Η δήλωση που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας το 2015 ανάμεσα στις δύο πρωθυπουργίες του («έχει σύνορα η θάλασσα και δεν το ξέραμε;») δικαίως θεωρείται από τις ατυχέστερες στιγμές του. Η εποχή στην οποία η ανοιχτή θάλασσα ήταν το πεδίο απρόσκοπτης διέλευσης και ελεύθερης δραστηριότητας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η πληθώρα των κρατών που διεκδικούν μερίδια των θαλάσσιων εκτάσεων (και του πλούτου τους) μπορεί να μην επιτρέπει ακόμη την ανακήρυξη ενός νέου αυτοκρατορικού mare nostrum. Ωστόσο, σε μια εποχή όπως αυτή των τελευταίων δεκαετιών, με γενική μετάβαση -παρά τα όποια σκαμπανεβάσματα- σε περισσότερη δημοκρατία και κατοχύρωση ελευθεριών, στις θάλασσες η ανθρωπότητα μετακινείται σταθερά σε καταστάσεις αυξημένων ελέγχων και ρυθμίσεων.
Το δίκαιο των θαλασσών παραδοσιακά έλεγε ότι τα κυρίαρχα κράτη ελέγχουν μικρές λωρίδες κοντά στις ακτές τους. Το παιχνίδι θεωρείται ότι το άλλαξε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αμερική του Χάρρυ Τρούμαν. Ακριβέστερο θα ήταν ίσως να πούμε ότι το άλλαξαν οιπετρελαϊκές εταιρείες, που πίεζαν για εξασφάλιση των εξορύξεων πετρελαίου σε εκτάσεις πέραν των χωρικών υδάτων. Η έννοια τηςηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας –continental shelf– μπήκε από τότε (φθινόπωρο του 1945) στην κοινή χρήση.
Το διεθνές δίκαιο σχετικά σύντομα προσαρμόστηκε στη νέα εποχή, με τη σύμβαση της Γενεύης το 1958 (την οποία διαδέχθηκε και διεύρυνε αυτή του Montego Bay το 1982, που εισήγαγε την έννοια της ΑΟΖ). Χώρες με γενικά φιλικές μεταξύ τους σχέσεις αξιοποίησαν σχετικά σύντομα το νέο πλαίσιο για να διευρύνουν τις δραστηριότητες εξόρυξης υδρογονανθράκων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πέντε πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Βόρειας Θάλασσας, οι οποίες το 1968 συμφώνησαν στην οριοθέτηση των ζωνών εκμετάλλευσης.
Σε άλλες ευρωπαϊκές θάλασσες η πορεία ήταν διαφορετική αλλά στην ίδια γενική κατεύθυνση. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η Αδριατική, μεταπολεμικό όριο ανάμεσα στην Ιταλία και τις τότε «ανατολικές» χώρες. Ήδη πριν τη σύμβαση της Γενεύης η ιταλική κυβέρνηση έσπευσε να κατοχυρώσει πετρελαϊκά κοιτάσματα έξω από τις ανατολικές της ακτές. Το 1953, με την ίδρυσή της, η εταιρεία ΕΝΙ «προικίστηκε» με ζώνη εύρους 15 χιλιομέτρων από την ακτή, μεταξύ του Μονφαλκόνε (περιοχή Τεργέστης) και του Ρίμινι. Τα 15 χιλιόμετρα αφορούν την υφαλοκρηπίδα, καθώς υπερβαίνουν τα 6 μίλια που τότε αποτελούσε το όριο χωρικών υδάτων της Ιταλίας και των περισσότερων χωρών.
Παρόλο που η Ιταλία δεν επικύρωσε τη σύμβαση του 1958, ήρθε σε συνεννόηση με την γειτονική της Γιουγκοσλαβία, στο πλαίσιο της σταδιακής ρύθμισης των μεταξύ τους κυριαρχικών ζητημάτων. Στις αρχές του 1968, συμφωνήθηκε η οριοθέτηση ανάμεσα στις δύο χώρες, με ακριβή καθορισμό γεωγραφικών συντεταγμένων σε όλη σχεδόν την έκταση της Αδριατικής. Η οριοθέτηση έγινε εφαρμόζοντας σε γενικές γραμμές την αρχή της μέσης γραμμής, αλλά με μικρές παρεκκλίσεις για να αντισταθμιστεί η επιρροή κάποιων νησιών – χωρίς να καταστρατηγείται η αρχή, ότι και αυτά συμμετέχουν στον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας. Εξαιρέθηκε από τη συμφωνία μόνο ο κόλπος της Τεργέστης, στον οποίο η γραμμή καθορίστηκε μαζί με την επισημοποίηση των χερσαίων συνόρων Ιταλίας-Γιουγκοσλαβίας, με τη συνθήκη Όζιμο επτά χρόνια αργότερα.
Την ταραγμένη χρονιά του 1968 μάς θύμισε η πρόσφατη ταινία με τίτλο Το Πλωτό Έθνος. Το «νησί των ρόδων» ήταν μια θαλάσσια πλατφόρμα κατασκευασμένη με πρωτοβουλία του Ιταλού μηχανικού Ρόζα (που σημαίνει ρόδο). Το κατασκεύασμα θεμελιώθηκε σε κοίλους μεταλλικούς πασσάλους, λίγο έξω από τα χωρικά ύδατα στην περιοχή του Ρίμινι. Σύμφωνα με την ταινία, ένας από τους συνιδρυτές του «κράτους» ήταν Γερμανός λιποτάκτης που ξέμεινε στην ιταλική παραθαλάσσια πόλη, αποφεύγοντας έτσι να πολεμήσει εναντίων των ελληνικών και λοιπών συμμαχικών δυνάμεων στην μάχη του 1944.
Ο Ρόζα έκανε προσπάθειες να νομιμοποιήσει αυτή την ιδιαίτερη «αυθαίρετη κατασκευή», όμως το ιταλικό Δημόσιο επικαλέστηκε την παραχώρηση της περιοχής στην ΕΝΙ. Την Πρωτομαγιά του 1968, ο Ρόζα ανακήρυξε το «νησί» του σε ανεξάρτητο κράτος, ισχυριζόμενος ότι η Ιταλία δεν είχε καμία δικαιοδοσία πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη των 6 μιλίων. Το «κράτος» εξέδωσε και γραμματόσημο, διατιμημένο σε ένα νόμισμα που ποτέ δεν κυκλοφόρησε, και κήρυξε επίσημη γλώσσα του την Εσπεράντο – στα χνάρια του ελληνικού νησιού (Σάμος) που, στα τελευταία χρόνια της αυτονομίας του (1910), καθιέρωσε τη διδασκαλία αυτής της γλώσσας σε όλα τα δημόσια σχολεία.
Στο τέλος, η κυβέρνηση Τζοβάνι Λεόνε, την ημέρα της ορκωμοσίας της (25 Ιουνίου 1968), κατέλαβε το τεχνητό νησί, το οποίο λίγους μήνες αργότερα ανατινάχθηκε. Ανάμεσα στα επιχειρήματα των πολεμίων του βραχύβιου μικροκράτους ήταν η αποφυγή προηγουμένων όπως η «υπεράκτια» φοροδιαφυγή καθώς και οι υποτιθέμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, από το ενδεχόμενο τέτοια τεχνητά νησιά να χρησιμοποιηθούν ως ορμητήρια στον «ψυχρό πόλεμο» της εποχής ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Πικραμένος, ο Ρόζα λέγεται πως αποκάλεσε την επιχείρηση των Αρχών «τον μοναδικό πόλεμο που κέρδισαν ποτέ οι Ιταλοί».
Με εξαίρεση αυτό το μάλλον γραφικό επεισόδιο, στην Αδριατική και ιδιαίτερα στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της, οι διαφωνίες δεν έχουν τη δυσκολία της περίπτωσης του Αιγαίου. Παρόλο που τα περισσότερα νησιά της Αδριατικής ανήκουν στην Κροατία (όπως αυτά του Αιγαίου στην Ελλάδα), βρίσκονται σχεδόν όλα κοντά στην κροατική ακτή και πολύ μακριά από την Ιταλία, με μία και μοναδική εξαίρεση: την Παλαγκρούζα ή παλιά ιταλική Πελαγκόζα, που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν διεκδικήθηκε ξανά απο τη Ρώμη. Οι ιταλο-γιουγκοσλαβικές συμφωνίες του 1968 και του 1975 μνημονεύονται ακόμη και σήμερα και η οριοθέτηση που προκύπτει από αυτές έχει γίνει σεβαστή στις έως τώρα συνεννοήσεις της Ιταλίας με τα διάδοχα κράτη της πάλαι ποτέ σοσιαλιστικής ομοσπονδίας.
Ωστόσο, ένα «αγκάθι» παραμένει στο βόρειο όριο των θαλασσίων συνόρων, όπου δύο από τις διάδοχες χώρες (Κροατία και Σλοβενία) διαφωνούν για τα χωρικά ύδατα. «ΗΧάγη» (διαιτητικό δικαστήριο) το 2017 αποφάσισε ότι η Σλοβενία δικαιούται διευρυμένα χωρικά ύδατα καθώς και διάδρομο («κόμβο») πρόσβασης στα διεθνή της Αδριατικής. Παρά τη γενική αρχή της «μέσης γραμμής», την οποία επικαλείται η Κροατία, η διαιτησία έδωσε στην Σλοβενία τα ¾ του κόλπου Πιράν/Σαβούντρια, αποδεχόμενη ότι αυτά τα εσωτερικά ύδατα ήταν εκ των πραγμάτων (και ιστορικά) πρωτίστως σλοβενικού ενδιαφέροντος. Επιπλέον, το δικαστήριο έδωσε στα (εξωτερικά) σλοβενικά χωρικά ύδατα το σχήμα πλάγιου παραλληλόγραμμου, ουσιαστικά για λόγους γεωμετρικής ομοιομορφίας – και πηγαίνοντας έτσι ακόμη δυτικότερα (άρα εις βάρος της Κροατίας) το θαλάσσιο σύνορο.
Για τις πρώτες μέρες του 2021 έχει προαναγγελθεί το νεώτερο «επεισόδιο», με την ανακήρυξη ΑΟΖ στην οποία θα προχωρήσουν Ιταλία και Κροατία. Η συμμετοχή της Σλοβενίας ως παρατηρητή στις τριμερείς συζητήσεις δημιουργεί μια αίσθηση επιθυμίας για συζήτηση σε φιλικό πνεύμα, δεν κάνει όμως σαφές το πώς (και αν) θα συμφωνηθεί η οριοθέτηση που αποτέλεσε κατά καιρούς αντικείμενο βέτο – η προσφυγή στη διαιτησία ήταν όρος για την ένταξη της Κροατίας στην ΕΕ το 2013. Παρόλο που δεν τίθεται στα σοβαρά θέμα «στρατιωτικής ανάφλεξης» ούτε υπάρχουν αγεφύρωτες προαιώνιες έχθρες, δεν λείπουν οι συναισθηματικές αλλά και οι εμπράγματες αφορμές συντήρησης της διαφοράς των δύο χωρών. Κάθε μία πλευρά κατηγορεί την άλλη ότι υπαναχώρησε από παλιότερες συμβιβαστικές θέσεις, ενώ οι διαφορές που τέθηκαν στην κρίση της διαιτησίας περιλαμβάνουν και χερσαία σύνορα στην κοινή μεθόριο, μεταξύ των οποίων και μια από τις κορυφές του κοντινού στο Ζάγκρεμπ όρους Ζούμπερακ.
Παρόλο που τα προηγούμενα παίζουν τον (νομολογικό) ρόλο τους, κάθε περίπτωση έχει τη μοναδικότητά της και οι παλιότερες αποφάσεις δεν προεξοφλούν τις μελλοντικές. Αυτό είναι χρήσιμο να το θυμόμαστε στην περίπτωση της Ελλάδας και ιδίως των νότιων και ανατολικών της γειτόνων. Ωφέλιμο είναι, επιπλέον, να έχουμε τη συναίσθηση ότι οι γεωπολιτικές διαφορές δεν είναι ξεκομμένες από την εξέλιξη του διεθνούς νομικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Αντίθετα με τα παράπονα που εκφράζονται στη χώρα μας για αδράνεια και ολιγωρία, το γεγονός είναι ότι η Ελλάδα δεν άργησε να συμπεριλάβει τους υποθαλάσσιους ενεργειακούς πόρους στην αναπτυξιακή της στρατηγική. Σχεδόν αμέσως μετά τη σύμβαση της Γενεύης, στην οποία τίθενται οι κανόνες οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, η Ελλάδα ξεκίνησε να παραχωρεί άδειες ερευνών ήδη από το 1959 και 1961, σε περιοχές συμπεριλαμβανομένων των νησιών του Αιγαίου. Η κύρωση της σύμβασης έγινε από τη χούντα με ένα Νομοθετικό Διάταγμα του 1972 (είχε προηγηθεί νομοθετική ρύθμιση του 1969 που εισήγαγε την έννοια της υφαλοκρηπίδας), την εποχή που οι ελληνικές έρευνες είχαν προχωρήσει αρκετά ώστε να ξεκινήσει, λίγο αργότερα (αρχές 1974), η εκμετάλλευση στην περιοχή Καβάλας-Θάσου.
Οι αμφισβητήσεις από πλευράς Τουρκίας εκδηλώθηκαν με το ξέσπασμα της πετρελαϊκής κρίσης (τον Οκτώβριο του 1973) και από τότε σταδιακά πλήθυναν και παγιώθηκαν τα σημεία διαφωνίας, για τα οποία δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ορατός ορίζοντας επίλυσης ή έστω ουσιαστικής συζήτησης – όπως αυτής που έγινε (χωρίς να καρποφορήσει) για το Κυπριακό με το σχέδιο Ανάν. Η τυπική συνύπαρξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ εδώ και εβδομήντα χρόνια έχει αποτρέψει την ολοκληρωτική σύγκρουση αλλά δεν έχει αποτρέψει έμμεσες πολεμικές εμπλοκές (Κύπρος) ή θερμά επεισόδια με ανθρώπινες απώλειες (π.χ. Ίμια). Το τωρινό κλίμα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο δεν δείχνει να συμβάλλει σε συνεννοήσεις και πολύ περισσότερο σε διευθετήσεις. Ούτε δείχνουν προς το παρόν να έχουν βάση οι προγνώσεις για μείωση σημασίας των ορυκτών υδρογονανθράκων, σε μια εποχή που οι έντονοι ανταγωνισμοί και η αυξανόμενη ζήτηση θολώνουν την άλλοτε απλ(οϊκ)ή επιχειρηματολογία για «κακούς» τύπους ενέργειας όπως η πυρηνική ή «καλούς» όπως η αιολική. Παρά την ομορφιά και την τουριστική ελκυστικότητα των θαλασσών και των νησιών, τα περιθώρια του ρομαντισμού -για πολιτικούς [ή] μηχανικούς- είναι δυστυχώς στενά. Όσο το Αιγαίο των μελτεμιών παραμένει ταραγμένο, αξίζει -αναλογιζόμενοι πάντοτε ομοιότητες και διαφορές- να στρέψουμε το βλέμμα στην Αδριατική, τη σχετικά ήρεμη (γεωπολιτικά) θάλασσα που όμως δεν της λείπουν οι βοριάδες «μπούρα» και οι νοτιάδες «γιούγκο».