Του Ολιβιέ Βαρδακούλια, οικονομολόγου / υπεύθυνου οικονομικών πολιτικών του WWF Ελλάς 

Στις 24 Νοεμβρίου δόθηκε στη δημοσιότητα το πολυαναμενόμενο Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία. Το σχέδιο αυτό αποτελεί γνωμοδοτική συμβολή στο κυβερνητικό έργο από την Επιτροπή Πισσαρίδη. Αν και απλή γνωμοδοτική συμβολή, έχει μεγάλη σημασία, καθώς «κουμπώνει» με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο η Ελλάδα κατέθεσε προ ημερών στην Κομισιόν ως πρόταση για χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Συμμετέχοντας στη διαβούλευση για την ενδιάμεση έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι, το WWF Ελλάς κατέθεσε λεπτομερή σχόλια και προτάσεις. Η παρέμβαση του WWF Ελλάς αποσκοπούσε στη διατύπωση προτάσεων για την πλήρη ευθυγράμμιση του αναπτυξιακού σχεδίου με τη συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα καθώς και τον ευρύτερο μετασχηματισμό σε μια οικονομία χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.

Η τελική έκθεση έχει σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με την ενδιάμεση αναφορά, πολλές εκ των οποίων βρίσκονται στην κατεύθυνση των προτάσεων του WWF Ελλάς. Θεωρούμε ωστόσο πως παραμένουν ελλείψεις και ορισμένες χαμένες ευκαιρίες.

Σημαντικές βελτιώσεις

Στην κατεύθυνση των σχολίων του WWF Ελλάς, τα κεφάλαια που αφορούν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ως αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό πρόταγμα (2.1. και 6.4.), συμπεριλαμβάνουν, για παράδειγμα, ρητά το «ρίσκο μετάβασης» (οι επιπτώσεις των πολιτικών μετριασμού της κλιματικής αλλαγής) για το οικονομικό σύστημα εν γένει. Αναγνωρίζεται πως σε έναν κόσμο όπου η βασική τάση είναι η σταδιακή αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα, τόσο η εξαγωγική εξάρτηση από πετρελαιοειδή, όσο και οι νέες υποδομές ορυκτού αεριού, αποτελούν ρίσκο για την οικονομία (κατ’ εικόνα της λιγνιτικής δραστηριότητας σήμερα), καθώς ενδέχεται να καταστούν αδρανή (strandedassets).

Σε σύγκριση με το σχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση, η τελική έκθεση συμπεριλαμβάνει αξιοσημείωτη και διακριτή ενότητα (4.5.) για τη σημασία της χωροταξίας, όπου αναγνωρίζεται ο κομβικός ρόλος της τελευταίας τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για την περιβαλλοντική προστασία. Η γενική κατεύθυνση της ενότητας κινείται προς τον σημαντικό περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης, και ιδιαίτερα της εκτός σχεδίου βιομηχανικής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων, ειδική μνεία γίνεται στην ανάγκη ουσιαστικής αναβάθμισης του σώματος επιθεωρητών περιβάλλοντος σε ανεξάρτητη και επαρκώς στελεχωμένη αρχή, καθώς όπως πολύ ορθά αναφέρεται, η «δυσαναλογία πόρων και θεσμικής ισχύος της Επιθεώρησης Περιβάλλοντος με τη σπουδαιότητα του έργου που έχει να επιτελέσει, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που περιβαλλοντικά ζητήματα είναι ζωτικής σημασίας διεθνώς, είναι κραυγαλέα».

Η τελική έκθεση συμπεριλαμβάνει επίσης μια διακριτή ενότητα για το περιβάλλον (6.4.) με άξονες την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, την κυκλική οικονομία και την βιοποικιλότητα. Παρότι η ενότητα περιορίζεται σε γενικές κατευθύνσεις, και θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω (πχ απουσιάζει πλήρως οποιαδήποτε αναφορά στην προστασία των παράκτιων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων), το τελικό σχέδιο σημειώνει μια αδιαμφισβήτητη βελτίωση σε σχέση με την ενδιάμεση έκθεση.

Πέραν των παραπάνω σημείων, τόσο η ενότητα για τον τουρισμό (6.2.) όσο και η ενότητα για τον αγροδιατροφικότομέα (6.3.) αναγνωρίζουν ρητά την ανάγκη σημαντικής βελτίωσης της περιβαλλοντικής επίδοσης των εν λόγω κλάδων, με βάση τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές στρατηγικές στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.

Ταυτόχρονα, αναγνωρίζεται η σημασία της δημόσιας στήριξης σε επενδύσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της περιβαλλοντικής επίδοσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ενότητα 6.7.), κάτι που αποτελεί άλλωστε έναν από τους βασικούς άξονες του σχεδίου ανάκαμψης που έχει δημοσιεύσει το WWF Ελλάς (βλ. επενδυτικό μέτρο 6, σελίδα 41).

Τέλος, παρότι η τελική έκθεση δεν «φωτογραφίζει» συγκεκριμένα εργαλεία και περιορίζεται σε μια γενική αναφορά, αναγνωρίζεται ρητά πως οι κρατικές βοήθειες (όπως είναι ο αναπτυξιακός νόμος και ο νόμος για τις στρατηγικές επενδύσεις) και τα δημόσια επενδυτικά εργαλεία (πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα) οφείλουν να αποφεύγουν τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων «που έχουν αρνητικές εξωτερικές συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας, π.χ., αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα» (βλ. σελίδα 132, ενότητα 5.1).

Στη συνέχεια, επισημαίνουμε μια σειρά από ελλείψεις για ακόμα βαθύτερες μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση μιας οικονομίας χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.

Ελλείψεις

Στην ενότητα 4.9 απουσιάζει η αναφορά στην ανάγκη σταδιακής κατάργησης των περιβαλλοντικά επιζήμιων επιδοτήσεων (ΠΕΕ). Όπως αναφέρουμε λεπτομερώς στα σχόλιά μας για την ενδιάμεση έκθεση, οι ΠΕΕ αντιπροσωπεύουν ένα καθόλου αμελητέο μερίδιο των δημοσίων δαπανών, δημιουργώντας ταυτόχρονα σημαντικά εξωτερικά περιβαλλοντικά και κοινωνικά κόστη και στρεβλά κίνητρα. Δεδομένου του μεγέθους τους, και βεβαίως της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, θεωρούμε πως η ανάγκη κατάργησης αυτών των επιδοτήσεων δεν μπορεί να αγνοείται ως αντικείμενο αναπτυξιακής μεταρρύθμισης.

Αντίστοιχα, η ενότητα 5.1. της τελικής έκθεσης δεν αναφέρεται σε δομικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στα πεδία της χρηματοπιστωτικής εποπτείας και της εταιρικής διακυβέρνησης για την ευθυγράμμιση (alignment) των ιδιωτικών επενδύσεων / χρηματοροών με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ. Αυτή η απουσία έρχεται σε αντιδιαστολή με τις βασικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βιώσιμη χρηματοοικονομική (πχ την πρόσφατη οδηγία για την ταξινόμηση βιώσιμων επενδύσεων) και την εταιρική διακυβέρνηση (πχ εφαρμογή της οδηγίας για την δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών).

Όπως και στην ενδιάμεση έκθεση, η ενότητα για την καινοτομία (5.4.) περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη ψηφιοποίηση και τις ψηφιακές τεχνολογίες, οι οποίες είναι προφανώς ένας εξαιρετικά σημαντικός πυλώνας καινοτομίας, αλλά δεν είναι ο μόνος. Εκτός από οριζόντια μέτρα, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε ειδικά μέτρα για την προώθηση της καινοτομίας σε πράσινες τεχνολογίες που αναμένεται να παίξουν καθοριστικό (περιβαλλοντικό και οικονομικό) ρόλο κατά τις ερχόμενες δεκαετίες, όπως αναπτύσσουμε σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια στα σχόλια μας για την ενδιάμεση έκθεση. Η «οριζόντια» προσέγγιση έρχεται σε αντιδιαστολή με τα νέα υποδείγματα πολιτικών για την καινοτομία, όπως είναι η «καινοτομία εστιαζόμενη σε αποστολές» (missionorientedinnovation), που υιοθετούν πολλά ευρωπαϊκά εργαλεία χρηματοδότησης της καινοτομίας.

Πάρα τη σημασία τους, οι παραπάνω ελλείψεις παραμένουν ήσσονος σημασίας σε σχέση με τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» που είναι η ενότητα για την ενέργεια (5.6).

Χαμένη ευκαιρία για μια πιο γενναία στρατηγική απανθρακοποίησης

Παρά το γεγονός ότι η επιτροπή αναγνωρίζει την ανάγκη επιτάχυνσης της ενεργειακής μετάβασης, η ενότητα 5.6. της τελικής έκθεσης κρίνεται ως μια χαμένη ευκαιρία για μια πιο γενναία προσέγγιση απανθρακοποίησης του ενεργειακού συστήματος. Εν ολίγοις φαίνεται να αναπαράγει σε έναν βαθμό τα προβλήματα, τις ελλείψεις και αντιφάσεις του υφιστάμενου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Πιο συγκεκριμένα, κρίνουμε ως εξαιρετικά προβληματικό το ότι η εν λόγω ενότητα φαίνεται να αποδέχεται ως δεδομένες τις κατευθύνσεις α) για περαιτέρω ανάπτυξη υποδομών ορυκτού αερίου και β) για εξορύξεις υδρογονανθράκων.

Υπενθυμίζουμε πως οι ευρωπαϊκοί στόχοι για το 2030 βρίσκονται σε διαδικασία αναθεώρησης προς μεγαλύτερη φιλοδοξία, και επομένως το ίδιο το ΕΣΕΚ θα πρέπει αναγκαστικά να αναθεωρήσει τους στόχους της Ελλάδας για το 2030. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται χωρίς αμφιβολία πιο φιλόδοξους στόχους διείσδυσης της καθαρής ενέργειας και ενεργειακής εξοικονόμησης, και αντίστοιχου σημαντικού περιορισμού της σχεδιαζόμενης (από το ΕΣΕΚ) διείσδυσης του ορυκτού αέριου.

Δεύτερον, οι παραπάνω κατευθύνσεις δεν αξιολογούν κριτικά την κλιματική και οικονομική σκοπιμότητα της επιλογής του ΕΣΕΚ για ανάπτυξη νέων υποδομών ορυκτού αεριού έναντι εναλλακτικών καθαρών τεχνολογιών παραγωγής, αποθήκευσης και διανομής. Πέραν του ότι η ίδια η ενότητα έρχεται σε αντιδιαστολή με τη διαπίστωση άλλης ενότητας της έκθεσης (2.1), όπου αναφέρεται πως τέτοιες υποδομές ενδέχεται να καταστούν οικονομικά μη βιώσιμες, είναι ενδεικτικό πως αγνοεί εξίσου μια βασική διαπίστωση της πρόσφατης έκθεσης αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ελληνικό ΕΣΕΚ. Η τελευταία αναφέρει ρητά πως «το σχέδιο [ΕΣΕΚ] φαίνεται να μην αξιολογεί το κατά ποσό αυτά τα σχέδια [ανάπτυξης υποδομών ορυκτού αεριού] είναι συμβατά με τον μακροχρόνιο στόχο ενός ενεργειακού συστήματος μηδενικών εκπομπών το 2050, καθώς και το εάν θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο κόστος που επωμίζονται οι καταναλωτές και στο κόστος δημιουργίας αδρανών κεφαλαίων (strandedassets)».

Τρίτον, η διαπίστωση της εν λόγω ενότητας πως η Ελλάδα υστερεί σε υποδομές ορυκτού αέριου σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, δεν συνεπάγεται πως η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο ετεροχρονισμένα, τη στιγμή μάλιστα που άλλες χώρες επικεντρώνονται ακριβώς στο πώς θα αποδεσμευτούν από αυτές τις υποδομές ορυκτού αερίου (με σημαντικό κόστος μετάβασης). Εκτός από οικονομικά επικίνδυνο, κάτι τέτοιο είναι ενδεχομένως και ενεργειακά περιττό, όπως μεταξύ άλλων αναλύει πρόσφατη έκθεση του BloombergNewEnergyFinance για το ελληνικό ενεργειακό σύστημα.

Ακόμα πιο προβληματική, τέλος, είναι η υιοθέτηση του ήδη αποδομημένου αφηγήματος περί «περιβαλλοντικά ασφαλών» εξορύξεων υδρογονανθράκων ως «αναπτυξιακή προοπτική». Όπως έχουμε υπογραμμίσει σε προηγούμενες παρεμβάσεις μας, τέτοιες θέσεις αγνοούν τα οικονομικά των εξορύξεων υδρογονανθράκων σε έναν κόσμο κλιματικής κρίσης, ιδίως σε ό,τι αφορά νέα και ακριβά projects, υπερεκτιμώντας συστηματικά τα οφέλη και προσπερνώντας ευρύτερα «εξωτερικά» κόστη και περιβαλλοντικά ρίσκα. Δεν είναι τυχαίο πως ευρωπαϊκοί επενδυτικοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, παύουν να χρηματοδοτούν υποδομές εξορύξεων υδρογονανθράκων. Ακόμα όμως και από στενή οικονομική άποψη, η ιδέα πως αποτελεί αναπτυξιακή προοπτική για τον 21ο αιώνα η επικέντρωση σε ανάπτυξη ενεργειακών τεχνολογιών και υποδομών του 20ου αιώνα (όπως είναι οι εξορύξεις υδρογονανθράκων), είναι κατά τη γνώμη μας εσφαλμένη.

Στο δια ταύτα, είναι σαφές πως επενδύσεις σε εξορύξεις και άλλες εκτεταμένες υποδομές ορυκτών καυσίμων, που φαίνεται δυστυχώς να αποδέχεται ως δεδομένες η τελική έκθεση, ενδέχεται να «κλειδώσουν» το ενεργειακό μοντέλο της χώρας για δεκαετίες σε επίπεδα εκπομπών που είναι ασύμβατα με τον περιορισμό της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5°C, με βάση τον προϋπολογισμό άνθρακα (carbonbudget) που αναλογεί στην Ελλάδα έως το 2050.

Αντί επίλογου

Ως WWF Ελλάς, υποστηρίζουμε πως είναι ανάγκη η κρίση της πανδημίας να γίνει μάθημα και έναυσμα για πραγματικά βιώσιμη μετά-COVID αναπτυξιακή στρατηγική, που θα θωρακίσει τις κοινωνίες μας απέναντι σε νέες παγκόσμιες απειλές και προκλήσεις, όπως είναι οι επόμενες πανδημίες, η κλιματική κρίση, και η απώλεια οικοσυστημάτων και βιοποικιλότητας – από τις οποίες εξαρτάται άμεσα η ευημερία μας. Γνωρίζουμε άλλωστε πλέον βιωματικά πως καμία οικονομία δεν είναι αποκομμένη από αυτές τις προκλήσεις.

Ως εκ τούτου, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για ένα βιώσιμο και δίκαιο σχέδιο ανάκαμψης, που να θέτει στέρεες βάσεις για τον μετασχηματισμό της οικονομίας μας σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο που να δημιουργεί κοινωνική ευημερία εντός των περιβαλλοντικών ορίων του πλανήτη.

 





ΠΗΓΗ