Του Δημοσθένη Γκαβέα από την ιστοσελίδα HuffingtonPost.gr:
Είναι κάθε μέρα εκεί, από το πρωί. Σαν μαέστρος κουνά νευρικά τα χέρια του για να ρυθμίσει την πολύβουη Λεωφόρο Κατεχάκη. Μόνο που ξεχνά τις παρακείμενες οδούς, οι οποίες μποτιλιάρονται για χιλιόμετρα.
Πιθανώς αυτή είναι η οδηγία που του έχουν δώσει για να αποφεύγεται η κυκλοφοριακή συμφόρηση της Κατεχάκη, εις βάρος των άλλων οδών και φυσικά των οδηγών που μπορεί να περιμένουν έως και 15 λεπτά ακινητοποιημένοι στο φανάρι. Όσο πιο πίσω στην ουρά, τόσο περισσότερο περιμένεις.
Στωϊκά περιμένουμε το αυστηρό νεύμα του, το οποίο ενίοτε συνοδεύεται και από κάποιο μορφασμό θυμού στο πρόσωπο. Οι οδηγοί που τον αντιμετωπίζουμε καθημερινά, έχουμε μάθει και τη χροιά της φωνής του όταν ουρλιάζει εκνευρισμένος. Τότε συσπάται όλο το σώμα και μετά εξέρχεται η κραυγή. Αλλώστε είναι μονίμως εκνευρισμένος. Δεν είναι λίγο κάθε πρωί να κάθεσαι μες στη μέση της Κατεχάκη.
Τον κάνω χάζι, δεν ξέρω εάν υπάρχει κάτι κωμικό επάνω του, αν και οι κινήσεις του και οι φωνές του θυμίζουν τους υστερικούς χαρακτήρες με τους οποίους κατακλύστηκε η ελληνική τηλεόραση τις τελευταίες δεκαετίες. Όμως ποτέ δεν γέλασα με αυτές, μάλλον μου εσφιγγαν το στομάχι όταν τύχαινε να δω στιγμιότυτα. Απορούσα πως γελούσε ο κόσμος. Ίσως εγώ να είμαι παράξενος. Άρα μάλλον ανθρωπολογική είναι η παρατήρησή μου. Ίσως προσπαθώ να δραπετεύσω από την καθήλωση του μποτιλιαρίσματος για να μην σκεφτώ τη διαχρονική δυσλειτουργία αυτού του τόπου. Όλα στρεβλά.
Κάπως έτσι κινούνταν οι σκέψεις μου προ ημερών (22/9/2020) σταματημένος πάντα στο φανάρι της Πίνδου. Απέναντι στην Κοκκινοπούλου οι οδηγοί είχαν αρχίσει να κορνάρουν εκνευρισμένα. Και όσο πιο εκνευρισμένοι , τόσο πιο δυνατά πατούσαν την κόρνα. Οι συμπαθούντες οδηγοί της δικής μου πλευράς παραδόξως δεν ένιωσαν κάποιο αίσθημα αλληλεγγύης, ενστικτωδώς ήξεραν πως ήταν θέμα δευτερολέπτων να δωθεί το πρόσταγμα εκκίνησης.
Τότε όμως ήταν που με «χτύπησε». Δεν πίστευα αυτό που άκουγα.
«Εδώ, μωρή κουράδα, ηλίθια, εδώ». Ο τροχονόμος πέρασε σε άλλο επίπεδο. Οι εντολές του απευθύνονταν σε μια γυναίκα οδηγό που δεν κατάλαβε το ασυνάρτητο των κινήσεών του για το που έπρεπε να σταματήσει. Συνήθως στους άντρες φωνάζει «εδώ, εδώ ρε» ή «δεν καταλαβαίνεις; Αντε, άντε επιτέλους».
Ίσως του είναι πιο εύκολο να αποκαλέσει μια γυναίκα ”κουράδα”.
Τότε σαν επιφοίτηση κατάλαβα: ”Είμαστε όλοι μέσα στον βόθρο”. Οι εργαζόμενοι που παίρνουν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς -σαν τα ζώα στοιβαγμένοι…Χρόνια τώρα, από μικρό παιδί, το ίδιο πράγμα. Η μητέρα ή ο πατέρας που πρέπει να αφήσουν το παιδί τους νωρίς το πρωί στο σχολείο – το οποίο κλείνει πριν τελειώσει το ωράριο εργασίας των γονέων, ακόμα κι αν λειτουργει το ολοήμερο. Γι′ αυτό και η νταντά είναι ένα έξοδο απαραίτητο. Ωστόσο το κράτος, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το θεωρεί πολυτέλεια.
Στον βόθρο όλοι: Οι κακοπληρωμένοι Έλληνες πολίτες που αντιμετωπίζουν 10 χρόνια οικονομικής κρίσης και τους προειδοποιούν πως έρχονται και άλλα εξαιτίας της πανδημίας. Οι εργαζόμενοι που λειτουργούν σε συνθήκες ανθρωποφαγίας και λόγω ανασφάλειας βγάζουν τον χειρότερο τους εαυτό. Τόσες γενιές που για δεκαετίες γαλουχούνται με κακή εκπαίδευση.
Όλα αυτά και άλλα τόσα ήταν εκεί, σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, σε αυτές τις λίγες λέξεις, που τόσο άνετα ξεστόμισε ο τροχονόμος. Παρέα και αυτός, μαζί με εμάς, στον βόθρο. Γι′ αυτό και τόσο άνετη η σκατολογική του προσέγγιση.
Μιλάμε για ατομική ευθύνη ή μετακύλιση ευθυνών; Γιατί να σεβαστεί ο φορολογούμενος πολίτης την αστυνομία, όταν αυτή δεν τον σέβεται; Γιατί να θέλει να πληρώσει φόρους, όταν αυτοί δεν είναι ανταποδοτικοί; Γιατί να αγαπούν τα παιδιά το σχολείο όταν δεν το αγαπούν οι καθηγητές; Πώς ο νεαρότερος να σέβεται τον μεγαλύτερο όταν του αποδίδει ευθύνη για τη σημερινή κατάντια; Πώς να ελπίζει ο νέος, όταν βλέπει τους γονείς τους να παραιτούνται, εξαντλημένοι από το σισύφειο μαρτύριο της καθημερινότητας;
Έτσι δημιουργείται ο φαύλος κύκλος, η ιδιαίτερη σχέση του πολίτη με την ελληνική πολιτεία και τους νόμους της. Έτσι δημιουργείται η αίσθηση ότι το κράτος είναι τιμωρητικό και ο πολίτης αισθάνεται υπήκοος σε ένα δυναστικό σύστημα που λειτουργεί για τους λίγους. Όμως ανεξαρτήτως τάξης βρισκόμαστε όλοι στον βόθρο. Περιμένουμε σαν ηλίθιοι είτε στο φανάρι είτε για μια ευκαιρία. Περιμένουμε τις καλύτερες μέρες που όλοι πάντα υπόσχονται.
Εάν το δει κανείς από ψυχολογική σκοπιά, είναι απλό. Οι λέξεις που ξεστόμισε ο τροχονόμος είναι αυτό που νιώθει για τον εαυτό του. Ο απέναντί του, ο οποίος του προκαλεί τόσο θυμό, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο καθρέπτης της ίδιας του της ζωής. Γι΄αυτό και τόσο οργή. Είμαστε μια κοινωνία θυμωμένων και ο καθρέπτης έχει ήδη ραγίσει.