Του Δημήτρη Μπαλτάκου
Τα πρώτα λιωμένα από τη φωτιά αμάξια ήταν άδεια. Δεν ήταν τομέας αρμοδιότητας της Μονάδας Υποβρυχίων Αποστολών, αλλά προχωρήσαμε προς τα εμπρός. Ήταν πρωινές ώρες και είχαμε ήδη μεταφέρει το σύνολο των πολιτών στο λιμάνι της Ραφήνας, συμπεριλαμβανομένων όσων αρχικά δεν το επιθυμούσαν. Μέσα στην καταστροφή ξεχωρίσαμε ένα αυτοκίνητο με ανοιχτές πόρτες. Κοντά του αντικρίσαμε δύο ανθρώπους – έναν μεγάλο και έναν μικρό. Ετειναν ο ένας προς τον άλλον. Η Μονάδα έχει αντικρίσει τον θάνατο στις χειρότερες εκδοχές του – από άνθρωπο, από νερό και από φωτιά. Γυρίσαμε στο σκάφος με προορισμό τη Ραφήνα. Μπαίνοντας στο λιμάνι εντοπίσαμε το πιο ήσυχο σημείο και πήγαμε να δέσουμε. Στην μπίντα περίμεναν ένας άντρας και μία γυναίκα. Είχαμε τον δρόμο μας στο ρελαντί και κοιταζόμασταν αρκετή ώρα. «Γεια σας παιδιά, η κυρία ψάχνει τον άντρα και τα παιδιά της. Αφησαν το αμάξι τους στο Μάτι. Μήπως τους είδατε; Ενα αγόρι και ένα κορίτσι». Δεν θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε, αλλά μέσα μας ήμασταν βέβαιοι. «Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να σας απαντήσουμε. Καλή δύναμη». Η γυναίκα δεν μίλησε. Το όνομά της το μάθαμε μετά.
Η κρίση των αγέννητων και των νεκρών, οι διαχρονικές έννοιες του λαού μας και ο λυρισμός της βίας δημιουργούν, σε όσους διαβάζουν και κάνουν ποίηση στη ζωή τους, μια έντονη εσωτερική φλόγα. Η φλόγα αυτή, κατά την άποψή μου, πρέπει να έχει μία κατεύθυνση: την παροχή συγκεκριμένων, πρακτικών και χειροπιαστών λύσεων για ζητήματα των οποίων η μη επίλυση αμφισβητεί δομικά τον σκοπό της ύπαρξής μας. Η Ελλάδα πρέπει να προετοιμαστεί για τη διαχείριση της επόμενης κρίσης. Προτείνω να ξεκινήσει από τα βασικά.
Η δομή διοίκησης και διαχείρισης κρίσεων θεσπίστηκε από τους Αγγλους τη δεκαετία του 1960. Ο βασικός άξονάς της –τρία συν ένα επίπεδα διοίκησης– έχει υιοθετηθεί από την πλειονότητα των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας παγκοσμίως. Η εν λόγω δομή έχει εφαρμογή τόσο στην προετοιμασία όσο και στη διοίκηση της εκάστοτε επιχείρησης, είτε αυτή είναι αντιτρομοκρατική είτε πολεμική είτε αφορά την αντιμετώπιση μιας φυσικής καταστροφής. Αναλόγως της επιχείρησης αλλάζουν δεκάδες παράμετροι – όχι όμως η δομή διοίκησης σε επίπεδο προετοιμασίας και διαχείρισης. Τα τέσσερα επίπεδα, εν συντομία και αφοριστικά μιλώντας, είναι το πολιτικό, το στρατηγικό, το επιχειρησιακό και το τακτικό.
Θα επικεντρωθώ στα δύο τελευταία (επιχειρησιακό και τακτικό) για να προτείνω την, κατά την άποψή μου, ευχερέστερη λύση, ώστε την επόμενη φορά που θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια μείζονα ή και ελάσσονα κρίση να ανταποκριθούμε αποτελεσματικά. Επί του παρόντος ισχύει το κυρωμένο από τη Βουλή των Ελλήνων Γενικό Σχέδιο «Ξενοκράτης», το οποίο στην πραγματικότητα δεν υπεισέρχεται σε αμιγώς επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο, αλλά αποτελεί έναν οδηγό κατώτερου στρατηγικού και ανώτερου επιχειρησιακού επιπέδου θεσπίζοντας, ενδεχομένως, το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να κινείται ο ευρύτερος δημόσιος τομέας που εμπλέκεται σε περιστατικά ενδιαφέροντος. Περιορίζεται στο ποιος, αλλά όχι στο πώς. Θεωρία, καθόλου πράξη. Προφανώς δεν αρκεί.
Αποτελεί αδήριτη πεποίθησή μου πως αυτό το οποίο απαιτείται να πράξουμε, δεδομένης και της ανάγκης διυπηρεσιακής συνεργασίας σε περιπτώσεις κρίσεων, είναι η υιοθέτηση ενός εργαλείου που αξιοποιούν συμμαχικές χώρες εδώ και δεκαετίες, τα λεγόμενα Standing CON.OPS. (Concept of Operations). Πρόκειται συνήθως περί μίας σελίδας η οποία χρησιμοποιείται για την ενημέρωση της ηγεσίας για επερχόμενη επιχείρηση. Στην προκειμένη περίπτωση δύναται να αξιοποιηθεί για την προετοιμασία των υπηρεσιών, σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο, για μελλοντικές επιχειρήσεις αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών. Συνοπτικά, η ιδέα είναι πως κάθε αρχηγείο λαμβάνει υπόψιν συγκεκριμένες παραμέτρους –περιοχή επιχειρήσεων, φύση αποστολής, μέγεθος απειλής, απαιτούμενα μέσα– και στη συνέχεια προωθεί το προϊόν στις επιχειρησιακές μονάδες, οι οποίες, αφού κάνουν τον σχεδιασμό τους, το επιστρέφουν. Λαμβάνοντας υπόψιν τους χώρους αρμοδιότητας, έκαστο Σώμα συμπληρώνει το CON.OPS. του, αιτούμενο συνδρομή συγκεκριμένων μέσων και στελεχών από έτερα Σώματα ή ακόμα και χώρες, εάν είναι απαραίτητο. Αφού κάθε Σώμα καταρτίσει τη δική του εκδοχή, βγαίνει το «Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο», δηλαδή πόσοι άνθρωποι, πόσα μέσα και πού πρέπει να βρίσκονται, έτσι ώστε να ανταποκριθεί αποτελεσματικά εάν συμβούν οι Χ απειλές, τις οποίες εκτιμά ως πιθανές να συμβούν. Βάσει αυτών των προϊόντων καθορίζονται οι ανάγκες σε νέα μέσα (δομή δυνάμεων),στελέχη, τεχνογνωσία και εκπαιδεύσεις. Οχι το ανάποδο.
Σε τακτικό επίπεδο, η Μονάδα Υποβρυχίων Αποστολών εφαρμόζει Standing CON.OPS. έχοντας την ταχύτερη και αρτιότερη ανάκληση που έχω υπόψιν μου. Θεωρώ πως αν εφαρμοστεί αυτή η προσέγγιση σε διυπηρεσιακό επίπεδο, θα έχουμε κάνει σημαντικά βήματα προς τα εμπρός.
* Yποπλοίαρχος Λιμενικού Σώματος.
Εφημερίδα Καθημερινή