Στο επίκεντρο της πανδημίας και της αγωνίας μας να απαλλαγεί η χώρα το ταχύτερο από τις πολλαπλές της επιπτώσεις, δύο νέα θέματα ήρθαν να προστεθούν στην καθημερινότητα και εν πολλοίς να καθορίσουν την ημερήσια διάταξη του δημόσιου λόγου: το κίνημα #metoo και το κίνημα αλληλεγγύης σε φυλακισμένο στέλεχος της 17 Νοέμβρη, καταδικασμένου για πολλαπλές δολοφονίες, που προκειμένου να προωθήσει συγκεκριμένο δικαίωμά του – το οποίο κατά την άποψή του και την αντίστοιχη των αλληλέγγυων παράνομα του στερεί η πολιτεία – χρησιμοποιεί την απεργία πείνας, κατ’ αρχήν, ως μέσον άσκησης πίεσης.
Κατ’ αρχήν, διότι η ενέργεια αυτή θέτει σε κίνηση έναν μηχανισμό άσκησης πίεσης στο κράτος δικαίου με πολύ διαφορετικά μέσα, όπως λ. χ. επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα και αστυνομικά όργανα, συγκεντρώσεις υπογραφών, διαδηλώσεις αλληλέγγυων με πρωτόγνωρα εμφυλιοπολεμικά συνθήματα, συζητήσεις στη Βουλή, αντιπαραθέσεις στα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταλήψεις σε πανεπιστήμια, απειλές από συνηγόρους ότι θα κινδυνεύσει η δημόσια τάξη αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημα του κρατουμένου.
Απαγωγές και ομηρίες – για να θυμηθούμε την εποχή στην οποία παραπέμπουν τα συνθήματα των αλληλέγγυων – δεν έχουμε προς το παρόν, αλλά αν ο «αγώνας» το απαιτήσει και η συγκυρία το επιτρέψει, κανείς δεν ξέρει.
Σε ό,τι αφορά το κίνημα #metoo, είναι ακόμη νωρίς για μια αποτίμηση των θετικών και των αρνητικών του, ωστόσο διαφαίνεται ήδη μια επιθετική έκφραση συσσωρευμένου μίσους που υπήρχε στους κόλπους της ελληνικής βιομηχανίας θεάματος εναντίον συγκεκριμένων προσώπων είτε για τις φερόμενες στις καταγγελίες πρακτικές τους, είτε για άλλους λόγους, είτε και για τα δύο μαζί.
Άλλωστε οι εμφύλιοι στο ΣΕΗ έχουν παρελθόν και οι επίλογοί τους γράφονται ενίοτε με αίμα, όπως μας θυμίζει ο αξέχαστος Μάνος Ελευθερίου.
Μπορεί μεν η επιλογή της πολιτικής ηγεσίας, κυβερνητικής και λοιπής, να παραλείπει στις δηλώσεις που κάνει για τα ζητήματα αυτά την μετοχή «φερόμενα» για τα συμβάντα που περιλαμβάνουν οι καταγγελίες, αλλά η σπουδή να θεωρηθούν ως γεγονότα τα καταγγελλόμενα πριν ακόμη αποφανθεί η δικαιοσύνη για την εγκυρότητά τους, ενδέχεται να μην έχει μόνον θετικές συνέπειες για τους οργανισμούς που εκπροσωπούν.
Αργά ή γρήγορα, όπως έγινε και σε άλλες χώρες, θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να θυμηθούν τη χρήσιμη αυτή μετοχή, όταν καταγγελθούν πρόσωπα με κάποιον σημαντικό ρόλο στις συλλογικότητες που εκπροσωπούν και όπου το «άδειασμα» δεν θα είναι τόσο εύκολο.
Το κίνημα #metoo στις ΗΠΑ, άλλωστε, άρχισε να χάνει τη δυναμική του όταν εμφανίστηκαν στο προσκήνιο αποδεδειγμένα ψευδείς καταγγελίες, όταν γυναίκες που είχαν πρωτοστατήσει στις καταγγελίες εναντίον του Harvey Weinstein προέκυψε ότι είχαν οι ίδιες ανάρμοστες σεξουαλικές σχέσεις με νεαρά αγόρια, και τέλος όταν κάποιες από τις γυναίκες που αρχικά είχαν δηλώσει ότι οφείλουμε να πιστεύουμε a priori τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν όταν αυτές καταγγέλλουν, αργότερα δεν εφάρμοσαν οι ίδιες αυτόν τον κανόνα και σιώπησαν όταν άλλες γυναίκες κατήγγειλαν κακοποίηση από πρόσωπα του πολιτικού χώρου στον οποίο ανήκαν και οι σιωπούσες.
Βεβαίως η εξέλιξη του #metoo στις ΗΠΑ δεν προεξοφλεί την πορεία του στην Ελλάδα και οφείλει κανείς να είναι προσεκτικός στις προβλέψεις του.
Άλλωστε η δυναμική αυτού του κινήματος εμφανίζεται πολύ διαφορετική σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ινδία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, ο Καναδάς, η Αυστραλία κ.α.
Επομένως κανείς δεν είναι αυτή τη στιγμή σε θέση να προβλέψει την πορεία του κινήματος και τις επιπτώσεις που αυτό θα έχει στη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς γύρω από τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων – και των φύλων εν γένει.
Διαφορετικά είναι τα πράγματα σε σχέση με την ωραιοποίηση και την εξιδανίκευση της πολιτικής βίας.
Με τον όρο αυτόν εννοούμε κάθε μορφή βίας που τοποθετείται εκτός των πλαισίων της νομιμότητας και που ξεκινά από καταλήψεις – οι οποίες εξ ορισμού συνιστούν άσκηση βίας, εφόσον οι καταληψίες δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν άδεια για την παρεμπόδιση της λειτουργίας του οργανισμού που καταλαμβάνουν – περνούν μέσα από τις απειλές κατά προσώπων ή οργάνων, τις βόμβες μολότωφ και τα καδρόνια, για να καταλήξουν στην αφαίρεση ζωής: στη δολοφονία προσώπων.
Όλες αυτές οι διαφορετικές μορφές βίας έχουν ένα κοινό στοιχείο: την ακύρωση των κανόνων λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και την εκδήλωση συμπεριφορών αντίθετων από εκείνες που οι εν λόγω κανόνες επιτρέπουν ή επιβάλλουν.
Από αυτούς που τις εκδηλώνουν, αλλά και από εκείνους που τις επικροτούν ή τις ενθαρρύνουν, οι συμπεριφορές αυτές ονομάζονται «αγώνας». Γι αυτούς οι καταλήψεις είναι «αγώνας», το ίδιο και οι μολότωφ, οι απειλές και οι ξυλοδαρμοί, η καταστροφή περιουσιών των «βολεμένων». Σύμφωνα με αυτή τη λογική η 17 Νοέμβρη έκανε «αγώνα» δολοφονώντας ανθρώπους, ενώ τα μέλη της ήταν πεπεισμένα για τον «αγωνιστικό» χαρακτήρα των ενεργειών τους.
Στον ψυχικό κόσμο ενός ατόμου που εκτελεί δεκάδες ανθρώπους, όχι με σκοπό τη ληστεία ή την εκδίκηση από προσωπικά μίση και πάθη, ούτε στα πλαίσια κάποιου «συμβολαίου» θανάτου με τρίτους για την είσπραξη αμοιβής, αλλά επειδή η οργάνωση στην οποία ανήκει έχει αξιολογήσει τα θύματα ως πρόσωπα που είτε οφείλουν να πεθάνουν για να πληρώσουν με αυτό «αντιλαϊκές» πράξεις τους, είτε οφείλουν να πεθάνουν διότι ο θάνατός τους προωθεί την «υπόθεση» – τους στόχους του «κινήματος» – οι δολοφονίες είναι νομιμοποιημένες, ανεξάρτητα από πώς αξιολογούνται οι πράξεις αυτές από τη σκοπιά της «αστικής» δικαιοσύνης, την οποία ούτως ή άλλως αμφισβητούν θεωρητικά και εμπράκτως.
Το «κίνημα» έχει ουσιοκρατική δομή: όλα επιτρέπονται και όλα είναι «αγώνας», όταν προωθούν τον επαναστατικό στόχο, που είναι η ανατροπή του staus quo, ή έστω η δημιουργία ανασφάλειας στους υποστηρικτές του μέσω του τρόμου που προκαλούν οι δολοφονίες.
Το ερώτημα, επομένως, δεν είναι γιατί ηUlrike Meinhof ή ο Andreas Baaderδεν αναστοχάστηκαν ποτέ, όσο ζούσαν, σχετικά με την αξία ή την απαξία των πράξεών τους. Απλώς δεν προέκυψε εσωτερική ανάγκη αναστοχασμού.
Γι αυτούς και τους ομοϊδεάτες τους, ο αναστοχασμός θα σήμαινε ότι «έσπασαν», ότι «λύγισαν». Και σε έναν επαναστάτη το λεξιλόγιο αυτό είναι απαγορευμένο. Αλλού είναι το πρόβλημα.
Τι είναι εκείνο που κάνει νέους ανθρώπους, πολύ περισσότερο νέους που ανήκουν στη νεολαία ενός δυνάμει κυβερνητικού κόμματος, να πιστεύουν ότι ένας καταδικασμένος σε ισόβια για δολοφονίες συμπολιτών του με πολιτικά κίνητρα – τις οποίες δεν αμφισβήτησε – είναι «αγωνιστής»;
Με ποιους άλλους «αγωνιστές» τον εξομοιώνουν και γιατί η τόσο συχνή επίκληση σε συμβάντα και γλώσσα της δεκαετίας του 40; Ποια δράση, ποιων ανθρώπων εκείνης της εποχής θυμίζουν στους αλληλέγγυους οι δολοφονίες του καταδικασμένου;
Ευθύνες για την πολιτική διαπαιδαγώγηση των κομματικών νεολαιών, αλλά και των νέων ευρύτερα, δεν έχουν μόνον οι κομματικοί οργανισμοί στους οποίους αυτοί πρόσκεινται, αλλά το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του.
Οι νεολαίοι που βλέπουν την 17 Νοέμβρη ως επαναστατική οργάνωση και τα μέλη της ως «αγωνιστές» χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο του εμφυλίου, κατοχικού και μεταγενέστερου, διότι η φαντασιακή μεταφορά στην εποχή εκείνη και η αντιπαράθεση με τους όρους της επιτρέπει την εξιδανίκευση των δολοφονιών σε «αγώνα», όπως τότε. Το «ξεπάστρεμα» της αντίδρασης και των «προδοτών» δεν ήταν δολοφονίες, ήταν «αγώνας» για έναν καλύτερο κόσμο.
Ποιος ευθύνεται, όμως, για την επικράτηση μιας τόσο βολικής για την τρομοκρατία της μεταπολιτευτικής περιόδου – από την οποία σύμφωνα με μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου δεν τρομοκρατήθηκε κανένας, ενώ απλώς κάποιοι «δεξιοί» ταλαιπωρήθηκαν – εικόνα του παρελθόντος, όπου οι «αγωνιστές» όταν δολοφονούσαν απλά έκαναν αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής και του κατοχικού κράτους;
Υπάρχει στη χώρα αυτή μείζον ζήτημα πολιτικής και ιστορικής παιδείας, και είναι αυτό που κρύβεται πίσω από τις πολυπληθείς συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις των αλληλέγγυων εν μέσω πανδημίας στο κέντρο της Αθήνας και η αναβίωση της γλώσσας του εμφυλίου.
Η ταύτιση των ιδεολογικών οπαδών του καταδικασμένου σε ισόβια μέλους της 17 Νοέμβρη με τον «αντισυστημικό» ήρωά τους, δεν διαφέρει επί της αρχής από την ταύτιση της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς με τους «αγωνιστές» που εξαφάνιζαν «αντιδραστικούς» στην κατοχή ή κατέβαιναν από το Μπούλκες για να επιτεθούν στον σταθμό Χωροφυλακής της Πυρσόγιαννης.
Και στις δύο περιπτώσεις αυτός που δολοφονεί θέλει να τιμωρήσει τα στηρίγματα του υπαρκτού κόσμου και αγωνίζεται να φέρει έναν καλύτερο.
Το τραγικό στην όλη υπόθεση είναι ότι τους «αγώνες» αυτούς της Αριστεράς της δεκαετίας του 40 τους έχει αναγνωρίσει και τιμήσει η απέναντι πλευρά, η συντηρητική και η σοσιαλδημοκρατική παράταξη μετά τη μεταπολίτευση.
Ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε θεσμικά η «εθνική συμφιλίωση» στη δεκαετία του 80 εξομοίωσε τις δύο πλευρές του εμφυλίου – εκείνους που υποστήριξαν ένοπλα την κοινοβουλευτική δημοκρατία και εκείνους που επεδίωξαν την ανατροπή της και την εγκαθίδρυση μιας κομμουνιστικής δικτατορίας – ως προς τους στόχους, τις μεθόδους και την πολιτική ηθική.
Η εξομοίωση αυτή αποτέλεσε μεγάλη ιδεολογική νίκη της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, τις συνέπειες της οποίας ζούμε εδώ και δεκαετίες.
Η μεταφορά στο παρελθόν, συνεπώς, δεν είναι εμμονή. Είναι η επιλογή ενός πιο ευνοϊκού γηπέδου για την ιδεολογική αντιπαράθεση, εφόσον η «εθνική συμφιλίωση» επέτρεψε αυτήν επιλογή. Η οποία με τη σειρά της ακυρώνει την εθνική συμφιλίωση.
Ας είμαστε, λοιπόν, πιο επιεικείς με τους αλληλέγγυους της νέας γενιάς που μπερδεύουν τους αγώνες και τους αγωνιστές. Εμείς τους αφήσαμε να μπερδευτούν, αποφεύγοντας να μιλήσουμε μέσω του σχολείου για τους αγώνες και τους «αγώνες» του παρελθόντος και του παρόντος. Ας προσέχαμε περισσότερο.