Κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, που αντιμετωπίζουν ισχυρές ενδείξεις ότι η πανδημία του κορονοϊού έχει διευρύνει το χάσμα πλούτου καθώς και τις οικονομίες που καταστρέφονται, έχουν επεκτείνει τα δίχτυα κοινωνικής ασφάλειας και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν ήδη αρχίσει να διερευνούν πιο τολμηρούς τρόπουςαντιμετώπισης των οικονομικών ανισοτήτων.
Τεράστιες ενέσεις φορολογικών και χρηματικών κινήτρων και ιδέες, όπως οι εφάπαξ φόροι στους πλούσιους με ταυτόχρονη εισοδηματική στήριξη για τους φτωχούς, πιθανώς θέτουν τις βάσεις για τη μεγαλύτερη αλλαγή ισότητας από τότε που ανέκυψαν γενναιόδωρα κράτη πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Η θετική πλευρά της πανδημίας είναι ότι ίσως υπάρχει μια ευκαιρία να επανεξετάσουμε και να επαναδιαπραγματευτούμε το κοινωνικό συμβόλαιο», δήλωσε ο Φρανσίσκο Φερέιρα, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Ανισοτήτων στο London School of Economics (LSE).
Τα προγράμματα ανάκαμψης έχουν θέσει πολλές μεγάλες οικονομίες στην πορεία της γρήγορης επανόδου μετά από ένα φρικτό 2020, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 6% φέτος, ποσοστό που δεν έχει καταγραφεί από τη δεκαετία του 1970.
Αλλά πίσω από αυτόν τον ενθαρρυντικό αριθμό, οι διαφορές διευρύνονται.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μία από τις λίγες χώρες που παρέχουν τόσο εκτεταμένα εθνικά οικονομικά δεδομένα, τα στοιχεία του Απριλίου έδειξαν ότι η ανεργία μεταξύ των λευκών μειώθηκε από 14,1% πριν από ένα χρόνο σε 5,3% φέτος. Η ανεργία στους αφροαμερικανούς, αντίστοιχα, μειώθηκε μόνο από 16,7% σε 9,7%.
Μια έκθεση του Μαρτίου για το χάσμα μεταξύ των φύλων από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (ΠΟΦ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα χρειαστούν κατά μέσο όρο 135,6 χρόνια για να φτάσουν οι γυναίκες να είναι ίσες με τους άνδρες σε μια σειρά παραγόντων όπως οι οικονομικές ευκαιρίες και η πολιτική εξουσία.
Πρόκειται για μια αύξηση 36 ετών σε σχέση με την εκτίμηση των 99,5 ετών στην προηγούμενη αντίστοιχη έκθεση του ΠΟΦ για το 2020.
Εν τω μεταξύ, η κυριαρχία των ανεπτυγμένων χωρών στην πρόσβαση στα εμβόλια κατά του κορονοϊού, μέσω των οποίων αίρονται οι περιορισμοί και επανεκκινούν οι οικονομίες, οδήγησε σε επείγουσες προειδοποιήσεις ότι οι ανισότητες μεταξύ πλούσιων και φτωχών εθνών θα αυξηθούν.
Νέες οικονομικές πολιτικές (;)
Η πανδημία έχει τονίσει τις υπάρχουσες ανισότητες – για παράδειγμα, οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι στον τομέα των υπηρεσιών πλήττονται περισσότερο από τα lockdown – ωστόσο εμφανίζονται ορισμένα σημάδια μιας πιο αποφασιστικής πολιτικής για την αντιμετώπισή τους.
«Ενα σημαντικό μέρος όπου αυτό συμβαίνει πραγματικά είναι οι ΗΠΑ, όπου η κυβέρνηση Μπάιντεν αποτελεί ένα σοβαρό ″διάλειμμα″ από το παρελθόν», σύμφωνα με τον Φερέιρα.
Το Αμερικανικό Σχέδιο για τις Οικογεένειες ύψους 1,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων αναμένεται να γλιτώσει πάνω από 5 εκατομμύρια παιδιά από τη φτώχεια και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, προτάσεις για οικογενειακές και ιατρικές άδειες.
Η πίεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ για έναν παγκόσμιο μίνιμουμ εταιρικό φόρο τουλάχιστον 15% κερδίζει επίσης εκτεταμένη απήχηση.
Οι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν την αποχώρηση από την εποχή της «μικρής κυβέρνησης» των Ρέιγκαν-Θάτσερ, που κυριάρχησε στον τρόπο σκέψης των χρηματοπιστωτικών αγορών για πολλές δεκαετίες.
Το ΔΝΤ σκοπεύει να λάβει καλύτερα υπόψη τους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, την ανισότητα και τα δημογραφικά στοιχεία στις οικονομικές του εκτιμήσεις. Εχει παροτρύνει τις προηγμένες οικονομίες να χρησιμοποιήσουν προοδευτική φορολογία για να μετριάσουν τις ανισότητες – συμπεριλαμβανομένων αυτών που ″φωτίζονται″ από την COVID-19 – την ώρα που στοιχεία της Oxfam (μη κερδοσκοπικό κίνημα κατά της φτώχειας) δείχνουν ότι οι δισεκατομμυριούχοι του κόσμου έγιναν πλουσιότεροι κατά 3,9 τρισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ Μαρτίου και Δεκεμβρίου 2020.
Μια πιο ριζοσπαστική αναδιανομή του πλούτου, με ένα καθολικό βασικό εισόδημα (UBI), αποκτά επίσης ένα νέο ενδιαφέρον, με την Ουαλία να διερευνά ήδη μια ενδεχόμενη πιλοτική εφαρμογή του. Το πρόγραμμα αυτό δοκιμάστηκε στη Φινλανδία το 2017.
«Υπάρχει μια κατεύθυνση, η οποία κινείται προς το μοντέλο UBI», τόνισε ο Μάικ Σάβατζ, συγγραφέας του The Return of Inequality (μτφ. Η επιστροφή της Ανισότητας). «Νομίζω ότι η COVID θα αυξήσει το ενδιαφέρον για το UBI ως προοπτική» εκτίμησε.
Οι κεντρικές τράπεζες – οι οποίες έχουν προσπαθήσει να ανατρέψουν την κριτική σε βάρος τους ότι μέσω προγραμμάτων αγοράς ομολόγων έχουν επιδεινώσει τις ανισότητες, αυξάνοντας τις τιμές των σπιτιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων σε βαθμό απαγορευτικό για πολλούς – δείχνουν τώρα ένα πιο ξεκάθαρο ενδιαφέρον για κοινωνικά ζητήματα.
Η απειλή του λαϊκισμού
Το αν κάτι από αυτά θα ισοδυναμεί με πραγματική αλλαγή είναι συζητήσιμο. Η άνοδος των αποδόσεων κρατικών ομολόγων φέτος υποδηλώνει ότι οι αγορές τείνουν σε μια ορισμένη μετατόπιση μακριά από τη λιτότητα, αλλά τίποτα περισσότερο.
Ωστόσο, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ένα τέτοιο status quo θα μπορούσε να αποδειχθεί πολιτικά μη βιώσιμο.
«Μια κρίση μπορεί να αποτελεί ένα σημείο καμπής αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε εάν οι βαθυστόχαστες πολιτικές θα είναι μεταμορφωτικές», ανέφερε η Τίνα Φόρνταμ, επικεφαλής της παγκόσμιας πολιτικής στρατηγικής στη συμβουλευτική εταιρεία Avonhurst.
«Αλλά αν δεν χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία που παρουσιάζεται από την υγειονομική κρίση για να ανοικοδομήσουμε καλύτερα, τότε θα πρέπει να ανησυχούμε πολύ για την αναβίωση του λαϊκισμού που δεν περιορίζεται στους επόμενους 12 μήνες αλλά θα επεκταθεί τουλάχιστον στους επόμενους ένα-δύο εκλογικούς κύκλους», πρόσθεσε.
Η αυξανόμενη ανισότητα αναφέρεται συνήθως ως παράγοντας πίσω από τον αυξανόμενο λαϊκισμό από την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και ήταν αυτή που οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στις διαμαρτυρίες του Black Lives Matter που ξέσπασαν πέρυσι.
Θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει κεντρικό σημείο στην πιο κομβική εκλογική αναμέτρηση της Ευρώπης φέτος, στις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Οι υποσχέσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού και πιθανή φορολόγηση του πλούτου αποτελούν μέρος της συζήτησης, όπως και οι αυξανόμενες τιμές των κατοικιών.
Ομως, ενώ μια κρίση μπορεί να γίνει καταλύτης για αλλαγή, το μέγεθος της απογοήτευσης είναι μεγάλο από τις προηγούμενες συζητήσεις για πιο περιεκτικές μορφές καπιταλισμού που έχουν επιφέρει λίγα απτά αποτελέσματα.
Η δεξαμενή σκέψης Resolution Foundation επιμένει ότι η Βρετανία, που επικρίθηκε για τα σχέδια «αναβάθμισης» της οικονομίας της με έργα αστικής ανανέωσης εκτός Λονδίνου ύψους 830 εκατομμυρίων λιρών, δεν έχει σχέδιο αντιμετώπισης των μακροπρόθεσμων προκλήσεων.
Ομοίως, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσο το σχέδιο των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τη δημιουργία μιας πιο ανθεκτικής οικονομίας θα διασφαλίσει ότι τα πλούσια και φτωχά έθνη του μπλοκ δεν θα αποκλίνουν περαιτέρω.
Η Ελλα Χότζα, ανώτερη διευθύντρια επενδύσεων στην Pictet Asset Management, διεμήνυσε ότι ενώ τα μέτρα που πρότεινε ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, για την αντιμετώπιση της ανισότητας είναι ενθαρρυντικά, «μια βαριά δόση προσοχής» είναι δικαιολογημένη επειδή η Ιταλία έχει δυσκολευτεί να μεταρρυθμίσει την οικονομία της στο παρελθόν.
Η Φόρνταμ είπε ότι οι αρχές πρέπει να λάβουν υπόψη τόσο την ευκαιρία να μεταρρυθμίσουν όσο και την επιτακτική ανάγκη να το πράξουν.
Διαφορετικά, «απλώς φυτεύουμε σπόρους που θα επιστρέψουν για να μας στοιχειώσουν σε 5-10 χρόνια», κατέληξε.