Ήταν 27 Φεβρουαρίου του 2022, μόλις τρεις μέρες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όταν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωνε από το βήμα της Bundestag (γερμανικό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο) το σχέδιο άμεσου εκσυγχρονισμού των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων έναντι 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. «Σημείο καμπής», είπε χαρακτηριστικά, όπως περιγράφει ανάλυση του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ακόμη και οι Χριστιανοδημοκράτες συνεχάρηκαν την κυβέρνηση, το ΝΑΤΟ πανηγύρισε, μαζί του και η αμυντική βιομηχανία, ενώ οι αναλυτές έκαναν λόγο για το «colpo grosso» του καγκελάριου. Δέκα μήνες μετά, η Bundeswehr εξακολουθεί να πέφτει από τον έναν εξευτελισμό στον επόμενο.
Τεθωρακισμένα που δεν λειτουργούν, πυρομαχικά που λείπουν, παραγγελίες με προβλήματα, στρατιώτες χωρίς χειμερινό εξοπλισμό. Το χειρότερο: ούτε τα 100 δισεκατομμύρια ούτε η αλλαγή υπουργού ‘Αμυνας φαίνονται πια αρκετά για να αλλάξουν την κατάσταση.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι ένοπλες δυνάμεις της τότε Δυτικής Γερμανίας ήταν μια από τις ισχυρότερες στρατιωτικές μηχανές του κόσμου. Τα κονδύλια έρρεαν, η στρατιωτική – ή εναλλακτική – θητεία ήταν υποχρεωτική για όλους τους άνδρες στα 18, το κύρος της Bundeswehr ισχυρό. Μετά την πτώση του Τείχους και την επανένωση όμως, ξεκίνησε η συστηματική αποψίλωση. Ο εχθρός είχε πλέον ηττηθεί. Η υποχρέωση στράτευσης καταργήθηκε, η χρηματοδότηση περιορίστηκε και γινόταν όλο και πιο δύσκολο για την πολιτική ηγεσία να δικαιολογήσει τη συντήρηση μεγάλου στρατού. Η φήμη των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων χάλασε, ειδικά όταν η ιστορία και ο ρόλος τους άρχισαν να αναθεωρούνται και να συνδέονται άμεσα με το προβληματικό παρελθόν της χώρας. Επιπλέον, όπως λένε στον γερμανικό στρατό, «το να είσαι στρατιώτης στη Γερμανία δεν έχει καμία σχέση με το να είσαι στρατιώτης στην Αμερική».
Το βέβαιο είναι ότι η βαριά ιστορία της Γερμανίας προκαλεί δισταγμό στην πολιτική ηγεσία, αλλά κυρίως φόβο για το ενδεχόμενο κάτι να παρεξηγηθεί και να ξυπνήσει παλιά αντανακλαστικά στους συμμάχους της χώρας. Τώρα όμως, η αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης έχει ολοκληρωτικά ανατραπεί. Ο νέος σχεδιασμός δεν συμπεριλαμβάνει τη Ρωσία, τη θεωρεί απειλή. Και οι αμυντικές δυνατότητες του ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον θεωρητικές, αλλά αναγκαίες και επείγουσες. Ο Όλαφ Σολτς, σε μια δήλωση που σε πολλούς προκάλεσε ανατριχίλα, υποσχέθηκε «τον μεγαλύτερο συμβατικό στρατό της Ευρώπης», αυτόν δηλαδή, όπως είπε, που αρμόζει στην ισχυρότερη οικονομία της ηπείρου. Είναι ξεκάθαρο ότι το ταμπού έχει σπάσει και μάλιστα από έναν σοσιαλδημοκράτη που στα νιάτα του είχε επιλέξει την εναλλακτική θητεία. Είναι ωστόσο όλο και λιγότεροι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο κ. Σολτς μπορεί πράγματι να τηρήσει την υπόσχεσή του.
Στραβά κι ανάποδα
Μόλις τον περασμένο μήνα η Bundestag απoδέσμευσε 13 δισεκατομμύρια ευρώ για τα πρώτα οκτώ αμυντικά προγράμματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η αγορά μαχητικών 35 F-35 από τις ΗΠΑ. Λίγες ημέρες μετά, διαρροές από το υπουργείο ‘Αμυνας έκαναν λόγο για την ανάγκη σημαντικής αναβάθμισης των βάσεων στις οποίες θα σταθμεύουν, για ζητήματα ασφάλειας και για ενδεχόμενα κωλύματα στην έγκριση της πτητικής λειτουργίας. Ενδεικτικά, θεωρείται απίθανο οι εργασίες στη βάση του Μπύχελ να έχουν ολοκληρωθεί έως το 2026, οπότε και θα πρέπει να αρχίσει η παράδοση των αεροσκαφών.
Τον περασμένο Νοέμβριο ο αρμόδιος διοικητής ανέφερε στους ανωτέρους του ότι κατά τη διάρκεια άσκησης, 18 (από τα …18) άρματα Puma βγήκαν εκτός μάχης. Το πρόβλημα ήταν σοβαρότερο από ό,τι ακούγεται, καθώς τα συγκεκριμένα άρματα επρόκειτο την 1.1.2023 να διατεθούν στο ΝΑΤΟ, με την ανάληψη από τη Γερμανία της διοίκησης της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης. Η Συμμαχία τελικά θα βολευτεί με τα Marder του ‘70, αφού τα Puma δεν προλαβαίνουν να επισκευαστούν.
Λίγες ημέρες μετά την παραίτηση της Κριστίνε Λάμπρεχτ και πριν καν αναλάβει ο νέος υπουργός ‘Αμυνας Μπόρις Πιστόριους, αποκαλύφθηκε ακόμη ότι και η παραγγελία των 60 ελικοπτέρων Chinook έχει πρόβλημα. Ο αρχικός προϋπολογισμός των έξι δισεκατομμυρίων δεν φτάνει για τον προαιρετικό εξοπλισμό που επέλεξαν εκ των υστέρων οι Γερμανοί. Θα χρειαστούν λοιπόν περίπου άλλα τόσα…
Στα πυρομαχικά και στον εξοπλισμό των στρατιωτών η κατάσταση είναι ακόμη πιο δραματική και φυσικά ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν βοήθησε. «Τα ντουλάπια είναι σχεδόν άδεια», δήλωσε ο γενικός επιθεωρητής της Bundeswehr Αλφόνς Μάις. «Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε ελεύθερη πτώση», πρόσθεσε ο επικεφαλής της Ένωσης Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, Αντρέ Βούστνερ. Πρόσφατα διαπιστώθηκε για παράδειγμα ότι η γερμανική δύναμη στη Λιθουανία δεν διαθέτει χειμερινά μπουφάν και ισοθερμικά εσώρουχα.
Η κατάσταση της Bundeswehr δίνει καθημερινά τροφή στις σατιρικές εκπομπές της γερμανικής τηλεόρασης. Και η κατάσταση θα μπορούσε ίσως να είναι μόνο αστεία, αν δεν υπήρχε ο πόλεμος στη διπλανή πόρτα. Αφού όμως υπάρχει η πολιτική βούληση και τα χρήματα, ποιο είναι τελικά το πρόβλημα; Μια απάντηση θα μπορούσε να δοθεί από τη διαχείριση των συστημάτων επικοινωνίας του γερμανικού στρατού. Ο θρυλικός φαιοπράσινος ασύρματος, ο SEM 80/90, βρίσκεται ακόμη παντού – και ας μην είναι συμβατός με τα συστήματα των συμμάχων. Η Bundeswehr, όχι απλώς δεν έχει περάσει στην επόμενη φάση, των κρυπτογραφικών ψηφιακών συστημάτων, αλλά το 2021 παρήγγειλε 30.000 «καινούργιες» συσκευές SEM, έναντι σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου ευρώ. Ο λόγος ήταν κυρίως ότι ο συνολικός εκσυγχρονισμός θα έπαιρνε περισσότερο χρόνο.
«Στρατός για τα σκουπίδια»
Ο Κόνσταντιν Βίσμαν, συγγραφέας του βιβλίου «Γερμανικός στρατός για τα σκουπίδια», χρεώνει την ευθύνη για τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό στο Ομοσπονδιακό Γραφείο για τον Εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο, όπως υποστηρίζει, είναι με διαφορά «ο γραφειοκρατικότερος οργανισμός της Γερμανίας». Για να παραγγείλει κανείς ένα σακίδιο, η χαρτούρα πρέπει να περάσει από 12 διαφορετικά γραφεία. Μπορεί κανείς μόνο να φανταστεί λοιπόν τι συμβαίνει όταν το ίδιο πρέπει να διαχειριστεί παραγγελίες αρμάτων μάχης ή μαχητικών αεροσκαφών…
Τα προβλήματα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων εκτείνονται όμως και στα θέματα ποσότητας, όχι μόνο ποιότητας, όσο απίθανο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Ενδεικτικά, η Γερμανία σήμερα διαθέτει 180.000 στρατιώτες (χωρίς τους εφέδρους), κατά 310.000 λιγότερους από ό,τι είχε το 1989. ‘Αρματα μάχης, όπως π.χ. τα Leopard 2, έχει μόλις 300, κατά 4.700 λιγότερα από ό,τι το 1989, ενώ τεθωρακισμένα άρματα μεταφοράς προσωπικού, όπως π.χ. τα Marder, υπάρχουν 700, 15.000 λιγότερα από ό,τι το 1989, υποβρύχια μόνο 6 (24 το 1989) και μαχητικά αεροσκάφη 230 (620 το 1989).
Η ευθύνη για τα – δομικά πλέον – προβλήματα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων βαρύνει κυρίως τον Καρλ-Τέοντορ τσου Γκούτενμπεργκ της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) και τον Τόμας ντε Μεζιέρ του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU). Και οι δύο, σε κυβερνήσεις της ‘Αγγελα Μέρκελ, προώθησαν μεταρρυθμίσεις οι οποίες, σύμφωνα με τους αναλυτές, «τσάκισαν τη ραχοκοκαλιά» της Bundeswehr, καθώς η άμυνα είχε πλέον πάψει να αποτελεί βασική προτεραιότητα για τη χώρα. Η αποστολή στο Αφγανιστάν αν και αποτέλεσε πραγματικό σημείο καμπής για τη Γερμανία, δεν ήταν προφανώς ικανή να προκαλέσει σοβαρότερη αναθεώρηση. Συνέπεσε άλλωστε με την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Το 2009, ο τσου Γκούτενμπεργκ προσφέρθηκε να περικόψει τον προϋπολογισμό της Bundeswehr κατά 8,3 δισεκατομμύρια και η ζημιά που προκλήθηκε είναι ακόμη αισθητή. Μείωση αριθμού στρατιωτών, κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας. Ο Τόμας ντε Μεζιέρ που ακολούθησε, προχώρησε σε ακόμη μεγαλύτερες περικοπές, και αναδιάρθρωση με αποτέλεσμα πολλές μονάδες να υπάρχουν πλέον μόνο στα χαρτιά και για τις αποστολές στο εξωτερικό, να πρέπει να αναζητείται εξοπλισμός σε όλη τη Bundeswehr. Όλο αυτό ονομάστηκε «δυναμική διαχείριση διαθεσιμότητας» και τα αποτελέσματά του τα συζητούμε σήμερα.
Στις φαεινές ιδέες του ντε Μεζιέρ περιλαμβάνεται και η κατάργηση του Γενικού Επιτελείου – αν υπάρξει κρίση, διάφοροι αξιωματούχοι θα πρέπει να μαζευτούν και να αποφασίσουν ποιος κάνει κουμάντο, γράφει χαρακτηριστικά το Spiegel. Σε καθημερινή βάση, διαπιστώνεται σύγχυση αρμοδιοτήτων, ανταγωνισμός τμημάτων, αδυναμία συνεννόησης και το προσωπικό του υπουργείου ‘Αμυνας, από τα 2.500 άτομα που είχε ως στόχο έχει ξεπεράσει τα 3.000. Αντιστρόφως ανάλογα εξελίσσονται οι δυνατότητες του στρατού. Σε περίπτωση πολέμου, λέγεται ότι τα πυρομαχικά θα αρκούσαν για 2-3 μέρες το πολύ. Για να φθάσει η Γερμανία στον στόχο του ΝΑΤΟ για επάρκεια 30 ημερών μάχης, θα έπρεπε να επενδύσει 20 έως 30 δισεκατομμύρια ευρώ. Αντίστοιχα, η γερμανική ηγεσία συνειδητοποιεί τώρα ότι εκείνοι που τα προηγούμενα χρόνια θεώρησαν περιττή την αντιαεροπορική άμυνα, έκαναν λάθος.
Η περίπτωση «Λάμπρεχτ» και το θαύμα του Πιστόριους
Η Κριστίνε Λάμπρεχτ δεν έκρυψε από την αρχή της θητείας της ότι το υπουργείο δεν της άρεσε. Δεν ταίριαζε ούτε με τις αγαπημένες ψηλοτάκουνες γόβες ούτε με το περιποιημένο μανικιούρ της. Η ίδια είχε ομολογήσει όταν ανέλαβε ότι δεν είχε ιδέα από στρατιωτική ιεραρχία, το ίδιο όμως είπε και πέντε μήνες μετά. Η αναδιάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων της φαινόταν βουνό, προτίμησε λοιπόν να μην ασχοληθεί και να περιοριστεί σε επικοινωνιακού χαρακτήρα εμφανίσεις με στολές παραλλαγής και στρατιώτες σε ρόλους «γλάστρας».
Ταυτόχρονα οι υποχρεώσεις της Γερμανίας αυξάνονταν συνεχώς. Έως το 2025 θα πρέπει να διαθέσει 25.000 άνδρες και γυναίκες στο ΝΑΤΟ. Την ίδια χρονιά, θα πρέπει να είναι σε θέση να κινητοποιήσει εντός 30 ημερών τουλάχιστον μία μηχανοκίνητη μονάδα. Το 2026 θα προστεθεί σε αυτό και μια αερομεταφερόμενη κ.ο.κ. Ο Μπόρις Πιστόριους είναι λοιπόν η τελευταία ελπίδα του Όλαφ Σολτς.
Ο νέος υπουργός καλείται όμως να πετύχει ένα θαύμα – ή έστω μια μικρή επανάσταση. Οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να απαλλαγούν από την ασφυκτική γραφειοκρατία, τις αρτηριοσκληρωτικές διαδικασίες και την αδιαφορία ηγεσίας και πολιτών. Η Bundeswehr σίγουρα δεν μοιάζει με κανέναν προηγούμενο γερμανικό στρατό και σίγουρα όχι με την Wehrmacht. Ο γερμανός στρατιώτης δεν είναι πολεμική μηχανή, αλλά «πολίτης με στολή», ο οποίος, με γνώμονα την «εσωτερική καθοδήγηση», είναι αφοσιωμένος στις αξίες της ελεύθερης και δημοκρατικής Γερμανίας. Με άλλα λόγια, οι στρατιώτες δεν βάζουν τις διαταγές τους πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ ο στρατός θεωρείται «κοινοβουλευτικός», με την Bundestag να είναι υπεύθυνη για τη δράση του.
Οι σημερινές ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας δεν βλέπουν φυσικά τον εαυτό τους ως διάδοχο της Wehrmacht, ίσως μόνο των στρατιωτικών μεταρρυθμιστών της Πρωσίας του 19ου αιώνα και της αντίστασης στον Χίτλερ. Το υπουργείο ‘Αμυνας βρίσκεται στην οδό Στάουφενμπεργκ στο Βερολίνο και φιλοξενεί στο προαύλιό του το μνημείο της γερμανικής αντίστασης. Ο Κλάους φον Στάουφενμπεργκ και οι σύντροφοί του στη συνωμοσία της 20ής Ιουλίου 1944 είναι οι μόνοι γερμανοί στρατιώτες – πρότυπο των σημερινών. Εκπεφρασμένος στόχος του Βερολίνου είναι ο σημερινός στρατός να εξελιχθεί σε μια αξιόπιστη δύναμη, η οποία θα μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της Γερμανίας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Εύκολο να το λέει κανείς, δύσκολο όμως να πετύχει τη διοικητική, οικονομική, οργανωτική – ακόμη και ψυχολογική – μεταρρύθμιση που απαιτείται. «Αυτή τη στιγμή, οι επιλογές που μπορούμε να προσφέρουμε στην πολιτική ηγεσία είναι περιορισμένες», παραδέχεται ο γενικός επιθεωρητής της Bundeswehr.
Ακόμη και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Γερμανία κινείται πολύ πιο αργά από ό,τι οι σύμμαχοί της, ειδικά στην ανατολική Ευρώπη. Και αν ο Όλαφ Σολτς με την ιστορική απόφασή του έδειξε ότι αντιλαμβάνεται τα σημεία των καιρών, πολλοί κάτω από αυτόν δεν συμμερίζονται τη δική του αίσθηση του κατεπείγοντος. «Δεν το έχουμε, κάντε υπομονή. Δεν τρέχει και τίποτα, θα το στείλουμε σύντομα». Έτσι περιέγραψε η κοινοβουλευτική εντεταλμένη της Bundestag για τις Ένοπλες Δυνάμεις, Εύα Χεγκλ, την κατάσταση στο υπουργείο ‘Αμυνας, όταν πρόκειται για ελλείψεις.
Ο Μπόρις Πιστόριους καλείται τώρα να ξεκολλήσει το κάρο της Bundeswehr από τη λάσπη δεκαετιών. Θεωρείται έμπειρος, οργανωτικός, γνωστός για το «δε σηκώνω πολλά πολλά» ύφος του. Για χάρη του διαταράχθηκε η ισορροπία στον αριθμό ανδρών και γυναικών στο υπουργικό συμβούλιο. Στο κάτω κάτω, πόλεμο έχουμε, σκέφτηκε ο καγκελάριος. Και επειδή ακριβώς έχουμε πόλεμο και μάλιστα έναν πόλεμο που προκαλεί δραματικές γεωπολιτικές αλλαγές, μια σύγχρονη, ισχυρή αποτρεπτική δύναμη κρίθηκε απολύτως αναγκαία για τη Γερμανία. Για να την αποκτήσει, θα πρέπει «μόνο» να ξεπεράσει τον εαυτό της.