Κυρίως από το πραξικόπημα του 2015 και έπειτα, η Τουρκία υπό την διοίκηση Ερντογάν, δημιουργεί εμπλοκές στην Βόρεια Αφρική, στην Μέση Ανατολή, φθάνοντας μέχρι τον Καύκασο.

Και στην αντιμετώπιση της Τουρκίας, αποτυπώνονται οι καταδίκες δια συμπερασμάτων από την ΕΕ η οποία συνεχίζει να διαμορφώνεται από τον διακυβερνητικό χαρακτήρα των επιμέρους εθνικών συμφερόντων.

Από την άλλη πλευρά, στην Ουάσιγκτον, παρά το ότι βρισκόμαστε στην νέα περίοδο της Διοίκησης Μπάϊντεν, λόγω και των καταλοίπων των εκλογών του Νοεμβρίου και όσων ακολούθησαν, ο υπερατλαντικός παράγοντας απλά παρακολουθεί, ενώ το καθεστώς Πούτιν χρησιμοποιεί την Τουρκία για να πλήξει καταρχήν την ΕΕ και να προωθήσει τα συμφέροντα της όχι κατ’ ανάγκη με υπεύθυνο τρόπο, στην Λιβύη, στην Συρία, στην σύγκρουση Αζέρων-Αρμενίων.

Ο επεκτατικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας δεν στρέφεται μόνον κατά της Ελλάδος και της Κύπρου, αλλά διατρέχει την αποσταθεροποιητική του διάσταση στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή, εκπέμποντας τα ανάλογα μηνύματα.

Απέναντι σε αυτή την τουρκική πολιτική, οι ευρωατλαντικοί εταίροι προσδιορίζουν μια στάση λεκτικών επισημάνσεων και διατυπώσεων, χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρχει η λήψη μέτρων, ενώ το καθεστώς του Κρεμλίνου διατηρεί μια επαμφοτερίζουσα στάση, έχοντας το ίδιο στρατιωτική εμπλοκή στα μέτωπα Συρίας και Λιβύης και φυσικά στον Καύκασο, με το ανάλογο κόστος.

Η τουρκική προκλητικότητα όπως οριοθετείται στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει δημιουργήσει την μεγαλύτερη σε χρονικό προσδιορισμό ένταση στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ειδικά, απέναντι στην αναγκαιότητα ενός ειλικρινούς διαλόγου και διερευνητικών επαφών, η Τουρκία επιλέγει τα κανάλια επικοινωνίας που χρησιμοποιεί, να κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση.

Η τουρκική πολιτική τα τελευταία χρόνια, δια των ερευνητικών της σκαφών, πέραν των έξι ναυτικών μιλίων, περιοχή που δεν υπάρχει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, που δυνητικά μπορεί η Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα δώδεκα ναυτικά μίλια, όπως έχει πράξει πρόσφατα, επιδιώκει να ακυρώσει το δικαίωμα της Ελλάδος ως προς τα οριζόμενα από το Δίκαιο της Θάλασσας του 1994.

Σε μια περιοχή με μη οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα, που ορίζεται και ως ευρωπαϊκό σύνορο, η Τουρκία κινείται σε ένα γνώριμο προς αυτήν γκρίζο πεδίο εξερεύνησης ενεργειακών πόρων, μονομερή ενέργεια που παραβιάζει ευθέως το Δίκαιο της Θάλασσας.

Το να οριοθετήσει η Ελλάδα χωρικά ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, πρέπει να γίνεται στον αναγκαίο πολιτικό χρόνο, προσδοκώντας στην μεγιστοποίηση από τα οφέλη που προσδιορίζονται από αυτή την κίνηση.

Οριοθέτηση που ως διπλωματικό στοιχείο απαιτεί ισχυρή πολιτική συνεννόηση στο εσωτερικό δημοκρατικό πεδίο.

Η διπλωματική κίνηση του Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά στο προηγούμενο κυβερνητικό σχήμα για την οριοθέτηση επέκτασης χωρικών υδάτων στην θάλασσα του Ιουνίου και το πως αυτή ακυρώθηκε μετά την απομάκρυνση του από το Υπουργείο Εξωτερικών, είναι ενδεικτικό του πως λειτουργεί στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο η αξιοποίηση ενός κατοχυρωμένου δια διεθνών συμβάσεων δικαιώματος.

Σταθερό δόγμα μιας εθνικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να γίνει ένας προσανατολισμός που θα καταδεικνύει το σύνολο της τουρκικής πολιτικής, ειδικά εκείνων που καταγράφονται ως έκδηλα παραβατικές και αποσταθεροποιητικές, ως ευρωτουρκικό ζήτημα.

Και αυτό το δόγμα, έχοντας δημιουργήσει το ενωσιακό κεκτημένο της σταθερής συμπερίληψης καταδίκης της Τουρκίας σε όλες τις αποφάσεις των Κοινοτικών Συνόδων Κορυφής εδώ και ένα χρόνο, θέτει ως αντικειμενική στόχευση το πρόταγμα της διπλωματικής εξωστρέφειας, την συμβατότητα με το διεθνές δίκαιο, τηρώντας σθεναρή και αποφασιστική στάση από τον Έβρο έως το Καστελόριζο.

Δόγμα που υπερασπίζει τόσο την εθνική κυριαρχία όσο και την ευρύτητα των κυριαρχικών δικαιωμάτων, από την ανακήρυξη υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, έως την οριοθέτηση των 12 ναυτικών μιλίων, αλλά και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αφού ως προϋπόθεση η Τουρκία αποδεχθεί την υπογραφή συνυποσχετικού ως προς την δικαιοδοτική θέση.

Η Τουρκία δεν μπορεί να υπερθεματίζει για διεκδικήσεις τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ, όταν την ίδια στιγμή οι νεοηγεμονικές αιτιάσεις της, παραβιάζουν ευθέως κυριαρχικά δικαιώματα και αλλά και το Διεθνές Δίκαιο και δικαιώματα που απορρέουν από αυτό.

Μια Τουρκία που πλέον δεν έχει κανένα στοιχείο που να την συνδέει με την κοινή λογική και το Διεθνές Δίκαιο, εμφορούμενη από έναν επικίνδυνο, ριζοσπαστικό μεγαλοϊδεατισμό.

Από τις τουρκικές navtex, τόσο στα όρια των υδάτων του ελληνικού νότιου νησιωτικού συμπλέγματος, όσο και εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, έως την εξωτερική πολιτική εισόδου και καθοδηγητικού ρόλου σε μουσουλμανικές ζώνες που εκτείνονται από τα Βαλκάνια και την Βόρειο Αφρική, την Μέση και Εγγύς Ανατολή και χώρες του Περσικού.

Με έναν ύποπτο ρόλο στην αναζωπύρωση ενός ακραίου ισλαμιστικού τόξου δια του ISIS, την ενίσχυση εμφύλιων συγκρούσεων στην Λιβύη και στην Συρία.

Η Τουρκία του ΑΕΠ των 750 δισ., έχει και τις ανάλογες οικονομικές γεωπολιτικές σχέσεις, με τις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Κίνα, την Ρωσία.

Και αυτή η οικονομική προέκταση, έχει και το πολιτικό της πρίσμα, που δεν μπορεί παρά να συνυπολογίζεται.

Η πολιτική Ερντογάν με την ΕΕ προς το παρόν να μην έχει επιτύχει σε υψηλό βαθμό μια πολιτική κυρώσεων, στρέφεται στο να αξιοποιήσει ενεργειακούς πόρους από περιοχές όπου έχει εμπλακεί στρατιωτικά, αλλά και συνάψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με το Λονδίνο, κάτι που συνιστά αναγκαιότητα και για το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στην κατεύθυνση αυτή, ας μην μας διαφεύγει ότι 14 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν θετικό εμπορικό ισοζύγιο με την Τουρκία.

Η Ελλάδα πάντα κινείται εντός του εύρους των Διεθνών Συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου, με την υπεράσπιση του Καστελόριζου δεν αμφισβητεί δικαιώματα της Τουρκίας.

Στην νόμιμη συμφωνία Ελλάδος – Αιγύπτου, ο Ερντογάν προβάλλει τις υπερεθνικιστικές του κορώνες, την επιθετική αμετροέπεια για εσωτερική κατανάλωση.

Είναι εμφανές ότι ο Ερντογάν επιδιώκει να ξεπεράσει τα συσσωρευμένα προβλήματα της Τουρκίας με μιανεοοθωμανική αμετροέπεια, με μια ατζέντα απειλών και επιθετικότητας, εργαλειοποιώντας έως και το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα.

Όσο όμως η Τουρκία επιλέγει να προκαλεί αντί να επικεντρωθεί σε έναν αξιόπιστο και δυναμικό διάλογο, αντί να διαμορφώσει την οδό της συνεργασίας με την ΕΕ, εξασφαλίζοντας μια αποτελεσματική εταιρική σχέση.

Και αυτές οι επιδιώξεις της Άγκυρας, εκτείνονται μέχρι και την Κύπρο, εγκλωβίζοντας μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, το ναυάγιο του Κραν Μοντανά είναι πολύ νωπό για να μας τις θυμίζει.

Στο πλέγμα των ευρωτουρκικών σχέσεων, ενδεικτικό του ελλείμματος που παρουσιάζει και σήμερα η ΕΕ, αλλά και των προσώπων που επωμίζονται την έκφραση εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης, είναι η αντιμετώπιση της προκλητικής πολιτικής της Τουρκίας.

Και το έλλειμμα αυτό πηγάζει από τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της Ένωσης, την λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εκεί όπου αναδεικνύονται σε απόλυτο βαθμό οι εσωτερικές αντιθέσεις των κρατών-μελών.

Η διακυβερνητική αυτή αντίληψη ευθύνεται για την εικόνα της Ευρώπης να εκπέμπει μηνύματα καταδίκης των ενεργειών Ερντογάν, όμως να αδυνατεί να τα μετουσιώσει σε έμπρακτα μέτρα και κυρώσεις.

Η αναγκαιότητα της πολιτικής ένωσης, συνεπώς προβάλλει επιτακτικά ως αίτημα, έχοντας να αντιμετωπίσει και την τουρκική παραβατικότητα, κορυφαίο στοίχημα για την ΕΕ είναι να ενισχύσει διεργασίες στο εσωτερικό της που θα της επιτρέψουν ως πολιτική οντότητα να θωρακίσει όλο το εύρος της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή την αλληλεγγύη.





ΠΗΓΗ