Τρία χρόνια πριν είχαμε γράψει ένα άρθρο σχετικά με τις μεταβιβάσεις των «κόκκινων» δανείων. Τότε είχαμε αναλύσει σε μορφή ερωταπαντήσεων τα βασικά σημεία της διαδικασίας της πώλησης. Επαναλαμβάνουμε τις ίδιες ερωτήσεις, με τα νέα δεδομένα όπως έχουν αυτά προκύψει από την πρακτική εφαρμογή της νομοθεσίας.
1) Ποια δάνεια μπορούν να μεταβιβαστούν;
Η υιοθέτηση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου το 2015 (νόμος 4354/2015) έγινε αρχικά για τα λεγόμενα ”κόκκινα δάνεια”. Με τον όρο αυτό εννοούμε τα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση καταβολής άνω των 90 ημερών ή των οποίων η εκπλήρωση δεν είναι πιθανή χωρίς τη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεών τους (υποθήκες, ενέχυρα κτλ.).
Ωστόσο δεν είναι μόνο τα ”κόκκινα” δάνεια που μπορούν να μεταβιβαστούν πλέον, αλλά και τα ενήμερα. Αυτή τη δυνατότητα ήρθε να προσθέσει ο νομοθέτης το 2016 (νόμος 4389/2016), όταν και μαζί με τα ”κόκκινα” δάνεια επέτρεψε την πώληση και ενήμερων, τα οποία θα βελτίωναν την εμφάνιση του ”πακέτου δανείων” προς πώληση και ίσως βοηθούσαν στην αύξηση της τιμής του.
Φυσικά, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό δανείων τελικά δεν μεταβιβάζεται με βάση το νόμο του 2015 για τα «κόκκινα» δάνεια, αλλά με ένα νόμο του 2003 για την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων μέσω της τιτλοποίησης. Ο εν λόγω νόμος δε, δεν εισάγει κανένα περιορισμό ως προς τη φύση των μεταβιβαζόμενων δανείων.
2) Ποια η διαδικασία πώλησης των δανείων; Ενημερώνεται σχετικώς ο δανειολήπτης πριν την πώληση του δανείου του;
Η διαδικασία με βάση το νόμο του 2015 είναι σχετικά απλή:
α. εντός 12 μηνών πριν την προσφορά πώλησης θα πρέπει το πιστωτικό ίδρυμα να έχει προσκαλέσει τον καταναλωτή δανειολήπτη με εξώδικη όχληση να διακανονίσει την οφειλή του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας. Δεν είναι απαραίτητο να τον ενημερώσει ότι αν δεν συμφωνήσει σε διακανονισμό θα προχωρήσει σε πώληση του δανείου του.
Η παραπάνω υποχρέωση δεν ισχύει σε περίπτωση που ο δανειολήπτης έχει χαρακτηριστεί μη συνεργάσιμος με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας ή οι απαιτήσεις είναι επίδικες ή ήδη επιδικασθείσες, βρίσκονται δηλ. ήδη εν μέσω δικαστικής διαμάχης.
Η εν λόγω υποχρέωση πλέον και μετά τις αλλαγές του 2018 αφορά μόνο όταν οφειλέτες είναι καταναλωτές.
β. Εφόσον έχει λάβει χώρα η παραπάνω πρόσκληση, καταρτίζεται μια σύμβαση πώλησης μεταξύ της Τράπεζας και της Αγοράστριας (Εταιρείας Απόκτησης Απαιτήσεων).
Η σύμβαση αυτή καταρτίζεται εγγράφως και καταχωρίζεται στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου της έδρας της Τράπεζας (δηλ. αφού σχεδόν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα εδρεύουν στην Αθήνα, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) και ακολούθως η καταχώριση αναγγέλλεται «με κάθε πρόσφορο μέσο» προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές.
Η μεταβίβαση επέρχεται όχι από την αναγγελία στον δανειολήπτη αλλά από την καταχώριση της πώλησης στο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου.
Επομένως, αυτό που έχει αναφερθεί αρκετές φορές, ότι ο δανειολήπτης ενημερώνεται πριν την πώληση και δεν αιφνιδιάζεται, δεν είναι ακριβές.
Ο δανειολήπτης όντως αιφνιδιάζεται, καθότι μπορεί νομίμως να ενημερώνεται ”κατόπιν εορτής” και όχι πριν τη μεταβίβαση. Μάλιστα η ενημέρωση αυτή μπορεί να γίνει και με την επίδοση μιας αγωγής ή μιας διαταγής πληρωμής εκ μέρους της Αγοράστριας, δηλαδή με την έναρξη της δικαστικής διεκδίκησης της απαίτησης.
γ. Η Τράπεζα ωστόσο είναι υποχρεωμένη από τον νόμο για την προστασία των Προσωπικών Δεδομένων να ενημερώσει τον δανειολήπτη το αργότερο αμέσως πριν πραγματοποιηθεί η διαβίβαση των προσωπικών του πληροφοριών από την Τράπεζα στην Εταιρεία Απόκτησης Απαιτήσεων.
Τούτο δεν ορίζεται από τον νόμο για τις μεταβιβάσεις δανείων του 2015, αλλά από τον νόμο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα∙ και εφαρμόζεται ο νόμος αυτός καθότι οι τράπεζες πωλώντας τα δάνεια, είναι υποχρεωμένες να διαβιβάσουν στις αγοράστριες εταιρείες και ένα σύνολο πληροφοριών που συνοδεύουν τα δάνεια αυτά και οι οποίες έχουν σχέση με τη φερεγγυότητα κτλ. του δανειολήπτη.
Με βάση απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η ενημέρωση αυτή, όσον αφορά στα ”κόκκινα” δάνεια, μπορεί να γίνει μαζικά και μέσω του Τύπου.
Ωστόσο: όλα τα παραπάνω και ιδίως η υποχρέωση προγενέστερης πρόσκλησης του καταναλωτή δανειολήπτη για διακανονισμό της οφειλής του, ισχύουν εφόσον η τράπεζα κάνει χρήση του νόμου του 2015 για τη μεταβίβαση των «κόκκινων» δανείων.
Ουδέποτε όμως πλέον γίνεται χρήση αυτού του νόμου, αλλά στη θέση του τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το νόμο του 2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων.
Ένας φυσικά από τους λόγους που γίνεται χρήση του νόμου αυτού είναι και η έλλειψη υποχρεωτικής πρόσκλησης του δανειολήπτη για διακανονισμό της οφειλής του πριν την πώληση.
Επομένως έχουμε το εξής παράδοξο:ψηφίσαμε ένα νόμο μέσα στην κρίση για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων αλλά και για την προστασία του δανειολήπτη, σχεδόν ουδέποτε όμως εφαρμόζεται στην πράξη καθότι υπάρχει ένας νόμος του 2003 πολύ πιο ευνοϊκός για τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής του.
Επομένως με βάση το νόμο για τα «κόκκινα δάνεια» του 2015 το πιστωτικό ίδρυμα πριν την πώληση υποχρεούται να διαπραγματευτεί με τον καταναλωτή δανειολήπτη, με βάση το νόμο του 2003 (για τις τιτλοποιήσεις) όχι.
3) Ποια η τύχη του δανείου όταν πλέον έχει μεταβιβαστεί στη νέα εταιρεία; Η θέση του δανειολήπτη χειροτερεύει;
Το πιο βασικό ερώτημα που πλανιόταν στις σκέψεις των δανειοληπτών σε καθυστέρηση τα πρώτα χρόνια των μεταβιβάσεων των «κόκκινων» δανείων ήταν τι θα αλλάξει μετά την πώληση του δανείου τους.
Το βέβαιο είναι ότι δεν απαλλάσσονται από την πληρωμή της οφειλής τους. Μήπως όμως έρχονται σε χειρότερη θέση; Μήπως η πίεση πλέον πάνω τους θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που ασκούνταν από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα;
Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε αρκετά από τη Βουλή κατά την ψήφιση του σχετικού νόμου για την πώληση των δανείων του 2015 και μάλιστα προβλέφθηκε και ειδική ρύθμιση που αναφέρει κατά λέξη τα εξής:
«Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου».
Αντίστοιχα ο νόμος του 2003, τον οποίο και τελικά κάνουν χρήση τα πιστωτικά ιδρύματα, προβλέπει τα εξής:
«Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το όρθρο αυτό, ……….δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτό πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμoστέες διατάξεις».
Εξάλλου, είτε γίνεται χρήση του νόμου του 2015, είτε του νόμου του 2003, τα δάνεια πλέον τυγχάνουν διαχείρισης από τις ειδικές Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων, οι οποίες, 26 στο σύνολο σήμερα, έχουν συστήσει και σχετική Ένωση («Ένωση Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις»). Ως προς τη συμπεριφορά των εν λόγω εταιρειών, αξίζει να αναφερθούν τα κάτωθι:
– Οι Εταιρείες Διαχείρισης έχουν την επιθυμία να ρευστοποιήσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν τις εμπράγματες εξασφαλίσεις τους (ενέχυρα, προσημειώσεις κοκ) ούτως ώστε να μειώσουν τον χρόνο αποεπένδυσης.
Αυτό τις καθιστά ενίοτε περισσότερο επιθετικές από τα πιστωτικά ιδρύματα, που λόγω και της πληθώρας φακέλων που είχαν να χειριστούν δεν προχωρούσαν με γρήγορους ρυθμούς.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι πλέον ο όγκος των καθυστερούμενων δανείων τελεί υπό διαχείριση όχι μόνο από τα πέντε βασικά πιστωτικά ιδρύματα αλλά και από τις 26 Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων.
Ο όγκος δηλαδή υποθέσεων που παλαιότερα τύγχανε διαχείρισης από πέντε κυρίως εταιρείες (τράπεζες), πλέον εξυπηρετείται από 31 εταιρείες (τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης μαζί).
– Ωστόσο, λόγω της απεμπλοκής των πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι αλήθεια ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης είναι περισσότερο ευέλικτες.
Ανάλογα με το σχέδιο εισπράξεων που έχουν ανά χρονική περίοδο καταρτίσει, ενδέχεται σε συγκεκριμένες περιόδους να εισάγουν ειδικές προτάσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες δανείων με διαγραφή οφειλών μέχρι ορισμένο ποσοστό κτλ.
– Η πρόταση ρύθμισης της Εταιρείας Διαχείρισης, ωστόσο, πρέπει να είναι κατάλληλη και βιώσιμη για τον δανειολήπτη(βλ. πρόσφατη απόφαση Πρωτοδικείου Αθηνών: «Η δε πρόταση της καθʼ ης περί οριστικής διευθέτησης της οφειλής, χωρίς καμία τεκμηρίωση και καταφανώς χωρίς να λαμβάνει επʼ ουδενί υπόψιν τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες της ανακόπτουσας, έγινε προσχηματικά, προκειμένου δηλαδή να τηρηθούν στοιχειωδώς τα στάδια της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών»).
Τυχόν απόρριψη αντιπρότασης του δανειολήπτη οφείλει να είναι αιτιολογημένη, ούτως ώστε να μπορεί να είναι και δικαστικώς ελέγξιμη (βλ. πρόσφατη απόφαση Πρωτοδικείου Αθηνών: «Η αντιπρόταση της ανακόπτουσας απερρίφθη από την καθʼ ης, επίσης άνευ τεκμηριώσεως και χωρίς η καθʼ ης να επανέλθει με νέα πρόταση ή να απαντήσει έστω στις λογικές αιτιάσεις της ανακόπτουσας σχετικά με την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της οφειλής…»).
Επίσης δεν συνάδει με τις βασικές αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας η Εταιρεία Διαχείρισης να απαιτεί οποιαδήποτε χρηματικό ποσό προκαταβολικά πριν εξετάσει το αίτημα ρύθμισης.
4) Δικαιούται ο δανειολήπτης να εξαγοράσει το δάνειο στην ίδια τιμή που θα το πουλήσει η Τράπεζα;
Δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να υποχρεώνει την Τράπεζα να προσφέρει το δάνειο στον δανειολήπτη στην ίδια τιμή που θα το πουλήσει κατόπιν. Αυτό είναι εύλογο γιατί:
α) δεν μπορεί να διαχωριστεί η τιμή πώλησης του κάθε δανείου σε ένα «πακέτο» χιλιάδων δανείων και
β) μια τέτοια δυνατότητα θα προκαλούσε μαζική καθυστέρηση πληρωμών, με σκοπό την εξαγορά των δανείων σε χαμηλή τιμή από τους ίδιους τους μέχρι σήμερα ενήμερους δανειολήπτες.
Τίθεται, ωστόσο, ο σχετικός προβληματισμός από τη σκοπιά της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή. Το 2018 εκδόθηκε σχετική απόφαση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του υπ′ αριθμ. 38ου Πρωτοδικείου της Βαρκελώνης σχετικά με το δικαίωμα του δανειολήπτη για εξαγορά του δανείου του.
Το ερώτημα ήταν αν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχειρηματική πρακτική που συνίσταται στην πώληση των δανείων χωρίς την παροχή στον δανειολήπτη-καταναλωτή της δυνατότητας εξόφλησης της οφειλής με καταβολή του ποσού της πώλησης (του τιμήματος) πλέον τόκων και εξόδων.
Ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου στην πρότασή του, εκτός του ότι έκρινε ότι η εν λόγω επιχειρηματική πρακτική δεν μπορεί να ελεγχθεί με βάση τις σχετικές διατάξεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δεν θεώρησε ότι τίθεται ζήτημα ελάττωσης των εγγυήσεων για τον καταναλωτή, καθότι τα συμβατικά του δικαιώματα δεν αλλοιώνονται με την πώληση του δανείου.
Το γεγονός, αναφέρει, ότι η πώληση ευνοεί ”αρπακτικά κεφάλαια” τα οποία ενεργούν κερδοσκοπικά, καθόσον πραγματοποιείται έναντι πολύ χαμηλού ή και αμελητέου τιμήματος σε σχέση με την αρχική οφειλή, δεν συνδέεται με το περιεχόμενο των συμβατικών υποχρεώσεων του δανειολήπτη, οι οποίες παραμένουν αναλλοίωτες ως έχουν. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
* Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert, είναι Δικηγόρος Αθηνών, εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com).