Δεν είναι μυστικό ότι κάποιοι από τους γνωστότερους αυτοδημιούργητους κροίσους της οικουμένης ξεκίνησαν πολύ φτωχικά τη ζωή τους.

Και οι ιστορίες τους αυτό ακριβώς αποδεικνύουν, πως με όρεξη για δουλειά, τσαγανό και αποφασιστικότητα κανένα ξεκίνημα στη ζωή, όσο δύσκολο κι αν είναι, δεν αποτελεί πραγματικό εμπόδιο.

Έτσι ξεκίνησε, για παράδειγμα, ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, φτωχός και ορφανός από τα 2 του. Αλλά και ο Howard Schultz των Starbucks, σε εργατικές πολυκατοικίες μεγάλωσε, μέσα στην ανέχεια.

Αντίστοιχη ιστορία έχει να μοιραστεί και ο Ραλφ Λόρεν, όταν δεν ήταν παρά μεροκαματιάρης πωλητής και ονειρευόταν αντρικές γραβάτες.

Ακόμα και ο ινδός μεγιστάνας του χάλυβα Lakshmi Mittal από ένα τέτοιο ταπεινό οικογενειακό περιβάλλον προέρχεται. Όπως και ο επίσης ζάπλουτος Francois Pinault, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο το 1974 επειδή τον κορόιδευαν που ήταν τόσο φτωχός.

Η λίστα είναι μακρά και εξόχως δηλωτική. Ο Leonardo Del Vecchio μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και δούλευε εργάτης σε φάμπρικα, όπου και έχασε τμήμα του δακτύλου του από τη μηχανή.

Ο κροίσος Li Ka-shing αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο για να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ ο συνιδρυτής της Oracle, Larry Ellison, άφησε το πανεπιστήμιο για να κάνει δουλειές του ποδαριού για μια δεκαετία σχεδόν.

Μέσα σε όλους υπάρχει και ο Mohed Altrad, ένας άνθρωπος που η ζωή του έδειξε από νωρίς το πολύ σκληρό της πρόσωπο.

Σήμερα τον ξέρουμε ως αφεντικό της Groupe Altrad, ενός γαλλικού επιχειρηματικού ομίλου που δίνει δουλειά σε 39.000 ανθρώπους.

Και το Forbes εκτιμά πλέον την περιουσία του στα 3,7 δισ. δολάρια, κατατάσσοντάς τον στην 590η θέση των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου.

Αυτή είναι η πραγματικά αδιανόητη ιστορία του…

Ο βιασμός και η ζωή στις ερήμους της Συρίας

Γεννημένος μέσα σε μια νομαδική φυλή βεδουίνων στις συριακές ερήμους, ο Mohed Altrad δεν ήταν καρπός έρωτα, αλλά εγκλήματος. Ο πατέρας του, αρχηγός της φυλής, βίασε τη μητέρα του και την άφησε έγκυο.

Ο μικρός Mohed δεν θα γνώριζε πατέρα, καθώς φρόντισε να τον αποκηρύξει. Ούτε όμως και μητέρα, μιας και πέθανε όταν το παιδί ήταν 4 ετών, σε πολύ τρυφερή ηλικία για να έχει μνήμες.

Ο Mohed δεν έχει πιστοποιητικό γέννησης στα χέρια του, ούτε κάποιο επίσημο έγγραφο που να δηλώνει την ηλικία του. Το «1948 συν πλην» αναφέρει χαρακτηριστικά και η προσωπική ιστοσελίδα του για το πότε περίπου ήρθε στον κόσμο.

Για να κάνουν τα γενέθλιά του ευκολότερα, ήταν τα παιδιά του αυτά που επέλεξαν τις 9 Μαΐου. Στην τύχη, τραβώντας λαχνό από ένα καπέλο.

Κάτι αντίστοιχο είχε κάνει και ο πατέρας τους όταν κατέφτασε στο Μονπελιέ της Γαλλίας πριν από δεκαετίες για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Του ζήτησαν μια ημερομηνία γέννησης και το 1948 του ακούστηκε σωστό.

Ούτε γαλλικά ήξερε άλλωστε για να συνεννοηθεί ούτε και πολύ όρεξη είχε για τέτοιες γραφειοκρατικές τυπικότητες. Ένα γεύμα έτρωγε τη μέρα και δεν ήξερε ψυχή.

Επιστρέφοντας στα χρόνια της Συρίας, ο Mohed μεγάλωσε με τη γιαγιά του, η οποία ούτε να ακούσει δεν ήθελε πως ο μικρός θα πήγαινε σχολείο στη Ράκα. Βοσκό τον προόριζε, όπως και κάθε αγόρι της φυλής, και τον ετοίμαζε για μια τέτοια ζωή, ζώντας περιπλανώμενοι σε μια σκηνή.

Είχε έναν αδερφό, ο οποίος έμενε με τον πατέρα του, πέθανε όμως από τις κακουχίες και την κακοποίηση.

Σε πείσμα της γιαγιάς του, ο Mohed πήγε τελικά σχολείο, τον περισσότερο καιρό κρυφά. Ξυπνούσε πριν από κείνη και πήγαινε με τα πόδια ως τη Ράκα, καμιά ώρα δρόμος μέσα στους αμμόλοφους.

Στη Συρία επέστρεψε μία μόνο φορά, το 1972, για να επισκεφτεί τον άνθρωπο που τον είχε φέρει με βία στη ζωή. «Κατάλαβα γρήγορα πως δεν μπορώ να γυρίσω», είχε πει σε συνέντευξή του στο Forbes το 2015, σε μια από τις σπάνιες φορές που μίλησε για το παρελθόν του, «να πάω πού; Το εισιτήριό μου δεν είχε επιστροφή».

Ο πατέρας επανεμφανίστηκε μια φορά στη ζωή του, όταν έγινε 7 χρονών. Του πήρε δώρο ένα ποδήλατο. Ήταν το αντικείμενο που θα του άλλαζε τη ζωή. Ο σπάνιος αυτός θησαυρός μέσα στην έρημο τού απέφερε τα πρώτα του λεφτά.

Το νοίκιαζε στα άλλα παιδιά της φυλής και με τα λιγοστά χρήματα αγόραζε μολύβια και τετράδια για το σχολείο. «Ήταν το ένστικτο», λέει, «ήξερα ότι ήμουν καταδικασμένος και η μόνη μου ελπίδα ήταν το σχολείο».

Και ήταν καλός μαθητής, τόσο καλός που πήγε τελικά να ζήσει με έναν θείο του στην πόλη για να τελειώσει το σχολείο. Αποφοίτησε μέσα στους πρώτους μαθητές της Ράκα και εξασφάλισε υποτροφία από το συριακό κράτος για σπουδές στη Γαλλία.

Η αλλαγή πλεύσης

Ήταν το 1969 όταν έφτασε στο Μονπελιέ. Πέρασε μερικούς μήνες για να μάθει τη γλώσσα, ακόμα κι έτσι όμως καταλάβαινε ελάχιστα από τις διαλέξεις των καθηγητών όταν ξεκίνησε τις σπουδές του στη φυσική και τα μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ.

Τα έμαθε όμως τα γαλλικά, διακρίθηκε στις σπουδές του και μερικά χρόνια αργότερα τον βρίσκουμε στο Παρίσι να κάνει το διδακτορικό του στην πληροφορική. Στο πανεπιστήμιο γνώρισε και παντρεύτηκε τη γαλλίδα σύζυγό του, που ήταν συμφοιτητές.

Όσο σπούδαζε, δούλευε κιόλας σε εταιρίες τεχνολογίας, ώστε να βγάζει τα προς το ζην και να προωθεί την αίτησή του για γαλλική υπηκοότητα.

Όταν ολοκλήρωσε τη διατριβή του το 1975, πήγε να δουλέψει για την κρατική πετρελαϊκή στο Αμπού Ντάμπι. Με τους παροιμιωδώς χαμηλούς φόρους του εμιράτου, κατάφερε να βάλει πολλά στην άκρη μέχρι να λήξει το συμβόλαιό του το 1984.

Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ίδρυσε με τρεις φίλους του μια εταιρία που έφτιαχνε φορητούς υπολογιστές. Τα κατάφεραν γρήγορα και την πούλησαν εξίσου γρήγορα, βγάζοντας τα πρώτα του 600.000 δολάρια. Μόνο που δεν ήξερε τι να τα κάνει…

Επιχειρηματίας για πρώτη φορά

Τον Αύγουστο του 1985, όταν ήταν για διακοπές στο χωριό της γυναίκας του στα νότια της Γαλλίας, ένας γείτονας τον προσέγγισε με μια επιχειρηματική πρόταση. Τον ρώτησε αν θα ήθελε να αγοράσει μια τοπική εταιρία που έφτιαχνε σκαλωσιές και ήταν έτοιμη να βάλει λουκέτο.

Η Mefran είχε 200 υπαλλήλους, αιμορραγούσε ωστόσο οικονομικά και τα χρέη την είχαν πνίξει. Παρά το γεγονός ότι για τον ίδιο ήταν άγνωστος ο κλάδος και δεν είχε ούτε βασικές οικονομικές γνώσεις, έπεισε τον καλό του φίλο από την εποχή του Αμπού Ντάμπι, τον Βρετανό Richard Alcock, να τσοντάρει για να την αγοράσουν.

Ένα φράγκο Γαλλίας τους στοίχισε η απόκτηση της εταιρίας, ανέλαβαν όμως όλα τα χρέη της. Ο Altrad κατείχε μερίδιο της τάξης του 90%. «Το έκανα διαισθητικά», θα πει χρόνια αργότερα, «είδα πως το προϊόν ήταν πολύ χρήσιμο, καθώς σκαλωσιές χρειάζεσαι σε κάθε κλάδο, κατασκευές, διυλιστήρια, αεροδρόμια».

Αφού περιέκοψε ό,τι μπορούσε από το κόστος λειτουργίας, έπεισε τους υπαλλήλους να αποδεχτούν νέες μισθολογικές πολιτικές. «Τους είπα ότι έχω βάλει όλα τα λεφτά που κέρδισα εδώ και 5 χρόνια. Κι αυτοί είπαν ‘‘ωραία, πιστεύει σε μας’’».

Μέσα σε έναν μόλις χρόνο, το κλίμα είχε αλλάξει. Η Mefran όχι μόνο δεν έχασε λεφτά, αλλά έβγαλε κι ένα μικρό κέρδος. Ο Mohed άνοιξε παραρτήματα σε Ισπανία και Ιταλία. Και άρχισε να επεκτείνεται σε συναφή αντικείμενα, όπως εργαλεία, μηχανές για το τσιμέντο και τέτοια πράγματα.

Εκεί που πήγαιναν όλα καλά, ο άπειρος επιχειρηματίας έπεσε πάνω στην οικονομική ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 1990. Η εταιρία του έχασε σε 6 μήνες το 1/4 των εσόδων της.

Αυτό θα ήταν κανονικά το τέλος τους, είχε πει παλιότερα ο συνεταίρος του Alcock. Τι τους έσωσε; Πως ο Mohed είχε προβλέψει νωρίς την κρίση και έξι μήνες πριν τους χτυπήσει είχε απολύσει το 30% του εργατικού του δυναμικού. Έτσι κατάφερε να επιβιώσει στην ύφεση.

Ο ανώμαλος δρόμος προς τη δόξα

Ο Altrad έμαθε με τον δύσκολο τρόπο πως καμία τράπεζα δεν δάνειζε λεφτά σε νεόκοπους επιχειρηματίες και μάλιστα συριακής καταγωγής. Ό,τι κι αν έγραφαν οι ισολογισμοί του.

Κι έτσι κατέληξε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν αυτό που έκανε ήδη μία φορά: εξαγορά μικρών εταιριών σε μεγάλη ανάγκη.

«Ταλαιπωρήθηκα πολύ αυτή την περίοδο», θυμάται, «και έχασα πολύ χρόνο γιατί δεν με εμπιστεύονταν». Το σημείο καμπής ήρθε το 2003, όταν φάνηκε πως τα είχε καταφέρει.

Ο υγιής όμιλός του μετρούσε πια 21 θυγατρικές που έκαναν τζίρο 130 εκατ. δολαρίων. Και πάλι όμως η κίνηση-ματ θα ερχόταν λίγο αργότερα, όταν εξαγόρασε το μεγάλο όνομα του κλάδου, τον γερμανό ανταγωνιστή Plettac.

Η εξαγορά έδωσε στην Altrad Group πανευρωπαϊκή απήχηση, αλλά και τη δυνατότητα να συμμετέχει σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα. Η επιθετική του στρατηγική συνεχίστηκε και ο όμιλος εξαγόραζε πια τουλάχιστον 3 εταιρίες τον χρόνο.

Κάθε εξαγορά, όπως έχει πει, αποδείχτηκε κερδοφόρα. Η εξάπλωσή του στην Ευρώπη ήταν ραγδαία.

Ο ίδιος επέστρεψε κάποια στιγμή στο Μονπελιέ, όπου έστησε το στρατηγείο του ομίλου του. Ήταν η μόνη πόλη που ένιωσε ποτέ πατρίδα του. Η κίνησή του ήταν παράξενη, ήταν η μόνη μεγάλη γαλλική εταιρία που δεν έδρευε στο Παρίσι.

Εκεί αγόρασε και μια έπαυλη εποχής, σε κοντινή απόσταση για να πηγαίνει με τα πόδια στη δουλειά. Η βίλα έχει τρεις πισίνες και δυο supercars φρουρούς πίσω από την πόρτα, μια Ferrari και μια Lamborghini.

Το σχετικά βουκολικό σκηνικό μοιάζει απίθανο για έδρα μιας εταιρίας με 1 εκατ. πελάτες και σχεδόν 40.000 άτομα προσωπικό.

Όσο για την επιχειρηματική του ηθική, παραμένει ίδια και απαράλλακτη. Σε κάθε εταιρία που αγοράζει, θέτει μια σειρά από δικούς του κανονισμούς και αφήνει τα πράγματα να εξελίσσονται όπως και πριν.

«Αγαπώ την ελευθερία και θέλω οι άνθρωποι που δουλεύουν για μένα να είναι ελεύθεροι», λέει χαρακτηριστικά. «Συμφωνούμε σε κάτι και είναι μετά στο χέρι όλων να το κάνουν με τον δικό τους τρόπο, φτάνει να συνεργάζονται με τους υπόλοιπους».

Η απέχθεια που νιώθει για την ιεραρχία απαθανατίζεται στη χάρτα που έχει συντάξει, έναν οδηγό 605 σελίδων που θεωρεί το δικό του επιχειρηματικό μανιφέστο. Καθεμιά από τις 92 πλέον θυγατρικές του λειτουργεί αυτόνομα, οφείλει ωστόσο να σέβεται τις αρχές του γενικού διευθυντή.

Στις μέρες μας η Altrad Group είναι όμιλος παγκόσμιου βεληνεκούς, με θυγατρικές στο Κατάρ και το Μαρόκο και παρουσία σε 100 χώρες.

Ο Altrad έχει πέντε παιδιά και μια νέα σύντροφο εδώ και 13 χρόνια. Με τη σύζυγό του χώρισαν το 1995. Το όνομά του είναι σήμερα σταθμός στο Μονπελιέ, δεν μπορείς να κάνεις μια βόλτα στην πόλη χωρίς να σκοντάψεις πάνω του.

Του ανήκει το στάδιο της ομάδας ράγκμπι, όπως και η ίδια η ομάδα. Του το ζήτησε βλέπετε ο δήμαρχος της πόλης το 2011, να την αγοράσει για να τη σώσει από τα χρέη.

Δεν είχε ιδέα από ράγκμπι, ως ο πλουσιότερος όμως πολίτης του Μονπελιέ ένιωσε πως πρέπει να παρέμβει.



ΠΗΓΗ