Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί ούτε δευτερόλεπτο η παθολόγος, εντατικολόγος, διευθύντρια της ΜΕΘ του «Mediterraneo Hospital» Μαρία Πετράκη και μόνο στο άκουσμα ότι χρειάζεται η συμβολή και των ιδιωτών γιατρών στα νοσοκομεία της βόρειας Ελλάδας, ετοίμασε τις βαλίτσες της, πήρε μια βαθιά ανάσα και σε λίγα 24ωρα βρέθηκε δίπλα στους συναδέλφους της, στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών, στο νομό Πέλλας.
Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Πρακτορείο FM» η εντατικόλογος Μαρία Πετρακη ανέφερε πως «σ’ έναν πόλεμο, κανένας δεν περισσεύει, όλοι χρειάζονται, όλοι μπορούμε κάτι να κάνουμε» και πρόσθεσε: «δεν είναι τόσο το να έχεις τα μηχανήματα ή το να έχεις τα κρεβάτια, είναι ποιος θα τα χειρίζεται αυτά τα μηχανήματα και ποιοι άνθρωποι, ποιοι νοσηλευτές θα στέκονται δίπλα στον άρρωστο. Γιατί ο βαριά άρρωστος δεν χρειάζεται μόνο τα μηχανήματα, αλλά χρειάζεται περισσότερο από όλα εκπαιδευμένο προσωπικό. Αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι».
Από την Αθήνα στα Γιαννιτσά για να «πολεμήσει» τον κοροναϊό
«Όταν το Υπουργείο ζήτησε τη συνδρομή των ιδιωτικών κλινικών, με το να στείλουν γιατρούς στα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας, μου ζήτησαν να δώσω κάποια ονόματα γιατρών που θα μπορούσαν να πάνε. Τότε είπα πως δεν μπορώ να μιλήσω για άλλους, θα μιλήσω για τον εαυτό μου κι εγώ θέλω πάρα πολύ να πάω», σημείωσε εξηγώντας πώς πήρε την απόφαση. Την επόμενη ημέρα, την κάλεσαν από το υπουργείο Υγείας και της ζήτησαν να πάει στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών. Ταξίδεψε με τον συνάδελφό της, τον πνευμονολόγο κ. Μαρδάγια, και από την περασμένη Παρασκευή βρίσκονται στα Γιαννιτσά, ενώ ήδη εδώ και δύο 24ωρα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο νοσοκομείο.
Εδώ γίνεται ένας πόλεμος
«Μας περίμεναν. Για εμάς ήταν αυτονόητο ότι όταν μας ζητάνε βοήθεια, θα πρέπει να τη δίνουμε. Δεν μπορώ να φανταστώ πως οποιοσδήποτε συνάδελφός μου, που έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό, μπορεί να το αρνηθεί. Ήρθαμε εδώ και πραγματικά οι άνθρωποι μας υποδέχτηκαν με ένα χαμόγελο δυσανάλογο με αυτό το οποίο βιώνουν. Εδώ γίνεται ένας πόλεμος. Στην εντατική, που πήγα αμέσως, είδα ότι ενώ ήταν αρχικά έξι τα κρεβάτια, έχουν φτιάξει χώρους και στο χειρουργείο, στη σηπτική αίθουσα και στην ανάνηψη, που σημαίνει ότι τα έξι κρεβάτια τα έκαναν δεκατέσσερα. Και απ’ ό,τι μου έλεγαν, όλο αυτό το εγχείρημα, έγινε σε μερικές ημέρες», τονίζει η κ. Πετράκη.
Για τους συναδέλφους της που βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή», ανέφερε χαρακτηριστικά: «Είναι εξαίρετοι. Είναι πάρα πολύ καλοί γιατροί, δεν τίθεται θέμα. Αυτό όμως το οποίο βλέπω είναι η κόπωση, η αγωνία του πόσο θα κρατήσει αυτό. Το “burnout”, η επαγγελματική εξουθένωση, η υπερκόπωση δηλαδή σωματική και ψυχική, αυτή που τη βλέπω επαπειλούμενη στον αέρα. Γιατί μπορεί να έχεις τα μέσα, μπορεί με χίλιους δυο τρόπους να καταφέρεις να βρεις τον κόσμο, ο οποίος θα στελεχώσει τα νοσοκομεία, αλλά θα κουραστεί. Αν αυτό κάποια στιγμή δεν σταματήσει -πρώτα να ελαττωθεί και μετά να σταματήσει- οι γιατροί και το προσωπικό θα πάθουν υπερκόπωση, δεν θα μπορέσουν να δουλέψουν, θα αρρωστήσουν και οι ίδιοι».
Να υπάρξει βοήθεια από γιατρούς, νοσηλευτές και φυσιοθεραπευτές
Το Σάββατο και την Κυριακή, υπάρχουν λιγότερες εισαγωγές, ανέφερε η εντατικολόγος Μαρία Πετράκη και διευκρίνισε πως «πλέον νοσηλεύονται 65 άτομα, από τα 100 τα οποία ήταν στην κλινική. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό διότι γνωρίζοντας πόσοι νοσηλεύονται, μπορείς να προβλέψεις, με βάση τα διεθνή δεδομένα, πόσοι θα γίνουν βαριά άρρωστοι και θα χρειαστούν τη βοήθειά σου. Όμως, η ΜΕΘ του Νοσοκομείου Γιαννιτσών, δεν παίρνει ασθενείς μόνο απ’ αυτό το νοσοκομείο, αλλά και από τα όμορα νοσοκομεία, από το Κιλκίς, από τη Νάουσα, μέχρι και από τη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα εντυπωσιακά “μάχιμο” νοσοκομείο».
Η κ. Πετράκη έκανε έκκληση προς τους ιδιώτες συναδέλφους της να βοηθήσουν όσο μπορούν και συγκεκριμένα είπε: «Ήδη έχω μιλήσει με το νοσοκομείο μου και θα δούμε με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε επιπλέον. Θα εξετάσουμε μήπως υπάρχει δυνατότητα για μία συνεχόμενη ροή γιατρών, τουλάχιστον για τις επόμενες δύο εβδομάδες μέχρι τα Χριστούγεννα. Πιστεύω ότι θα ήταν πολύ καλό να υπάρχει ένα χέρι βοηθείας, όχι μονάχα από γιατρούς και νοσηλευτές αλλά και από φυσιοθεραπευτές γιατί και αυτοί χρειάζονται, όλοι χρειάζονται».