«Είμαστε πολύ λυπημένοι που ανακοινώνουμε σήμερα ότι το αγαπημένο μας πρόσωπο, ο DMX, γεννημένος ως Ερλ Σίμονς, πέθανε σε ηλικία 50 ετών στο νοσοκομείο Γουάιτ Πλέινς με την οικογένειά του στο πλευρό του μετά την τοποθέτησή του σε μηχανική υποστήριξη τις τελευταίες ημέρες» ανακοίνωσε η οικογένειά του.
«Ο Ερλ ήταν πολεμιστής που πολεμούσε μέχρι το τέλος. Αγαπούσε την οικογένειά του με όλη του την καρδιά και αγαπάμε τις στιγμές που περάσαμε μαζί του. Η μουσική του Ερλ ενέπνευσε αμέτρητους θαυμαστές σε όλο τον κόσμο και η εμβληματική κληρονομιά του θα ζήσει για πάντα. Εκτιμάμε όλη την αγάπη και την υποστήριξη κατά τη διάρκεια αυτής της εξαιρετικά δύσκολης περιόδου. Σεβαστείτε την ιδιωτικότητά μας καθώς θρηνούμε την απώλεια του αδελφού, του πατέρα, του θείου μας και του ανθρώπου που ο κόσμος γνώριζε ως DMX. Θα κοινοποιήσουμε πληροφορίες σχετικά με την επικήδεια τελετή μόλις ολοκληρωθούν οι λεπτομέρειες» τονίζεται στην ανακοίνωση.
Ο DMX νοσηλεύτηκε την περασμένη Παρασκευή το βράδυ στο νοσοκομείο μετά από καρδιακή προσβολή. Ο μάνατζέρ του, Στιβ Ρίφκιντ, δήλωσε την Τετάρτη ότι παρέμενε σε μηχανική υποστήριξη και σε κώμα, και είχε προγραμματιστεί να υποβληθεί σε εξέταση λειτουργίας εγκεφάλου. Τα πρώτα δημοσιεύματα ανέφεραν ότι ο DMX υπέστη καρδιακή προσβολή μετά από υπερβολική δόση ναρκωτικών, αλλά οι εκπρόσωποί του δεν επιβεβαίωσαν αυτές τις πληροφορίες, σύμφωνα με το Variety.
Ο ράπερ από τη Νέας Υόρκη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με δύο εξαιρετικά επιτυχημένα άλμπουμ, το ντεμπούτο του «It’s Dark and Hell Is Hot» και «… And Then There Was X» που έφθασαν στο νούμερο 1. Κυκλοφόρησε επτά άλμπουμ και εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες, συμπεριλαμβανομένων των «Belly» και «Romeo Must Die», αλλά η ζωή και η καριέρα του διαταράχθηκαν από την κατάχρηση ουσιών και προβλήματα με τον νόμο.
Ο DMX γεννήθηκε στο Μάουντ Βέρνον της Νέας Υόρκης, στις 18 Δεκεμβρίου του 1970 από έφηβους γονείς. Μεγάλωσε με τη μητέρα του ως Μάρτυρας του Ιεχωβά, βίωσε κακοποίηση στην παιδική ηλικία και υπέφερε από άσθμα και άλλες ασθένειες. Πέρασε μια περίοδο σε δομή φιλοξενίας, όπου άρχισε να ασχολείται με τη ραπ και να γράφει μουσική.
Από το Oberheim DMX σύστημα που υπήρχε στο σπίτι όπου έμενε προήλθε το καλλιτεχνικό του όνομα. Αφού πέρασε χρόνο στη φυλακή ως έφηβος – συναντήθηκε με τον συνεργάτη του, ράπερ K-Solo και υπέγραψε με τη δισκογραφική Ruff House της Columbia το 1992. Άρχισε να κυκλοφορεί single , χωρίς επιτυχία. Με την πάροδο των χρόνων έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του σε τραγούδια με τους Jay-Z, LL Cool J, Mase, the Lox και άλλους.
Τον Φεβρουάριο του 1998 κυκλοφόρησε το “Get at Me Dog”, από την κολεκτίβα και δισκογραφική Ruff Ryders, που είχε ρόλο μάνατζέρ του. Ακολούθησε το «Ruff Ryders Anthem» και το ντεμπούτο άλμπουμ του, το οποίο έφθασε στο Νο. 1 στο Billboard 200 – σπάνιο επίτευγμα για νέους καλλιτέχνες την εποχή του CD – και πούλησε περισσότερα από 5 εκατομμύρια αντίτυπα.
Τη δεκαετία του 1990 ήταν πλέον διάσημος και το στυλ του επηρέασε πολλούς άλλους ράπερ. Ακολούθησε το “Flesh of My Flesh” έγινε τεράστια επιτυχία και έλαβε τρεις υποψηφιότητες για Grammy.
Ωστόσο δεν έμεινε πολύ στην κορυφή. Δημοσιεύματα ανέφεραν ότι ήταν πατέρας 15 παιδιών και συνελήφθη πολλές φορές σε διάφορες πολιτείες, με κατηγορίες για ναρκωτικά και αδικήματα φορολογικής απάτης, αποτυχία πληρωμής διατροφής παιδιού, αντίσταση σε σύλληψη και βάναυση μεταχείριση ζώων, για εκπαίδευση πιτ μπουλ για μάχες.
Τα τελευταία 15 χρόνια κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ και η τελευταία του εμφάνιση ήταν στο Λας Βέγκας το 2019, μετά από μακρά παραμονή σε κέντρο αποτοξίνωσης.