Σχεδόν 50 χρόνια μετά τους αιματηρούς πυροβολισμούς στη Βόρεια Ιρλανδία, ο Μπόρις Τζόνσον ζήτησε «ανεπιφύλακτα» τη συγγνώμη της βρετανικής κυβέρνησης, αλλά είπε ότι θα ήθελε να επικεντρωθεί στη «συμφιλίωση» παρά στην αναζήτηση των ενόχων αυτής της αιματηρής περιόδου.
Καθώς το Brexit αναζωπύρωσε τις κοινοτικές εντάσεις στη βρετανική επαρχία, το Ηνωμένο Βασίλειο ταλανίζεται από δύσκολες συζητήσεις για το πώς θα αποδοθεί δικαιοσύνη σε αυτό το ταραγμένο παρελθόν.
Το θέμα ανακινήθηκε από μια νέα απόφαση την Τρίτη, όταν η Βορειοϊρλανδέζα δικαστής Σιόμπχαν Κίγκαν, αρμόδια για να καθορίσει τις συνθήκες των θανάτων, κατήγγειλε την αδικαιολόγητη χρήση βίας από τον βρετανικό στρατό στη «σφαγή του Μπαλιμέρφι».
Αυτή η σειρά πυροβολισμών κατά τους οποίους δέκα άνθρωποι σκοτώθηκαν τον Αύγουστο του 1971 στο Μπέλφαστ θεωρείται ένα από τα πιο αιματηρά επεισόδια των τριών δεκαετιών βίας μεταξύ καθολικών υπέρμαχων της επανένωσης με την Ιρλανδία και των προτεσταντών υπέρμαχων της ένωσης με τη Βρετανία. Στα βίαια αυτά επεισόδια έχασαν τη ζωή τους συνολικά σχεδόν 3.500 άνθρωποι έως την ειρηνευτική συμφωνία του 1998.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τους ηγέτες της βρετανικής επαρχίας, «ο πρωθυπουργός ζήτησε ανεπιφύλακτα συγγνώμη εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Μπαλιμέρφι» στο δυτικό Μπέλφαστ, ανακοίνωσε η Ντάουνινγκ Στριτ.
Ο ηγέτης της συντηρητικής κυβέρνησης χαρακτήρισε την απόφαση της Τρίτης «πολύ λυπηρή». Η δικαστική απόφαση ενώ αναγνωρίζει ότι η περίοδος ήταν χαοτική, εκτιμά ότι οι στρατιώτες είχαν κάνει «δυσανάλογη» χρήση βίας και ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο εννέα εκ των «εντελώς αθώων» θυμάτων.
Η δικαιοσύνη εξέτασε πέντε περιστατικά που σημειώθηκαν μέσα σε διάστημα τριών ημερών, από τις 9 έως τις 11 Αυγούστου, αμέσως μετά τη θέσπιση μέτρου που επέτρεπε τη σύλληψη και την κράτηση χωρίς δίκη ατόμων που θεωρούνταν ύποπτα για συμμετοχή σε παραστρατιωτικές οργανώσεις. Αυτό το μέτρο είχε οδηγήσει σε κύμα συλλήψεων, που ακολούθησαν ταραχές.
Προτεραιότητα στη συμφιλίωση
Την περασμένη εβδομάδα, δύο Βρετανοί πρώην στρατιωτικοί αθωώθηκαν για τη δολοφονία ενός μέλους του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) το 1972, στο τέλος μιας δίκης, η διεξαγωγή της οποίας είχε εξοργίσει στρατιωτικούς εν ενεργεία και απόστρατους.
Η συζήτηση για τον ρόλο του στρατού -υπεύθυνου για περίπου 300 ανθρωποκτονίες κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων που έληξαν επίσημα το 2007, σύμφωνα με τον δείκτη Sutton που καθιέρωσε το Πανεπιστήμιο του ‘Ολστερ – παραμένει ιδιαίτερα ευαίσθητη στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η βρετανική κυβέρνηση δεσμεύθηκε να νομοθετήσει ώστε να αποτρέψει νέες διώξεις για αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των «Ταραχών», παρά τις αντιρρήσεις που είχε διατυπώσει η ιρλανδική κυβέρνηση.
«Ο πρωθυπουργός επανέλαβε την πρόθεση της κυβέρνησης να προβλέψει έναν τρόπο για να γίνουν βήματα προς τα εμπρός στη Βόρεια Ιρλανδία, εστιάζοντας στη συμφιλίωση, αποδίδοντας δικαιοσύνη στα θύματα και τερματίζοντας τον κύκλο της εκ νέους διενέργειας ερευνών», ανακοίνωσε η Ντάουνινγκ Στριτ.
Χθες, ο πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, που ηγείτο της κυβέρνησης όταν υπογράφηκε η συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής το 1998, μίλησε υπέρ της συγκρότησης μιας επιτροπής αλήθειας και συμφιλίωσης, όπως αυτή που συγκρότηθηκε στη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ.
Αυτή η συζήτηση διεξάγεται σε μια συγκυρία κοινοτικών εντάσεων που αναζωπυρώθηκαν από το Brexit, με βίαιες ταραχές στις αρχές Απριλίου και την παραίτηση αμέσως μετά της πρωθυπουργού Αρλίν Φόστερ του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP).
Ο υφυπουργός Εξωτερικών και επικεφαλής διαπραγματευτής για το Brexit Ντέιβιντ Φροστ και ο Βρετανός υπουργός αρμόδιος για τη Βόρεια Ιρλανδία Μπράντον Λιούις μετέβησαν στην επαρχία αυτή την εβδομάδα για να καταγράψουν το «Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας» που διαπραγματεύτηκε το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ στο πλαίσιο του Brexit.
Αυτό το κείμενο είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση τελωνειακών ελέγχων μεταξύ της επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας και του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας, προκειμένου να αποφευχθεί η επιστροφή του συνόρου με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, μέλος της ΕΕ. Το κείμενο αυτό προκαλεί μεγάλες εντάσεις στη Βόρεια Ιρλανδία.
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο τρέχων τρόπος λειτουργίας του πρωτοκόλλου μπορεί να είναι βιώσιμος μακροπρόθεσμα», δήλωσε ο Φροστ την Τρίτη το βράδυ, καλώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιδείξει «κοινή λογική».