Ότι ζούμε στον τόπο της υποκρισίας το ξέραμε. Ότι η τρέχουσα πολιτική αυτού του τόπου τρέφεται από τα ψεύδη ή τις μισές αλήθειες που εκστομίζουν οι πολιτικοί της εκπροσώποι το γνωρίζουμε εξ απαλών ονύχων. Και ότι, τέλος, οι ψηφοφόροι αυτών των πολιτικών και ipso facto θιασώτες της πολιτικής τους, αποδέχονται χωρίς δεύτερη σκέψη τις μεθόδους τους, το διαπιστώνουμε καθημερινά.
Αν τώρα, πλάι στηνυποκρισίαή το ψεύδος βάλλετε και την υπερβολή ή τηνέλλειψη μνήμης, έχετε ανάγλυφο όλο το ψυχολογικό και κοινωνικό τοπίο της πατρίδας μας.
Πρόσφατο παράδειγμα όλων αυτών το τελευταίο κείμενο του Στέφανου Κασιμάτη στα Νέα και οι οργίλες αντιδράσεις που προκάλεσε. Ιδού η επίμαχη φράση για την οποία μάλιστα παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ: ”… Αξιοσημείωτη ειρωνεία ότι με τον θάνατό της η μακαρίτισσα Φώφη προσέφερε στο ΠΑΣΟΚ περισσότερα από όσα είχε προσφέρει με τη ζωή της”.
Τί εννοούσε όμως κατά βάθος ο συχνά πυκνά καθ′ υπερβολήν ”χαριτωμένος” σχολιαστής; Ότι όσο ζούσε η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά, ήταν σταθερά αντικείμενο λοιδοριών και απαξίωσης και από το κόμμα της και από ένα συγκεκριμένο κοινό, ενώ πάλι ο αιφνίδιος θάνατος της αλλά και η πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε, δημιούργησαν ανακλαστικά ένα ρεύμα συμπάθειας προς το ΚΙΝΑΛ. Η ίδια πάλι κηδεύτηκε με πάνδημη συγκίνηση ενώ εξετέθη ακόμη και σε λαϊκό προσκύνημα. Τιμής την οποία δεν θυμάμαι να έτυχε ο σπουδαίος πατέρας της.
Την ημέρα μάλιστα που ανακοινώθηκε ο θάνατος της το ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ διέκοψε την σατιρική εκπομπή του Βουλαρίνου, για να καλύψει την προκύψασα επικαιρότητα. Με τον ίδιο τον Βουλαρίνο – ο οποίος την αποκαλούσε σταθερά ”Ουφώφη” – να θρηνεί για την απώλεια. Και ουδείς των υπευθύνων του σταθμού να τον διαολοστέλνει.
Προς τον Κασιμάτη όμως, ο οποίος απομακρύνθηκε από την Καθημερινή κατ′ ουσίαν λόγω της υψηλής αναγνωσιμότητας των κειμένων του – η ζήλεια των δημοσιογράφων! – και που εξακολουθεί να έχει την κακή όσο και σνομπ συνήθεια να ”τα χώνει” σε όλο το πολιτικό φάσμα, οι κήνσορες εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους.
Κυρίως μάλιστα αυτοί που αμφισβήτησαν εν τοις πράγμασιν την αρχηγό τους διεκδικώντας απ′ αυτή την προεδρία μόλις πριν τρεις μήνες! (Ακόμη κι ο έμπιστος της νεαρός που η εκλιπούσα είχε τοποθετήσει εκπρόσωπο Τύπου). Και που ασκούσαν σκληρή κριτική στο πρόσωπο της από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων της και πριν αποσυρθεί από την κούρσα των προεδρικών εκλογών. Όλοι αυτοί – και ο Γιωργάκης! – έσπευσαν να κατακεραυνώνουν τον Κασιμάτη γιατί δεν σεβάστηκε τη μνήμη της. Η υποκρισία που σας έλεγα.
Από την άλλη σκέφτομαι πως αν η Φώφη Γεννηματά ξεπερνούσε το πρόβλημα της υγείας της και επέστρεφε στην προεκλογική εκστρατεία, αφενός θα σάρωνε και αφετέρου θα γινόταν σαν άλλος Ιούλιος Καίσαρας από τα συντροφικά μαχαιρώματα.
Άρα η δραματική όσο και θεαματική εκδημία της ωφέλησε τα μάλα και το κόμμα και τους διαδόχους της γιατί ξαναέκανε το απαξιωμένο – περιθωριοποιημένο ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ μόδα. Το κατέστησε μοχλό εξελίξεων. Που δεν ήταν τα προηγούμενα χρόνια.
Επί της ουσίας τώρα. Ο τόπος χρειάζεται επειγόντως ένα κεντρώο, ανοιχτό κόμμα, δηλαδή τον χώρο στον οποίο παίζει τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης χωρίς αντίπαλο. Επίσης να επαναπατρίσει τους οπαδούς του Ανδρέα που τους νέμεται τώρα ο κεντροαριστερός (;) ΣΥΡΙΖΑ. Η πληθώρα, πάλι, των υποψηφίων αρχηγών δείχνει είτε… λειψανδρία και έλλειψη μεγεθών, είτε, αντιθέτως, παράταξη που διαθέτει πολυσυλλεκτικότητα και πλούσιο πάγκο. Ίδωμεν…
Για το ντιμπέιτ τώρα. Είχε επίπεδο, μετριοπάθεια, καλά ελληνικά και ποιότητα ομιλητών. Είχε όμως και την αφόρητη πλήξη που προκαλεί η déjà vu πολιτική κορεκτίλα.
Ο φόβος να μην εκτεθούμε κι αυτό το, πολιτικά, ασυγχώρητο ”Μάς τα ’παν κι άλλοι”. Το πιο χαρακτηριστικό δε εξ όλων είναι ότι η απουσία του ΓΑΠ! Ο Φρόιντ το έλεγε Aufhebung. Δηλαδή όταν ο γιός θέλει αλλά δεν μπορεί να ξεπεράσει τον πατέρα του.
Ο κ. Γιώργος Παπανδρέου του Ανδρέα επιστρέφει ξανά και ξανά κληρονομικώ δικαιώματι και χάριτι θεία. Πιστεύοντας ότι δικαιούται να διαδεχθεί την αείμνηστη Φώφη (η οποία ήταν και η ίδια κληρονόμος μεγάλου, πολιτικού επωνύμου) ως γιος του μπαμπά του. Όπως εξάλλου κι ο νυν πρωθυπουργός. Αν όμως έτσι σκέφτεται ο ΓΑΠ, δεν φταίει ο ίδιος αλλά ένας ολόκληρος λαός που δεν έχει ακόμη απαλλαγεί από το σύνδρομο της βασιλείας νομιμοποιώντας αυτή την φαντασίωση (πάλι ο Φρόιντ). Κατά βάθος οι Έλληνες είναι τόσο πιστοί στον θεσμό της ελέω Θεού μοναρχίας όσο και οι υπήκοοι της Ελισάβετ.
Ποιός τώρα ξεχώρισε από το ντιμπέιτ; Σίγουρα όχι τα δύο παιδιά του κομματικού σωλήνα, ο Ανδρουλάκης κι ο άλλος, ο γυμνασιόπαις που φαντασιώνεται ότι είναι αρχηγός. Κι ούτε βέβαια ο Γερουλάνος, άλλος γόνος αυτός, ο οποίος ως δημιούργημα του Γιώργου Παπανδρέου δεν θα έπρεπε να εμφανίζεται τώρα ως ανταγωνιστής του. Τέτοια αχαριστία δεν συγχωρείται. Ο Καστανίδης, τέλος, ήταν αξιοπρεπής αλλά… δεύτερος.
Ποιός μένει; Μόνο ο Ανδρέας Λοβέρδος ο οποίος έχει τα πλεονεκτήματα του Βενιζέλου αλλά όχι την αλαζονεία του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βαρύνεται κι εκείνος από μικροπολιτικά λάθη όταν άσκησε εξουσία. Του έχουν γίνει τα λάθη μαθήματα; Το ότι έχει ωριμάσει πολιτικά συμβαδίζει και την προσωπική του βελτίωση; Μπορεί να αξιοποιήσει θετικά και για τον τόπο την όντως θετική για τον ίδιο συγκυρία;
Ο χρόνος θα δείξει…