Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, που θα συναντηθεί αύριο Τετάρτη για πρώτη φορά με τον Τζο Μπάιντεν, είχε συχνά στο παρελθόν τεταμένες σχέσεις με τους πέντε Αμερικανούς προέδρους με τους οποίους έχει συμπορευθεί από το τέλος του 1999 όταν πρωτοανέλαβε την εξουσία. Αρχικά οι επαφές μεταξύ του Ρώσου προέδρου Μπόρις Γέλτσιν και του Αμερικανού ομολόγου του Μπιλ Κλίντον ήταν θερμές, παρά τα σχέδια επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, όμως ο πόλεμος στο Κόσοβο χάλασε τον μήνα του μέλιτος στις ρωσοαμερικανικές σχέσεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αναφέρει το ΑΠΕ.

Μετά την παραίτηση του Γέλτσιν, στις 31 Δεκεμβρίου 1999, η Ουάσινγκτον φάνηκε να αντιμετωπίζει αμέσως με δυσπιστία τον δελφίνο του, Βλαντίμιρ Πούτιν. Είναι «ένας σκληρός άνδρας (…) πολύ αποφασισμένος, που προτιμά να δρα», είχε σχολιάσει η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ στις 2 Ιανουαρίου 2000. «Θα πρέπει να παρακολουθούμε τις ενέργειές του με πολύ προσοχή». Στην πρώτη συνάντηση Κλίντον- Πούτιν τον Ιούνιο του 2000, ο Αμερικανός πρόεδρος έπλεξε δημοσίως το εγκώμιο του Ρώσου ομολόγου του, ο οποίος, σύμφωνα με τον Κλίντον, ήταν ικανός να δημιουργήσει μια Ρωσία «με ευημερία και ισχύ, προστατεύοντας τις ελευθερίες και το κράτος δικαίου».

Τζορτζ Ου. Μπους

Μετά την πρώτη τους συνάντηση στις 16 Ιουνίου 2001 ο Τζορτζ Ου. Μπους είχε δηλώσει ότι κοίταξε τον Ρώσο ομόλογό του στα μάτια: «Μπόρεσα να δω την ψυχή του: αυτή ενός άνδρα βαθιά αφιερωμένου στη χώρα του (…) Τον θεωρό έναν εκπληκτικό ηγέτη». Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 ο Πούτιν, που ξεκίνησε έναν δεύτερο πόλεμο στην Τσετσενία, εξέφρασε αμέσως την αλληλεγγύη του στον Μπους και τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Ωστόσο η ηρεμία δεν διήρκησε πολύ: ήδη από τον Δεκέμβριο του 2001 η Ουάσινγκτον αποσύρθηκε από τη συμφωνία ABM του 1972 για να δημιουργήσει μια αντιπυραυλική ασπίδα στην ανατολική Ευρώπη, την οποία κατήγγειλε η Μόσχα. Το 2003 η Ρωσία καταδίκασε την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ και ένα χρόνο αργότερα την επιρροή της Ουάσινγκτον στην «πορτοκαλί επανάσταση» στην Ουκρανία.

Μπαράκ Ομπάμα

Το 2009 ο πρόεδρος Ομπάμα πρόκρινε μια «επανέναρξη» (reset) των ρωσοαμερικανικών σχέσεων. Ένα χρόνο νωρίτερα ο Πούτιν είχε γίνει πρωθυπουργός της Ρωσίας, με πρόεδρο τον προστατευόμενό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Λίγο πριν την επίσκεψή του στη Ρωσία τον Ιούλιο του 2009 ο Αμερικανός πρόεδρος εκτίμησε ότι ο Πούτιν «έχει ένα πόδι στον παλιό τρόπο με τον οποίο γίνονται τα πράγματα και ένα πόδι στον καινούργιο».

«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να μιλήσω απευθείας με τον ομόλογό μου, τον πρόεδρο», είχε τονίσει ο Ομπάμα από τη Μόσχα. Παρά τις αρχικές επιτυχίες –κυρίως την υπογραφή το 2010 μιας νέας συνθήκης για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων—οι διμερείς σχέσεις οξύνθηκαν. Τον Αύγουστο του 2013 η Μόσχα προσέφερε πολιτικό άσυλο στον Αμερικανό Έντουαρντ Σνόουντεν.

Λίγες ημέρες αργότερα ο Ομπάμα ακύρωσε μια συνάντηση κορυφής με τον Πούτιν, καταγγέλλοντας μια επιστροφή «στη νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου». Η ουκρανική κρίση του 2014, με την προσάρτηση από τη Ρωσία της Κριμαίας και τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Μόσχας, και στη συνέχεια η επέμβαση της Ρωσίας στη Σύρια το 2015 επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο τις διμερείς σχέσεις.

Ντόναλντ Τραμπ

Όταν ήταν υποψήφιος ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δεσμευθεί να αποκαταστήσει τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Μετά την εκλογή του, η θητεία του επισκιάστηκε από τις κατηγορίες για ρωσική παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές του 2016. Στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου τον Ιούλιο του 2018 στο πλευρό του Πούτιν φάνηκε να προσδίδει μεγαλύτερο βάρος στις διαψεύσεις του Ρώσου προέδρου, παρά στα αποτελέσματα των ερευνών του FBI.

«Έχω τον πρόεδρο Πούτιν ο οποίος μόλις δήλωσε ότι δεν ήταν η Ρωσία (…) Και δεν βλέπω για ποιο λόγο θα ήταν», δήλωσε ο Τραμπ. Μετά τις σφοδρές επικρίσεις ακόμη και μέσα από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι δεν εκφράστηκε σωστά. «Αγαπώ πολύ τον Πούτιν, με αγαπά πολύ. Συνεννοούμαστε καλά», δήλωνε ακόμη τον Σεπτέμβριο του 2020 στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.



ΠΗΓΗ