Η επίσκεψη του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών στην Τουρκία σκοπό είχε να εξυπηρετήσει τη διακηρυγμένη θέση περί της ανάγκης ύπαρξης ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Αν μη τι άλλο, οι κοινές δηλώσεις μετά τη συνάντηση δεν συνάδουν με τον επιδιωκόμενο στόχο.
Πέρσι για ένα περίπου εξάμηνο, στην ιστορική εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, προστέθηκε μία ακόμη κρίση.
Παρά την επιτυχημένη, επί του πεδίου διαχείρισή της, υπήρξαν εγχώριες και εξωχώριες προτροπές για την αμ′ έπος αμ′ έργον επανέναρξη των διερευνητικών επαφών και της προσπάθειας αποκατάστασης των διμερών σχέσεων σε ανώτατο επίπεδο.
Δίχως να έχουν ουσιαστικά αλλάξει οι τουρκικές στοχοθεσίες, καταλήξαμε στη μάλλον βιαστική –από διπλωματικής σκοπιάς- συνάντηση του Νίκου Δένδια και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Στην κοινή συνέντευξη τύπου δημοσιοποιήθηκε με τον πιο εμφατικό τρόπο το χάσμα που υπάρχει σε διμερές επίπεδο, σχετικά με τη θεματολογία και τον τρόπο εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Να υπενθυμίσουμε ότι την 30η Μαρτίου το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας συνεδρίασε και οι αποφάσεις του αφορούσαν τα ζητήματα που προκάλεσαν την δημόσια αντιπαράθεση Δένδια – Τσαβούσογλου.
Επίσης, την προηγούμενη εβδομάδα έλαβε χώρα το γνωστό περιστατικό του ορθοστατικού εμπαιγμού της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν από την τουρκική πολιτειακή ηγεσία.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: πώς συνάδουν οι αποφάσεις του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, το περιστατικό με την Ευρωπαία αξιωματούχο και την καταδίκη του από πολλούς εταίρους στην ΕΕ, η αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης με τις συνομιλίες του Έλληνα Υπουργού στην Άγκυρα και την εμβόλιμη συνάντησή του με τον Τούρκο Πρόεδρο;
Όσοι γνωρίζουν τα βασικά από τη διπλωματική πρακτική κατανοούν πως η ελληνική απόφαση για συνάντηση των υπουργών των δύο χωρών σε χρονικό διάστημα λιγότερο των δύο εβδομάδων από τα προαναφερθέντα συμβάντα -ακούσια- λειτούργησε υπέρ των τουρκικών δικαιολογιών, αποφάσεων και πρακτικών.
Οι τοποθετήσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών προέκυψαν λόγω αυτών που ειπώθηκαν κατ’ ιδίαν και εξ αιτίας της πρωτολογίας του Τούρκου ομολόγου του, ο οποίος ουσιαστικά μας πληροφορούσε πως ο διάλογος (θα) είναι εφ’ όλης της ύλης και πως αμφότερες οι πλευρές δίδουν προτεραιότητα στις πολιτικές έναντι των νομικών μεθόδων ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Η αντίδραση του Έλληνα πολιτικού ενδεχομένως να μην ήταν αναμενόμενη, ήταν όμως εύστοχη, τεκμηριωμένη και κυρίως δόθηκε στον κατάλληλο τόπο και χρόνο, προσδιορίζοντας και το πλαίσιο συνέχειας των διερευνητικών και γενικότερα των διμερών επαφών.
Εν γένει η συνάντηση ήταν μάλλον διπλωματικά πρόωρη, απόρροια των προτροπών κυρίως ευρωπαϊκών αλλά και εγχωρίων κύκλων, και εν τέλει οδήγησε στην εύλογη δημόσια απορριπτική τοποθέτηση του Νίκου Δένδια στις τουρκικές αιτιάσεις.
Όσον αφορά τις επιχώριες παροτρύνσεις για την διάσωση, ανάταξη και συνέχιση υπό οποιοσδήποτε προϋποθέσεις και συνθήκες των περιβόητων δίαυλων επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, παρατηρείται το τελευταίο διάστημα μία αξιοπρόσεκτη επιστράτευση, πολιτική , δημοσιογραφική και ακαδημαϊκή.
Σε πρόσφατο άρθρο του πρώην υπουργός, του κυβερνώντος κόμματος επικαλέστηκε τον Κων/νο Καραμανλή τον πρεσβύτερο για να δικαιολογήσει την ανάγκη μίας διαρκούς διαπραγμάτευσης με την Τουρκία.
Παραθέτει μάλιστα και μέρος από ομιλία του Κων/νου Καραμανλή στη βουλή το Δεκέμβριο του 1977: «Θέλω να πω σε εκείνους που διατυπώνουν επιφυλάξεις ως προς την σκοπιμότητα διαλόγου με την Τουρκία, ότι για την επίλυση των διεθνών διαφορών δεν υπάρχουν παρά τρεις τρόποι: η διαπραγμάτευση, η διαιτησία και ο πόλεμος».
Στο άρθρο του ο πρώην υπουργός σωστά επισημαίνει ότι η τότε κυβέρνηση ενίσχυσε αποφασιστικά τις στρατιωτικές ικανότητες της χώρας στα πλαίσια της στρατηγικής αποτροπής προς την Τουρκία.
Ως προς την ιστορική συγκυρία της ομιλίας είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι: το 1977 δεν υπήρχε το δίκαιο της θάλασσας του 1982, οι τουρκικές αιτιάσεις ήταν σαφώς πιο περιορισμένες, η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της ΕΟΚ και είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η Σοβιετική Ένωση ήταν υπαρκτή και κραταιά, ενώ η χρονική περίοδος της ελληνοτούρκικης κρίσης ήταν τότε μόλις τρία χρόνια.
Συνεπώς, η ιστορική αναγωγή που επιχειρείται στο άρθρο είναι μάλλον έωλη και δύσκολα δύναται κάποιος να υποστηρίξει ότι ο Κων/νος Καραμανλής θα ήταν υπέρ ενός ατέρμονου και συνεχώς διευρυνόμενου -ως προς τη θεματολογία- διαλόγου με τη γείτονα για ζητήματα που άπτονται της ελληνικής κυριαρχίας.
Ακολούθως, τόσο ο Κ. Καραμανλής όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου -τον οποίο επίσης αναφέρει- υιοθέτησαν στρατηγικές αποτροπής έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού –λόγω και έργω- όχι μόνο εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, αλλά και για τις περιοχές που αποτελούν τμήματα της δυνάμει ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Επομένως, οι επιλεκτικές αναφορές από το μακρινό 1977 καταδεικνύουν μάλλον το αδιέξοδο της συγκεκριμένης προσέγγισης, στο βαθμό που αναζητούν νομιμοποίηση στις κυρίαρχες πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η προσπάθεια ιστορικής ανατίμησης της εκλιπούσας και αλυσιτελούς –ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις- «στρατηγικής του Ελσίνκι», συνοδευόμενη από παραινέσεις υιοθέτηση μίας αντίστοιχης στρατηγικής από την παρούσα κυβέρνηση.
Το παράδοξο λοιπόν που αναφέρεται στην επικεφαλίδα έγκειται στο ότι η πρόωρη και μάλλον εσφαλμένη επίσκεψη του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών στην Τουρκία -στο βαθμό που νομιμοποίησε επίκαιρες πρακτικές και αιτιάσεις της Άγκυρας- εξελίχθηκε σε δημοσία αντιπαράθεση, αλλά και δέσμευση της Ελλάδας σχετικά με το περιεχόμενων των διμερών επαφών.
Είθε, η συγκεκριμένη προσέγγιση να συνεχιστεί, διότι η Τουρκία εκλαμβάνει την καλή πρόθεση ως αδυναμία ή ευκαιρία και αντιλαμβάνεται την ισχύ ως τον μόνο προσδιοριστικό παράγοντα της κρατικής συμπεριφοράς.