Στις τυπικές ή άτυπες συμμαχικές συσπειρώσεις υπάρχει υπόσχεση ενίσχυσης συνδρομής στις αμυντικές ανάγκες των συμβαλλομένων αλλά όχι εγγύηση. Η βαθμίδα ενίσχυσης, επιπλέον, συναρτάται λιγότερο με νομικές δεσμεύσεις και περισσότερο εάν όχι μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και συμφέροντα.
Πρώτον, η συνδρομή σημαίνει ότι οι ένοπλες δυνάμεις και το στρατιωτικό προσωπικό του ενός κράτους θα υποστεί κόστος συμπεριλαμβανομένων θανάτων πολιτών του.
Κάτι τέτοιο απαιτεί το στρατηγικό, οικονομικό και πολιτικό όφελος να είναι αρκετά μεγάλο ούτως ώστε να υπερισχύει του αντίστοιχου κόστους. Ενώ αυτά τα κριτήρια είναι ρευστά ανάλογα με το πώς εξελίσσονται τα τοπικά, περιφερειακά και πλανητικά στρατηγικά δεδομένα η πιθανότητα συνδρομής / ενίσχυσης του κράτους-αποδέκτη αυξάνεται εάν υπάρχουν δεσμεύσεις του κράτους που υπόσχεται να παρέμβει.
Δεύτερον, αυτό το θέμα που αφορά την αξιοπιστία των συμμαχικών δεσμεύσεων έχει σχεδόν εξαντληθεί τόσο βιβλιογραφικά* όσο και ως δημόσιο και διεθνές θέμα όταν επί δεκαετίες εξεταζόταν καθημερινά η δέσμευση των ΗΠΑ να πολεμήσει στην Ευρώπη εάν η τελευταία δεχθεί επίθεση.
Για να γίνει πιο αξιόπιστη η Αμερικανική αποτροπή στην Ευρώπη εγκατέστησε εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες και οπλικά συστήματα. Μολαταύτα, ποτέ δεν σταμάτησαν οι συζητήσεις εξ ου και η μεγάλη βιβλιογραφική και πολιτική/στρατιωτική συζήτηση για τον έλεγχο της κλιμάκωσης και μέχρι που θα μπορούσε φθάσει –και εάν μπορούσε να φθάσει– η Αμερικανική συνδρομή.
Παρίσι – Νέα Υόρκη
Χωρίς να επεκταθούμε αναφέρεται ότι αυτά τα ζητήματα ήταν ο άξονας των Γαλλικών αιτιολογήσεων όταν η Γαλλία προχώρησε στην απόκτηση πυρηνικών όπλων και αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Αναφέρεται η χαρακτηριστική θέση του Ντε Γκολ: «Οι ΗΠΑ δεν θα θυσιάσουν την Νέα Υόρκη για το Παρίσι»εξ ου και το γεγονός ότι οι συμμαχικές συγκλίσεις με τις ΗΠΑ συνεχίστηκαν συνοδεύτηκαν με Γαλλική αυτοδυναμία. Πάντως, υπογραμμίζεται ότι σε αυτή την πολύ χαρακτηριστική περίπτωση το μείζον ζήτημα της συμμαχικής αξιοπιστίας ήταν οι επί τόπου στρατιωτικές δυνάμεις του υποσχόμενου να συνδράμει σε περίπτωση επίθεσης.
Τρίτον, σε όλη αυτή την περίοδο δεκαετιών η στρατηγική βιβλιογραφία και οι καταγεγραμμένες πολιτικές συζητήσεις ποτέ δεν θεώρησαν την συνδρομή ως αυτόματη και δεδομένη επειδή υπήρχε η Συνθήκη της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Στον πυρήνα όλων των συζητήσεων ήταν, μεταξύ άλλων:
α) τα συμφέροντα του υποσχόμενου να συνδράμει στρατιωτικά και πως αυτά τα συμφέροντα εξελίσσονταν σε συνάρτηση με την διεθνή πολιτική και κυρίως τις στρατιωτικές και διπλωματικές σχέσεις με τον απειλητικό κράτος,
β) οι στρατιωτικές δυνατότητες των αποδεκτών της υπόσχεσης για στρατιωτική συνδρομή και η κοινωνικοπολιτική τους δέσμευση στην αποτρεπτική στρατηγική,
γ) η αλλαγή των ευρύτερων στρατηγικών σχέσεων και ο τρόπος που επηρέαζαν τις υφιστάμενες Συνθήκες και τις υποσχέσεις για στρατιωτική συνδρομή,
δ) οι κατευναστικές τάσεις στο επίπεδο των πολιτικών και των μελών της κοινωνίας.
«Better read than dead»
Ως προς το τελευταίο, είναι χαρακτηριστικό πως όταν εκατομμύρια Γερμανοί διαδήλωναν με συνθήματα «better read than dead» λήφθηκε η «διπλή απόφαση» για ανάπτυξη Αμερικανικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς ως απάντηση στους αντίστοιχους Σοβιετικούς και αυτό μάλιστα με πρόταση του τότε καγκελάριου Σμίτ. Το τι ακολούθησε είναι γνωστό. Υπογραμμίζεται μόνο ότι από το 1945 μέχρι και σήμερα ακόμη και για αυτή την πολύ στιβαρή και ιστορικά σημαντική συμμαχία τίποτε δεν ήταν γραμμικό, δεδομένο και εγγυημένο.
Όπως ισχύει και για συμμαχικές συγκλίσεις που δεν είναι συγκροτημένες με Συνθήκη, η αξιοπιστία των υποσχέσεων συνδρομής σε περίπτωση κινδύνου είναι μια υπόθεση που εξελίσσεται διαρκώς ανάλογα με τα συμφέροντα και την αξιοπιστία της ισχύος του δυνητικού αποδέκτη της συνδρομής.
Χωρίς να επεκταθούμε για ένα ζήτημα που αναλύθηκε εκτενώς αλλού* αναφέρεται επίσης ότι το πιο σημαντικό ζήτημα όπως καταμαρτυρείται διαχρονικά. Η αξιοπιστία της συμμαχικής συνδρομής είναι λιγότερο συνάρτηση καταγεγραμμένων νομικών δεσμεύσεων και περισσότερο συνάρτηση στρατηγικών συμφερόντων.
Για να σταθούμε στην σύγχρονη εποχή δύο από τις καταμαρτυρούμενα πανίσχυρες συμμαχικές συγκλίσεις είναι των ΗΠΑ με την Κίνα την δεκαετία του 1970 και των ΗΠΑ με το Ισραήλ από την ίδρυσή του τελευταίου μέχρι σήμερα.
Όταν ΕΣΣΔ και Κίνα αντιπαράθεσαν ένα εκατομμύριο στρατιώτες εκατέρωθεν και ο πόλεμος επίκειτο στην ειδοποίηση της Μόσχας ότι επίκειται πυρηνική επίθεση κατά της Κίνας ο πρόεδρος Νίξον απάντησε με κόκκινο πυρηνικό συναγερμό και μήνυμα ότι «δεν θα επιτρέψει μια τόσο μεγάλη ανακατανομή ισχύος στον πλανήτη» που θα έθιγε τα Αμερικανικά συμφέροντα και θα αναβάθμιζε την Σοβιετική Ένωση. Την ίδια εποχή, είχαμε το «δόγμα Νίξον» που μετέθετε το βάρος περιφερειακών διενέξεων σε τοπικά κράτη.
Η περίπτωση του Ισραήλ
Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι πάντως το Ισραήλ.Η πανίσχυρη συμμαχική σχέση με τις ΗΠΑ δεν στηρίζεται σε καταγεγραμμένες δεσμεύσεις αλλά σε τρεις παράγοντες:
Πρώτον, το Ισραήλ έχει πανίσχυρη αποτρεπτική στρατηγική και στρατιωτική ικανότητα να αντιμετωπίσει υπολογίζεται 2.5 φορές όλους τους αντιπάλους του.
Έχει επίσης πανίσχυρες μυστικές υπηρεσίες –o Νίξον έγραψε ότι η CIA μπροστά στην ΜΙΤ είναι περίπου «παιδική χαρά»– και όπως είναι πλέον φανερό και στους μη ειδήμονες ασκεί στρατηγική εποπτεία στην περιφέρειά του με άτυπες αλλά σημαντικές συγκλίσεις, με αθέατες συναλλαγές με τοπικά κράτη και με μεγάλες δυνάμεις και με αξιώσεις παραχωρήσεων που εδραιώνουν το παράδειγμα του πως ένα κράτος συναλλάσσεται με άλλα κράτη και ιδιαίτερα με τις μεγάλες δυνάμεις.
Η ασφάλειά του και η επιβίωσή του, πάντως, είναι δική του υπόθεση, αυτό το ξέρουν όλοι και οι συμμαχικές συγκλίσεις είναι ενισχυτικές. Σίγουρα ένα σημαντικό κριτήριο της στρατηγικής αξιοπιστίας του Ισραήλ είναι ότι ποτέ δεν κατευνάζει αλλά μόνο αποτρέπει.
Χωρίς να επεκταθούμε άλλο αναφέρεται μια ακόμη περίπτωση στον αντίποδα. Αυτή του Καντάφι. Είναι δύσκολο δύσκολο να μετρήσει κανείς και να καταγράψει πόσες φορές υπέγραψε συνθήκες συμμαχίας ή και ένωσης με άλλα κράτη στην περιφέρειά του αλλά μόλις επέστρεφε στην Λιβύη όλοι τα ξεχνούσαν.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Ενώ δεν υποτιμάται η νομική και εν γένει συμβατική δέσμευση η αξιοπιστία μιας υπόσχεσης συμμαχικής συνδρομής είναι πρωτίστως ζήτημα συμφερόντων όπως είναι και όσον αφορά το κράτος που αναμένει και ελπίζει για συνδρομή ακόμη πιο σημαντικό είναι οι δικές του στρατηγικές ικανότητες που για να είναι αξιόπιστες αποκλείουν κάθε κατευναστική θέση, δήλωση ή ενέργεια.
Τα πιο πάνω αφορούν ευθέως τις συμμαχικές επιλογές της Ελλάδας. Αφού τονιστεί ότι κανείς δεν θα παίρνει στα σοβαρά τα Ελληνικά συμφέροντα εάν κατευνάζει αντί να αποτρέπει τις απειλές επιτάσσεται το Ελληνικό κράτος να θεωρεί τις υποσχέσεις συνδρομής συμπληρωματικές και εν δυνάμει εξελισσόμενες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Είτε είναι τυπικές ή άτυπες συμμαχικές συγκλίσεις με κράτη της Μέσης Ανατολής, με την Γαλλία ή τις ΗΠΑ ή άλλο κράτος, τρία τουλάχιστον ζητήματα συναρτώνται ευθέως με την αξιοπιστία της εθνικής στρατηγικής, την εθνική ασφάλεια και την εξέλιξη των θέσεων και αποφάσεων των άλλων κρατών.
Πρώτον, ως προς αυτό και επειδή διαθέτει επαρκή ισχύ εφαρμόζει άμεσα τα μονομερή κυριαρχικά δικαιώματα που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και οι Συνθήκες όσον αφορά την Αιγιαλίτιδα ζώνη.
Δεύτερον, προεκτείνει αξιόπιστα την άμυνά της στην Κυπριακή Δημοκρατία όπου ζει και πλειοψηφεί το ένα δέκατο του Ελληνισμού και πετάει στην κάλαθο των άχρηστων και επικίνδυνων θέσεων την διζωνική δικοινωτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα που καθιστά όμηρους τον Ελληνισμό εκεί αλλά και το Ελλαδικό κράτος στρατηγικό όμηρο. Οι άλλοι τα ξέρουν αυτά και όσες υποσχέσεις και να δώσουν ο σκοπός τους θα προσαρμόζεται αρνητικά σε κάθε κατευναστικό κατήφορο που αφορά την Ελληνική εθνική ασφάλεια.
Τρίτον, οι τυπικές ή άτυπες συμμαχικές συγκλίσεις και ρήτρες συνδρομής θα έχουν στοιχειώδη έστω αξιοπιστία εάν συμπεριλάβουν δυνάμεις επί τόπου και εάν τα εμπλεκόμενα κράτη ενσωματώνουν τις αποφάσεις στο στρατηγικό τους δόγμα. Εάν επίσης το ενδιαφερόμενο κράτος επιδίδεται στο άθλημα συναλλαγών και συγκλίσεων συμφερόντων σε αμοιβαία επωφελή βάση.
―-
*Τα ζητήματα της αξιοπιστίας των συμμαχιών έχουν αναλυθεί εκτενώς από τον γράφοντα σε πολλά βιβλία, άρθρα και δοκίμια. Αναφέρονται τα εξής βιβλία: Nuclear Strategy and European Security Dilemmas (Gower), ιδ. Κεφ. 1, 10-14 και 21-26. Επίσης στο Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και κατηγοριών κατά της Ευρωπαϊκής ιδέας (Εκδόσεις Οδυσσέα – εξαντλημένο υπό επανέκδοση συμπληρωμένο), ιδ. κεφ. 8.