Η αφετηρία του ελληνικού τουρισμού είναι το 2019. Τότε -αφού μπορούμε και το θυμόμαστε ακόμα- που οι αφίξεις έφθασαν τα 39 εκατ., οι διανυκτερεύσεις τα 233 εκατ. και τα έσοδα τα 18 δισ. ευρώ.

Το 2020 ήταν μια χρονιά -που όπως λέγαμε στο βόλεϊ για ένα πόντο που ξαναπαιζόταν- «ως μη γενόμενη φάση», ενώ το 2021 κλείνει τελικά καλύτερα από τις αρχικά προβλέψεις.

Με τα νέα μέτρα, διεθνώς, που επηρεάζουν την τουριστική κίνηση και στη χώρα μας, η Ελλάδα ναι μεν σκέφτεται το αύριο, αλλά οφείλει να προγραμματίσει το μεθαύριο του τουρισμού της, αν θέλει να αυξήσει αφίξεις και έσοδα και να κατανείμει τον τουρισμό όσο καλύτερα γίνεται στις 13 περιφέρειες της χώρας.

Διότι δεν μπορεί άλλο να συνεχιστεί το παράδοξο: το 85% των τουριστικών εσόδων να προέρχεται από 5 Περιφέρειες.

Επ’ αυτού του θέματος, τον τελευταίο καιρό, που τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας έχουν βρει καλύτερο βηματισμό, παρουσιάζονται μελέτες που δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε, χωρίς παρεκκλίσεις. Κι αυτός ο δρόμος είναι της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, της προώθησης των εναλλακτικών – θεματικών μορφών τουρισμού, που θα διευρύνουν την τουριστική περίοδο και θα ευνοήσουν την ανάδειξη περιοχών σε όλη τη χώρα που βρίσκονται στη σκιά των νησιών, για τον τουρισμό του καλοκαιριού και ορισμένων ορεινών περιοχών, για τον περιορισμένο χειμερινό τουρισμό.

Το πλάνο όλων, πλέον, βρίσκεται σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και μόνον έτσι μπορείς να σχεδιάσεις υποδομές και ενέργειες. Το «άρπα – κόλλα» τελείωσε, όπως και το «εγώ». Κυριαρχεί το «εμείς», κυριαρχεί το «ή μαζί θα σηκωθούμε ή μαζί θα είμαστε κάτω». Τέτοια συνθήματα ψελλίζονται στα χείλη των σοβαρών ανθρώπων του τουρισμού, διότι πάντα υπάρχουν και υπερφίαλοι.

Δεν ξέρω πόσο εφικτό είναι το σενάριο, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ στο φεύγα του 2021: «Ελληνικός Τουρισμός 2030 | Σχέδια Δράσης», να έχουμε, υπό προϋποθέσεις, 27 δισ. ευρώ έσοδα το 2030, ήτοι +52% σε σχέση με το 2019 (18 δισ. ευρώ), 50 εκατ. αφίξεις, δηλαδή συν 27% σε σχέση με το 2019 (39 εκατ.) και 307 εκατ. διανυκτερεύσεις, +32% σε σχέση με το 2019, που ήταν 233 εκατ. Η μελέτη αναφέρει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με εφικτούς μέσους ετήσιους ρυθμούς μεταβολής, την περίοδο μεταξύ 2023 και 2030, της τάξης του 6,2% για τα έσοδα, 3,5% για τις επισκέψεις και 4% για τις διανυκτερεύσεις.

Αυτό που ξέρω είναι ότι πρέπει να το προσπαθήσουμε, βάζοντας πάντα ψηλότερα τον πήχη.

Όμως, επειδή χρησιμοποιήθηκαν οι λέξεις «υπό προϋποθέσεις», για να συμβούν όλα τα παραπάνω, χρειάζεται, όπως αναφέρει και η μελέτη, «η δημιουργία σύνθετων, και όχι μονοθεματικών, προϊόντων και υπηρεσιών. Ο κάθε προορισμός έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει τη δική του μοναδική αλυσίδα αξίας και εμπειριών και τη δική του αναπτυξιακή διαδρομή, υπό τους όρους της επάρκειας και καταλληλόλητας των δημοσίων υποδομών, της τεχνογνωσίας και εξειδίκευσης ως προς τον σχεδιασμό, τη συντονισμένη και αποτελεσματική διακυβέρνηση και την ουσιαστική συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα.»

Στη μελέτη καταγράφηκαν οι τουριστικοί και άλλοι πόροι που διαθέτουν οι 13 Περιφέρειες της χώρας, στους οποίους μπορεί να βασιστεί η ανάπτυξη των τουριστικών προϊόντων. Με βάση τα ευρήματα, η επένδυση σε δημόσιες υποδομές, η ψηφιακή αναβάθμιση, η καινοτομία και το marketing, η προστασία του περιβάλλοντος, η ενίσχυση των δεξιοτήτων και της επιχειρηματικότητας αποτελούν τους πέντε στρατηγικούς άξονες για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού οι οποίοι συνάδουν σε μεγάλο βαθμό με τους άξονες του Εθνικού Σχέδιου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Για τον λόγο αυτό, εκτιμάται ότι τα Σχέδια Δράσης συμβάλλουν στην προσπάθεια της χώρας για τη δημιουργία ενός πιο εξωστρεφούς, ανθεκτικού, ανταγωνιστικού και βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου.

Η σύνθεση όλων των ανωτέρω αποτυπώνεται σε ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης που θέτει τις οριζόντιες στρατηγικές κατευθύνσεις για τους πέντε άξονες που προαναφέρθηκαν, αλλά και τις στρατηγικές κατευθύνσεις ανά προϊόν και ανά προορισμό.

Συνυπογράφω όλα αυτά, αντιλαμβανόμενος ότι η μελέτη αυτή μπορεί να αποτελέσει έναν σοβαρό μπούσουλα του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για έναν τουρισμό που μπορεί να έχει ακόμα μεγαλύτερη διάχυση στην ελληνική οικονομία.





ΠΗΓΗ