Τελικώς ο Νίκος Ανδρουλάκης κατήγαγε μια σαρωτική νίκη έναντι του Γιώργου Παπανδρέου μετά από μια εκλογική σύγκρουση που κινητοποίησε 270 χιλιάδες ψηφοφόρους στον πρώτο γύρο και 206 χιλιάδες στον δεύτερο.

Κατεδείχθη έτσι πως ακόμα και οι εκλογές στο εσωτερικό ενός γερασμένου κόμματος –κάποιοι το θεωρούσαν τελεσίδικα νεκρό–  όπως στο ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ μπορεί να προκαλέσει μια σημαντική κινητοποίηση και ενδιαφέρον, παρότι ιδιαίτερα στον δεύτερο γύρο δεν ειπώθηκε τίποτε καινούργιο ή σημαντικό από τις δύο αντιπάλους.  

Πρόκειται για ένα παράδοξο. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πιστεύει πως το κόμμα αποτελεί ένα υπόλειμμα του παρελθόντος και από την άλλη, συχνά από τους ίδιους ανθρώπους, δόθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις εσωκομματικές εκλογές του.  Και ενώ πράγματι το παλιό ΠΑΣΟΚ φαντάζει εξαιρετικά κουρασμένο ώστε να μπορεί να ανανεωθεί ριζικά, από την άλλη πλευρά οι τύχες του πιθανόν να καθορίσουν εν πολλοίς τις τύχες ολόκληρου του πολιτικού συστήματος.

Όπως έχει γίνει σαφές από την πορεία των δυόμιση σχεδόν χρόνων μετά τις εκλογές του 2019, το πολιτικό σύστημα παραμένει μονοπολικό. Και αυτό διότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση, είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στη νέα μεταμνημονιακή και μετα-μεταπολιτευτική πραγματικότητα της χώρας. Μια περίοδο κατά την οποία το  δημογραφικό, μεταναστευτικό, παραγωγικό και, προπαντός, η τουρκική απειλή– συνειδητοποιείται σταδιακά με τον πιο εναργή τρόπο από την πλειοψηφία των Ελλήνων, ως απειλή στην ίδια την επιβίωση του ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο. Άλλωστε στην ίδια την Ευρώπη τα ταυτοτικά ζητήματα καθίστανται πρωταρχικά, όπως καταδεικνύουν οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία. 

Στην Ελλάδα, πλέον έχει αρχίσει να γίνεται συνείδηση η βαθύτατη παρακμή της χώρας και η επιτακτική ανάγκη μιας μεγάλης ανάκαμψης για να την υπερβεί. Η ελληνική κοινωνία έχει εισέλθει σε περίοδο αναζήτησης διεξόδου με εθνοκεντρικά χαρακτηριστικά απέναντι στο  αδιέξοδο που συνιστά η επιβίωση του παλιού πολιτικού συστήματος, διαμορφωμένου κατά την εποχή της μεταπολίτευσης. 

Και επειδή η οιονεί «πολιτική επανάσταση» του 2012-2013,  καταλάγιασε ή μάλλον απέτυχε παταγωδώς, δύο από τα κόμματα που δημιουργήθηκαν ή εκτινάχθηκαν τότε Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ προσεχώρησαν στη μνημονιακή κυβερνησιμότητα και το τρίτο, η Χρυσή Αυγή  εξετράπη στον ναζιστικό συμμοριτισμό. Έτσι το μόνο που συνέβη  σ επίπεδο πολιτικών σχηματισμών στο πολιτικό σύστημα υπήρξε η αντικατάσταση του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟ από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Άλλωστε η ελληνική κοινωνία, όντας η ίδια σε παρακμή, δεν διέθετε τον αναγκαίο δυναμισμό για να αναδείξει νέους πολιτικούς πόλους. Είναι χαρκτηριστικό πως απόπειρες όπως εκείνη του Ποταμιού, της ΔΗΜΑΡ, ή των ΑΝΕΛ που εμφανίστηκαν στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης δεν μπόρεσαν να μακροημερεύσουν.  Κατ’ ανάγκη λοιπόν  οι  υπαρκτές τάσεις μετασχηματισμού και υπέρβασης της μεταπολίτευσης επηρεάζουν κάποιους από τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς.

Αρχικώς αυτό θα συμβεί με τη Νέα Δημοκρατία και την κυβέρνηση Μητσοτάκη η οποία θα υποχρεωθεί σε μία αλλαγή πολιτικής, ιδιαίτερα στην εξωτερική  και την κοινωνική πολιτική. Θα αρχίσει από την  απόρριψη της συμφωνίας των Πρεσπών για να φθάσει στον Έβρο, στην οιονεί στρατιωτική αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο, στον επανεξοπλισμό της χώρας με τα Rafale και τις Belharra, καθώς και την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία μεταξύ άλλων. Και όλα αυτά παρότι η κυβέρνηση ξεκίνησε με τη μείωση των αμυντικών δαπανών στον προϋπολογισμό του 2020. Παράλληλα εξαιτίας κυρίως του κορωνοϊού θα ακολουθεί στο εσωτερικό μια πολιτική ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. 

Όμως στον χώρο της αντιπολίτευσης τα πράγματα παραμένουν στάσιμα. Γεγονός που έδωσε και τόσοι μεγάλο ενδιαφέρον στις εσωκομματικές  εκλογές του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ! 

Αξίζει τον κόπο να δούμε την εξέλιξη των εκλογικών ποσοστών του μέσα σε μία δεκαετία. Το 2009, ανέβηκε στην κυβέρνηση με επικεφαλής τον Γιώργο Παπανδρέου έχοντας διασφαλίσει το 43,92 % των ψήφων, διακηρύσσοντας πως «λεφτά υπάρχουν». Μετά την καταστροφή που προκάλεσε, –με την αποφεύξιμη είσοδο στα μνημόνια και το ΔΝΤ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, θα πάρει μόλις το 4,68 % των ψήφων αλλά βέβαια ένα ποσοστό ψηφοφόρων θα καταφύγει στο άφθαρτο Ποτάμι (6,05 %) αλλά και στο ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου (2,47%). Τέλος, στις εκλογές του 2019, ως ΚΙΝΑΛ πλέον, έχοντας ενσωματώσει και τις ψήφους του ΚΙΔΗΣΟ αλλά και του «Ποταμιού», που θα εξαφανιστούν, θα καταγράψει στην πραγματικότητα το μικρότερο ποσοστό για τον «χώρο» στο σύνολό του, με 8,10% των ψήφων. Ωστόσο παρότι ο ευρύτερος χώρος συρρικνώθηκε το ΚΙΝΑΛ συγκράτησε τον κεντρικό του πυρήνα και επιβίωσε. 

Επιβίωσε έχοντας χάσει έναν μεγάλο αριθμό προβεβλημένων στελεχών της «ένδοξης» σημιτικής εποχής – τον Ευάγγελο Βενιζέλο, την Άννα Διαμαντοπούλου, τον Γιώργο Φλωρίδη, τον Αλέκο Παπαδόπουλο και τόσους άλλους. Θα εκφράζει μάλλον τους δευτεροκλασάτους του παλιού ΠΑΣΟΚ, –άλλωστε ένας μεγάλος αριθμός στελεχών του θα αποσκιρτήσει προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ή θα τον στηρίζει υπόγεια, όπως ο Κώστας Λαλιώτης, και κάποιοι προς τη Νέα Δημοκρατία. 

Το κόμμα έμοιαζε μάλλον οριστικά αποδυναμωμένο από στελέχη. Και αυτό μεταβλήθηκε ίσως στην ευκαιρία του! Επειδή ο Τσίπρας δεν μπορεί να λειτουργήσει ως η αντιπολίτευση της νέας περιόδου και επειδή καμία άλλη στοιχειωδώς αξιόπιστη πολιτική πρόταση δεν έχει εμφανιστεί, στο γέρικο ΠΑΣΟΚ θα εκφραστούν κάποιες προσδοκίες μιας πιθανής –έστω μερικής– υποκατάστασης του ΣΥΡΙΖΑ. Είμαστε άλλωστε σε μια εποχή που η αλλαγή της πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας εκφράζεται μέσα από παλιά κομματικά σχήματα. Σε μια ηλικιακά γερασμένη χώρα άλλωστε, οι αλλαγές πραγματοποιούνται πολύ πιο αργά και βασανιστικά. 

Ο Ανδρέας Λοβέρδος, έχοντας συλλάβει τα μηνύματα των καιρών, θα επικεντρώσει την παρουσία του στα εθνικά ζητήματα. Όμως ήταν πολύ ταυτισμένος με το παλιό σημιτικό ΠΑΣΟΚ και με τα μνημόνια για να μπορέσει να κυριαρχήσει, ενώ χαρακτηρίστηκε και υπερβολικά ταυτισμένος με τη Νέα Δημοκρατία. 

Γι’ αυτό και τελικώς υπήρξε ένας νέος υποψήφιος όπως ο Ανδρουλάκης, πάρα την ένδεια των προτάσεών του, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό, ο οποίος πρωταγωνίστησε. Ιδιαίτερα οι νέοι ψηφοφόροι κάτω των σαράντα χρόνων τον επέλεξαν μαζικά. Πράγματι η απουσία πολύ συγκεκριμένου πολιτικού στίγματος μπορεί να επιτρέψει να χωρέσει, μέσα στο μισοάδειο δοχείο των προτάσεών του, οποιοδήποτε περιεχόμενο. Αυτό άλλωστε υπήρξε και ο Τσίπρας στο παρελθόν και γι’ αυτό επικράτησε, έναντι του Αλαβάνου π.χ. 

Όμως αυτό το δοχείο κάποτε θα πρέπει να γεμίσει. Και επειδή τον χώρο της πολυπολιτισμικής Αριστεράς τον έχει καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν θέλει το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρουλάκης να τον ανταγωνιστεί, θα πρέπει να αλλάξουν «μετερίζι». Διαφορετικά θα βουλιάξουν. Διότι αν ακολουθήσουν την ίδια πολιτική κατεύθυνση με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καμία τύχη. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει και περισσότερους ψηφοφόρους και περισσότερα στελέχη και επομένως θα καταπιεί οποιοδήποτε συριζοποιημένο ΠΑΣΟΚ, όπως θα συνέβαινε σίγουρα με τον Γιώργο  Παπανδρέου στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Ο Ανδρουλάκης, και λόγω ηλικίας, μόνο ως αντι-Τσίπρας  θα μπορούσε να λειτουργήσει – αν μπορεί να το κάνει πράξη· διαφορετικά «θα πάει άπατος» και πολύ σύντομα μάλιστα.  

Αντίθετα δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία πως ένα ΠΑΣΟΚ ανταγωνιστικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θα προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στο εσωτερικό του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ διότι θα ακυρωθεί η στρατηγική Τσίπρα για «προοδευτική διακυβέρνηση» και άνοδο στην εξουσία. 

Δηλαδή η νίκη του Ανδρουλάκη μπορεί ίσως να αποβεί απαρχή εξελίξεων, έστω αργών, στον χώρο της αντιπολίτευσης  και στο πολιτικό σύστημα συνολικά.





ΠΗΓΗ