως «τα πάντα ρει» στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική ιστορία.

Στην περίπτωσή μας το χρονικό σημείο καμπής υπήρξε η 24η Φεβρουαρίου 2022, ημερομηνία της εισβολής των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Η αλληλουχία των γεγονότων και η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης έφερε στην επιφάνεια τις μύχιες φιλοδοξίες και σχεδιασμούς της, οι οποίοι φαίνεται να συμπίπτουν με αυτούς της Κίνας.

Η απαίτηση της Ρωσίας να πληρώνεται, στο εξής, σε ρούβλια, αντί σε δολάρια, για το εξαγόμενο προς τη Δύση φυσικό αέριο και η επιχειρούμενη συμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Κίνας, ώστε να πληρώνεται με Ρενμίνμπι μέρος των πετρελαϊκών εξαγωγών της πρώτης προς τη δεύτερη, ανοίγουν τον Ασκό του Αιόλου.

Με λίγα λόγια, εάν οι υπερδυνάμεις, Κίνα και Ρωσία, καθώς και μια σειρά περιφερειακών δυνάμεων, όπως το Ιράν και η Ινδία, επιβάλλουν την αποδολαριοποιηση σε έναν κρίσιμο όγκο του παγκόσμιου εμπορίου, που θα συμπεριλαμβάνει τους υδρογονάνθρακες και άλλα πολύτιμα χρηματιστηριακά εμπορεύματα, τότε η νομισματική πολιτική των ΗΠΑ και η εξ’ αυτής πηγάζουσα πολιτικοοικονομική ισχύς τους, πιθανότατα θα τιναχθεί στον αέρα.

Ο λόγος είναι απλός: Εάν το δολλάριο παύσει να «τιμολογεί» και να «αντικρίζεται» σε εμπορευματικό πλούτο αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ετησίως, τότε μοιραίως θα καταντήσει ένα κατεξοχήν πληθωριστικό νόμισμα, εφόσον θα συνεχιστεί η αναπαραγωγή διδύμων ελλειμμάτων, Δημοσιο-οικονομικών και Εμπορικών, τα οποία, αναγκαστικά, θα χρηματοδοτούνται με το τύπωμα περισσότερου «γυμνού» νομίσματος.

Η αιτία αναπαραγωγής των δίδυμων αμερικανικών ελλειμμάτων είναι διττή και εξίσου απλή:

α) Η μετανάστευση των αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων από τις ΗΠΑ προς χώρες χαμηλού εργατικού κόστους και με βολικότερο νομικό, φορολογικό και περιβαλλοντικό ρυθμιστικό πλαίσιο και

β) Οι ανελαστικές και αυξανόμενες κοινωνικές και αμυντικές τους δαπάνες.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να θυμηθούμε, ότι μόνο το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, για το 2021, ξεπέρασε το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.

Έτσι από τη στιγμή που σημαντικό μέρος του παγκοσμίως παραγόμενου πλούτου θα παύσει να τιμολογείται σε δολάρια, η πληθωριστική έκρηξη στην οικονομία των ΗΠΑ θα καταστεί κάτι παραπάνω από πιθανή, ενώ παράλληλα θα αντιμετωπίσει σοβαρότατη κρίση δανεισμού.

Με τη μέχρι σήμερα ισχύουσα παγκόσμια νομισματική τάξη, το δολάριο και η αγορά αμερικανικού χρέους αποτελεί αποταμιευτικό καταφύγιο και ασφαλή επένδυση για πολλές πλεονασματικές χώρες, με προεξάρχουσα την Κίνα, καθώς και για σημαντικές ιδιωτικές οντότητες.

Σε περίπτωση που αυτή η τάξη, που θέλει το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα, ανατραπεί, τότε αναπόφευκτα αυτό θα καταλάβει μια περίοπτη θέση στο Μουσείο των Πρώην ισχυρών Νομισμάτων, με καταστροφικές συνέπειες για τις ΗΠΑ.

Είναι λογικό, λοιπόν, οι ΗΠΑ, προκειμένου να αποφύγουν ένα τέτοιο δυστοπικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να επιβάλουν επώδυνες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων, κρίσης δανεισμού και απειλών φτωχοποίησης μεγάλου τμήματος του πληθυσμού τους, να αναγκαστούν να αντιδράσουν έγκαιρα και αποτρεπτικά.

Τα μέσα που διαθέτουν προς αυτή την κατεύθυνση είναι πολιτικά και οικονομικά, μόνο που κανείς δεν ξέρει πια, διαρκούσης και κλιμακούμενης της παγκόσμιας έντασης, εάν θα αποδειχθούν αρκετά.

Και εδώ, ακριβώς, προβάλλει η πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν ακόμη πιο «πειστικά» μέτρα, όπως αυτά του πολιτικοστρατιωτικού πειθαναγκασμού, τα οποία, όμως, με τη σειρά τους είναι δυνατόν να προκαλέσουν περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης και των συγκρούσεων, η διευθέτηση των οποίων ίσως αναζητηθεί στο πεδίο μιας «Τελικής Λύσης».





ΠΗΓΗ